Ευλογημένη πνευματική περιήγηση

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΔΙΗΓΗΣΙΣ Περί της πανσέπτου Εικόνος ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ



Της υπερφυούς ευρέσεως αυτής και των κυριωτέρων
 θαυμάτων τα οποία δι’ αυτής ετελέσθησαν.

 Παναγία η Μυρτιδιώτισσα - Στο κάτω μέρος της εικόνας εικονίζεται η ιστορία της Ιεράς Μονής Μερσινιδίου - Αγγελική Τσέλιου© (diaxeirosaggelikistseliou. blogspot.com)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ
             Η πάνσεπτος και χαριτόβρυτος Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδιωτίσσης, το ανεκτίμητον τούτο και πολύτιμον κειμήλιον και καύχημα των Κυθηρίων, εικονίζει την Θεομήτορα μέχρι των στέρνων, φέρουσαν επί της αριστεράς ωλένης ως βρέφος τον εξ Αυτής ασπόρως και ανερμηνεύτως κατά σάρκα γεννηθέντα Σωτήρα, και είναι επί πλακός εκ μετάλλου αγνώστου και αδιαφθόρου γεγραμμένη.
             Φέρει επένδυσιν εκ καθαρού απέφθου χρυσού μετά πολυτίμων λίθων, ήτις πλαισιοί τα εν αυτή πρόσωπα της Παρθένου και του Σωτήρος, άτινα είναι τελείως μελανά, ουδενός επ’ αυτών χαρακτηριστικού πλην σχήματος προσώπου διακρινομένου.
            Εικάζεται ότι, καθ’ ήν εποχήν ευρέθη η χαριτόβρυτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, διεκρίνοντο χαρακτηριστικά τόσον επί της σεβασμίας μορφής της Θεοτόκου, όσον και του Σωτήρος. Τούτο δέον να γίνη δεκτόν δια τους εξής λόγους: 1ον) ότι ο την σεβασμίαν ανευρών Εικόνα ποιμήν δεν θα ανεγνώριζε ταύτην ως Εικόνα της Θεομήτορος, αν ουδέν χαρακτηριστικόν προσώπου εν αυτή διεκρίνετο και 2ον) ότι οι από της εποχής εκείνης ιστορούντες αντίγραφα της ιεράς ταύτης Εικόνος, παρουσιάζουσι με τα εν αυτή πρόσωπα με χρώμα βαθύ καστανόν, ουδέποτε όμως παραλείπουσι να προσθέσωσι χαρακτηριστικά προσώπων επί των εν αυτή εικονιζομένων μορφών της Θεοτόκου και του Σωτήρος, την δε συνήθειαν ταύτην εξακολουθούσιν εφαρμόζοντες και οι σήμερον ιστορούντες αντίγραφα της ιεράς της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, παρά το γεγονός ότι νυν εν τη εν Μυρτιδίοις υπερφυώς ευρεθείση ιερά Εικόνι ουδέν χαρακτηριστικόν προσώπου διακρίνεται.
             Η ιερά και σεβασμία και χαριτόβρυτος αύτη Εικών κατά την εποχήν της υπερφυούς ευρέσεως αυτής δεν είχε τας σημερινάς αυτής διαστάσεις. Ταύτας απέκτησε βραδύτερον τοποθετηθείσα και περικλεισθείσα κατά το όπισθεν αυτής μέρος εντός ξυλίνου πλαισίου.
             Η χρυσή της Εικόνος επένδυσις κατεσκευάσθη, ως αναφέρει η εν ταύτη επιγραφή, «Επιμελεία των Επιτρόπων ΟΥ ΑΟΥ Μαχαιριώτη και Ιωάννου Μόρμορη και συνδρομή των Χριστιανών και κατ’ εξοχήν του Αλμπανάκη – ΠΟΥ – ΔΟΥΠΟΥ – ΓΟΥ- ΑΟΥ- ΓΟΥ και Ειρήνης δια χειρός εμού του αμαρτωλού Νικολάου Πο- Θεοφίλη Σπιθάκη 1837. Μρ 12. Χείρ Νικολάου Θεοφ. Σπιθάκη». Τα εν τη επιγραφή ταύτη κεφαλαία γράμματα, τα ακολουθούμενα υπό της διφθόγγου ΟΥ είναι συντμήσεις κυρίων ονομάτων. Ούτω ΟΥ ΑΟΥ είναι σύντμησις του ονόματος «Ουαλερίου», ΠΟΥ  του ονόματος Παναγιώτου ή Παύλου και ούτω καθ’ εξής. Η σύντμησις Π’’ μετά δύο τόνων επί του Π σημαίνει την πρόθεσιν ποτέ, χρησιμοποιουμένην ως γνωστόν εις παλαιοτέρους χρόνους εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν ο πατήρ του εις ον ανήκει το όνομα δεν συγκαταλέγεται εν τοις ζώσιν.
             Η επιγραφή αυτή είναι και κατά τούτο σπουδαία, διότι εξ αυτής πληροφορούμεθα, ότι η χρυσή επένδυσις κατεσκευάσθη κατά το έτος 1837, η δε κατασκευή αυτής επερατώθη την 12ην Μαρτίου του έτους τούτου. Προηγουμένως η σεπτή Εικών περιεβάλλετο δι’ αργυράς επενδύσεως, ως εκτενέστερον θέλομεν διαλάβη εν προσήκοντι τόπω.
             Εις το άνω μέρος της εν λόγω χρυσής επενδύσεως, και εκατέρωθεν των εν τη Εικόνι ακαλύπτων μορφών της Θεοτόκου και του Θείου Βρέφους, απεικονίζονται δύο Άγγελοι κρατούντες δια μεν της μιας χειρός, το αδαμαντοκόλλητον της Μυρτιδιωτίσσης, στέμμα, δια δε της ετέρας, ανεπτυγμένα ειλητά και εις μεν το κρατούμενον υπό του προς τα αριστερά Αγγέλου αναγινώσκεται ο εκ του πρώτου Οίκου του Ακαθίστου στίχος˙ «Χαίρε ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα», εις δε το κρατούμενον υπό του προς τα δεξιά ο εκ του αυτού Οίκου στίχος˙ «Χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα». Κάτωθεν του προς τα αριστερά Αγγέλου αναπαρίσταται ο Προφητάναξ Δαυίδ, φέρων ανεπτυγμένον ειλητόν, ειο ο αναγινώσκεται ο εκ του 44ου Ψαλμού στίχος, ουχί πλήρης˙ «Παρέστη, η Βασίλισσα εκ δεξιών σου», κάτωθεν δε του προς τα δεξιά Αγγέλου, ο Προφήτης Σολομών φέρων και ούτος ανεπτυγμένον ειλητόν, εις ο  αναγράφεται ο εκ των «Παροιμιών» στίχος, και ούτος ουχί πλήρης˙ «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν».
             Εις το κάτω μέρος της χρυσής ταύτης επενδύσεως απεικονίζονται μετά των σχετικών επιγραφών τρία εκ των σπουδαιοτέρων της Μυρτιδιωτίσσης θαυμάτων, ήτοι το θαύμα της ευρέσεως της χαριτοβρύτου Εικόνος, το θαύμα της ιάσεως του παραλύτου, και το θαύμα της εκ του κατά νύκτα της 21ης προς την 22αν Ιανουαρίου 1829 πεσόντος κεραυνού διασώσεως του Φρουρίου και της Πόλεως Κυθήρων, περί ών δια μακρών θέλομεν ασχοληθή κατωτέρω.
             Η πάνσεπτος της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων Εικών είναι κατά την παράδοσιν μία εκ των Εικόνων, ας εποίησεν ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, έχων ως πρότυπον Αυτήν την Θεοτόκον, την επίγειον έτι βιούσαν ζωήν. Η μεγαλοπρέπεια και η ιερά επιβλητικότης της πανσέπτου ταύτης Εικόνος, το άγιον αυτής ήθος και η παρά το μέλαν της μορφής απαστράπτουσα αυτής όψις, μαρτυρούσιν την εξ ύψους αντίληψιν του ιστορήσαντος. Πάντες οι Κυθήριοι, βασιζόμενοι εις παραδόσεις μεταβιβασθείσας από πατέρων εις τέκνα και από γονέων εις γενεάς, αδιστάκτως πιστεύουσιν, ότι η χειρ ήτις ιστόρησε τας εν τω Αγίω Όρει και Μεγάλω Σπηλαίω ιεράς της Θεομήτορος Εικόνας, είναι η αυτή με την ιστορήσασαν και την εντός των μυρσινών εν Κυθήροις υπερφυώς ευρεθείσαν, η δε υπερβάλλουσα προς αυτήν ευλάβεια των Κυθηρίων εξηγείται εκ του ότι την Εικόνα ταύτην, το τιμαλφέστατον τούτο θησαύρισμα και καύχημα αυτών, εξελέξατο η Θεοτόκος ως μέσον πλουσίας επιδαψιλεύσεως των υπερφυών και απείρων Αυτής θαυματουργιών.
            Απλή μόνον μετά πίστεως και ευλαβείας ενατένισις της πανσέπτου και χαριτοβρύτου ταύτης Εικόνος πείθει περί της εν αυτή οικούσης θείας χάριτος, πληροί δε γαλήνης, ελπίδος, ευφροσύνης και αγιασμού τας καρδίας των πιστών. Ο την ιεράν ταύτην Εικόνα ατενίζων έλκεται και σαγηνεύεται παρ’ αυτής, εμπνέεται δε και πείθεται περί του ότι θεία όντως ευλογία παρ’ αυτής προχέεται. Η ψυχή αυτού πληρούται μυστικώς θείας γλυκύτητος και ευφροσύνης, παρηγορείται, στηρίζεται και φαεινώς ελλάμπεται από υπερκοσμίας ακτίνας ενθέων ελπίδων, εν μέσω του σκότους των θλίψεων, των πειρασμών και των δοκιμασιών της τρικυμιώδους, πολυταράχου και πολυπλάγκτου θαλάσσης του επιγείου βίου.



ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΦΥΟΥΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ
             Η Πάνσεπτος αύτη και χαριτόβρυτος της Θεοτόκου Εικών ανεκαλύφθη θαυμαστώς εν Μυρτιδίοις των Κυθήρων κατά την παράδοσιν, γραπτώς τε και προφορικώς μαρτυρουμένην, ως εξής:
             Προς το δυτικόν μέρος της νήσου και ακριβώς εκεί ένθα σήμερον υψούται περίλαμπρον το ιερώτατον των Κυθήρων Προσκύνημα, υπήρχε κοιλάς, τελείως κατά την παλαιάν εποχήν έρημος και κατάφυτος εκ μυρσινών, «Μυρτίδια» δια την αιτίαν ταύτην ως και σήμερον ονομαζομένη, απέχουσα δε της πρωτευούσης της νήσου περί δώδεκα στάδια, της δε θαλάσσης δύο.
             Εκεί συνήθιζε να βόσκη τα ποίμνιά του ποιμήν αγαθότατος, απηλλαγμένος βιωτικών μεριμνών, ευσεβέστατος και δια της μελέτης της φύσεως εις την κατανόησιν της του Θεού πανσοφίας προαγόμενος.
             Εις τον ταπεινόν μεν και άσημον κατ’ ανθρώπους, άλλ’ ένδοξον και τίμιον κατά Θεόν ποιμένα τούτον, δια νυκτερινής καθ’ ύπνους θεωρίας επανειλλημμένως εμηνύθη το επόμενον θαύμα, δι’ ο  και συχνότερον τον τόπον εκείνον ή πρότερον επεσκέπτετο.
             Εν μια λοιπόν των ημερών και δη την τεσσαρακοσστήν από της εορτής της Παναγίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου ημέραν, τουτέστι την 24ην Σεπτεμβρίου, ότε το καθ’ ύπνους όραμα αναλογίζετο, και μεταρσιωθείς θερμώς τη Παρθένω προσηύχετο, ήκουσε φωνήν αοράτως ενεχθείσαν εν τη ερημία εκείνη και λέγουσαν: «Ει με ζητήσεις, ωδέ που ευρήσεις την Εικόνα Μου˙ ήλθον γαρ προ πολλού παρασχείν βοήθειαν τω τόπω τούτω».
             Την απροσδόκητον ταύτην και υπερκόσμιον φωνήν ακούσας ο απλοϊκός ποιμήν κατεπλάγη μεγάλως, και μετ’ αγωνίας και δακρύων προσηύχετο προς την Παρθένον, στρεφόμενος δε τήδε κακείσε, βλέπει – ώ του θαύματος! – εν μέσω κλάδων μυρσίνης το πανάχραντον της Θεοτόκου Εικόνισμα.
            Την προτέραν αγωνίαν του διεδέχθη ήδη άμετρος χαρά και αγαλλίασις. Έκλαιεν, εσκίρτα, ηγάλλετο και κατησπάζετο τον όν ηξιώθη να εύρη πολύτιμον θησαυρόν και εκ βάθους ψυχής ηυχαρίστει την Θεοτόκον, Ήτις τοσαύτης ευνοίας και χάριτος αυτόν τε και την νήσον ολόκληρον κατηξίωσε.
             Μετά τας πρώτας εντυπώσεις και ιεράς συγκινήσεις ο μακάριος όντως εκείνος ποιμήν παρέλαβε μεθ’ εαυτού την υπερφυώς ευρεθείσαν αγίαν Εικόνα και έδραμε ν’ αναγγείλη το θείον και χαρμόσυνον γεγονός εις τους συγγενείς και φίλους αυτού, αφού προηγουμένως ευλαβώς ετοποθέτησεν αυτήν εις την πτωχικήν του καλύβην.
             Την επαύριον, άμα ως ηγέρθη του ύπνου, ανεζήτησεν αμέσως την ιεράν της Παρθένου Εικόνα. Παραδόξως η Εικών είχεν εξαφανισθή και δεν ανευρίσκετο παρά τας επανειλημμένας επιμελείς και επισταμένας ερεύνας του. Εφαντάσθη όθεν ο ευλαβής εκείνος άνθρωπος, ότι γείτων τις, φθονήσας την ευτυχίαν του, αφήρεσεν απ’ αυτού κατά την διάρκειαν της νυκτός τον μοναδικόν και πολύτιμον θησαυρόν του και απηλπισμένος και περίλυπος παρέλαβε το ποίμνιόν του δια την καθημερινήν εις τους βοσκησίμους τόπους έξοδον.
            Φθάσας εις τον τόπον, εν ώ την προτεραίαν είχεν υπερφυώς ανεύρη την της Κεχαριτωμένης Εικόνα, μετά μεγίστης εκπλήξεως παρετήρησεν, ότι αύτη ευρίσκετο και πάλιν εκεί υπό αοράτων χειρών ενεχθείσα.
            Μετά περισσοτέρας ή χθες χαράς και αγαλλιάσεως επανείδε ταύτην και μετά δακρύων ευγνωμοσύνης ηυχαρίστησε την Θεοτόκον, μετέφερε δε πάλιν την σεπτήν Αυτής Εικόνα εις την πτωχικήν του καλύβην.
             Παραδόξως και κατά την δευτέραν νύκτα η ιερά Εικών μυστηριωδώς εξηφανίσθη, ανευρεθείσα και πάλιν κατά την επομένην εντός της αυτής μυρσίνης εν τη οποία ευρίσκετο και όταν το πρώτον εφανερώθη.
             Τρις εν συνόλω επανελήφθη η μυστηριώδης της ιεράς Εικόνος εξαφάνισις και η κατά την επομένην εν τη αυτή μυρσίνη υπό του ποιμένος ανεύρεσις, εις τρόπον ώστε εννόησε πλέον ούτος, ότι θέλημα της Θεοτόκου είναι να παραμένη η πάνσεπτος Αυτής Εικών εν Μυρτιδίοις και εν ώ τόπω αρχικώς ευρέθη, εις το διηνεκές.
            Την λεπτομέρειαν ταύτην, άγνωστον μεν εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, ως μη αναγραφομένην εν ταις παλαιαίς της Ακολουθίας εκδόσεσι, γνωστήν όμως εις πλείστους Κυθηρίους εκ παραδόσεως, επιβεβαιούσι πολλοί μεταξύ των οποίων ο τε νυν εφημέριος Μυρτιδίων αιδεσιμώτατος κύριος Γεώργιος Κασιμάτης ιερεύς, ως και ο εκεί επί 45 συνεχή έτη εγκαταβιών Θεόδωρος Γερακίτης μοναχός.
             Ο την χαριτόβρυτον της Θεοτόκου Εικόνα ανευρών ποιμήν, συμμορφούμενος προς την υπερφυώς εκδηλωθείσαν της Θεομήτορος θέλησιν, και υπό των συγγενών, γνωστών και φίλων αυτού βοηθούμενος, εκαθάρισε τον τόπον, της ευρέσεως, και ανήγειρε μικρόν Ναόν ανάλογον προς τας οικονομικάς αυτού δυνάμεις, ενεθρόνισε δε εν αυτώ την ιεράν Εικόνα, ακριβώς εν ώ τόπω εφύετο η μυρσίνη, εν τη οποία είχεν ανεύρει ταύτην και επωνόμασεν αυτήν «Μυρτιδιώτισσαν», καθ’ ο εν Μυρτιδίοις και εν μυρσίναις ευρεθείσαν, αφιερώσας δε τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής αυτού εις την υπηρεσίαν του ρηθέντος Ναού και πλήρης ημερών γενόμενος προς Κύριον εξεδήμησε.
            Τούτον διεδέχθη εν τη του Ναού επιστασία ο μοναχός Λεόντιος, ο οποίος δια συνδρομών των Κυθηρίων επεξέτεινε και διηύρυνε τον αρχικώς μικρόν και χαμηλόν επ’ ονόματι της Μυρτιδιωτίσσης Ναόν, έκτισε δε πέριξ αυτού ολίγα τινά κελλία προς υποδοχήν και φιλοξενίαν των συρρεόντων εξ όλης της νήσου προσκυνητών.
             Ο υπό του μοναχού Λεοντίου οικοδομηθείς Ναός περιελάμβανεν εν τω μέσω μεν τον επεκταθέντα και διευρυνθέντα επ’ ονόματι της Μυρτιδιωτίσσης Ναόν, εκατέρωθεν δε τούτου δύο κλίτη, εξ ών το μεν προς τα δεξιά ετιμάτο επ’ ονόματι  του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου Προστάτου Κυθήρων, το δε προς τα αριστερά, επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής. Τα εν λόγω παρεκκλήσια του Αγίου Θεοδώρου και της Ζωοδόχου Πηγής κατηργήθησαν κατά την εποχήν ίσως της ανεγέρσεως του νέου μεγαλοπρεπούς εν Μυρτιδίοις Ναού και δεν σώζονται πλέον, εσώζοντο όμως κατά το έτος 1825 ως εξάγεται εκ του κατά την 8ην Νοεμβρίου του έτους εκείνου συνταχθέντος «ινβενταρίου», περί ου κατωτέρω γενήσεται λόγος. Το ινβεντάριον τούτο περιέχει πλην των άλλων και καταγραφήν πάντων των ιερών αντικειμένων, σκευών Εικόνων, κανδηλών και λοιπών πραγμάτων, τιμαλφών τε και μη, τόσον των ευρισκομένων εν τω κεντρικώ της  Μυρτιδιωτίσσης Ναώ, όσον και των ευρισκομένων εν τοις εκατέρωθεν αυτού παρεκκλησίοις του Αγίου Θεοδώρου και της Ζωοδόχου Πηγής. Σήμερον εκ των εν λόγω παρεκκλησίων σώζονται μόνον τα κτίρια, άτινα εχρησίμευσαν ως βάσεις του νέου μεγαλοπρεπούς ναού, εν αρίστη δε καταστάσει σώζεται ο παλαιός της Μυρτιδιωτίσσης Ναός, «Καθολικόν» ή «Ναός της Ευρέσεως» καλούμενος, εις ον παραμένει η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών κατά τους χειμερινούς μήνας και δη από της 21ης Νοεμβρίου μέχρι του Σαββάτου των Νηστειών.
             Άλλ’ η φήμη των εν τω Ναώ των Μυρτιδίων και δια της εκεί υπερφυώς ευρεθείσης ιεράς Εικόνος τελουμένων υπό της Θεοτόκου θαυμάτων οσημέραι πανταχού εξηπλούτο, άπειρα δε πλήθη ου μόνον Κυρηρίων, αλλά και  ξένων προσκυνητών κατέφθανον εις τρόπον ώστε κατέστη αναπόδραστος η ανάγκη της ανοικοδομήσεως μεγαλυτέρου Ναού, ίνα εν αυτώ αξιοπρεπώς τελήται η Θεία λατρεία, περισσοτέρων δε κελλίων προς άνετον διαμονήν των προσκυνητών.
            Την προφανή ταύτην ανάγκην επλήρωσε κατά τα μέσα του παρελθόντος αιώνος (1841-1857) ο δραστήριος και άξιος της αϊδίου των Κυθηρίων ευγνωμοσύνης ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος.
            Προ τούτου, διατελέσαντος ηγουμένου Μυρτιδίων από του έτους 1838 μέχρι του έτους 1895, και προ της κατά το έτος 1815 υπαγωγής της Επτανήσου και συνεπώς και των Κυθήρων υπό την Αγγλικήν Προστασίαν, τα ιερά εν Κυθήροις καθιδρύματα εξεμισθούντο εις κληρικούς. Τούτο κριθέν απρεπές και άτοπον, διωρθώθη συν τω χρόνω επί Αγγλικής Προστασίας, διδομένων εφεξής των ιερών καθιδρυμάτων εις ευσεβείς κληρικούς, κατά προτίμησιν ιερομονάχους κατ’ επικαρπίαν, η οποία συνεπήγετο την υποχρέωσιν της συντηρήσεως των καθιδρυμάτων τούτων. Τοιαύτα καθιδρύματα, πλην του της Μυρτιδιωτίσσης, ήσαν  και του εν Κρημνοίς Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου εν Καψαλίω, ως και το του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου Προστάτου Κυθήρων εις Αρωνιάδικα. Το ιερόν της Μυρτιδιωτίσσης καθίδρυμα παρεχωρήθη υπό της εν Κερκύρα εδρευούσης Γερουσίας της Ιονίου Πολιτείας, συνεπινευούσης και της Αγγλικής Διοικήσεως, εις τον ρηθέντα ιερομόναχον Αγαθάγγελον Καλλίγερον, άμα αποφοιτήσαντα του ιεροσπουδαστηρίου (Σεμιναρίου) Κερκύρας.
             Ο εν λόγω αείμνηστος Αγαθάγγελος Καλλίγερος υπήρξε μεγάλη δια το ιερόν της Μυρτιδιωτίσσης Καθίδρυμα φυσιογνωμία.
             Κατελθών εις τα Κύθηρα και αναλαβών την Διοίκησιν του Καθιδρύματος τούτου, μετά ιερού ζήλου και ενθουσιασμού επεδόθη και αόκνως και ανενδότως ειργάσθη υπέ της από πάσης απόψεως προαγωγής και εξωραΐσεως αυτού.
              Και πρώτον μεν εζήτησε και έλαβε την άδειαν παρά του τότε Αρχιεπισκόπου Κυθήρων αοιδίμου Κυρού Προκοπίου του Καλλονά, όπως εκφωνήση λόγον, ζητών την ενίσχυσιν των ευσεβών Κυθηρίων προς επιτυχίαν του υπ’ αυτού επιδιωκομένου σκοπού.
             Πράγματι, εξεφώνησεν ένδακρυς εν τω Καθεδρικώ Ναώ του Εσταυρωμένου της Πρωτευούσης Κυθήρων συγκινητικώτατον λόγον, παριστών το άτοπον του να μένη η χαριτόβρυτος Εικών της Βασιλίσσης παντός του κόσμου εις ευτελή Ναόν, η δε ευγλωττία του, το θεοσεβές αυτού ήθος, ως και η ιδιάζουσα εκ μέρους πάντων προς την Μυρτιδιώτισσαν ευλάβεια, έπεισαν τους Κυθηρίους περί της ανάγκης οικοδομήσεως μεγαλοπρεπούς εν Μυρτιδίοις Ναού.
             Εξελέγη αμέσως Επιτροπή απαρτιθείσα εκ των τα πρώτα φερόντων προς συλλογήν εράνων, αι δε εισφοραί αθρόαι ήρχισαν μετά τινά χρόνον να καταφθάνωσι, τότον εκ μέρους των εν τη νήσω μονίμως διαβιούντων, όσον και εκ μέρους των μακράν αυτής ομογενών. Μεταξύ των ερανοδοτών ανεπτύχθη πόθος και άμιλλα περί του τις εξ αυτών θα καταβάλη πλείονα˙ κορυφαίος δε τούτων ανεδείχθη ο ευσεβής Κυθήριος Νικήτας Τζάννες, καταβαλών δισχίλια Δίστηλλα, ποσόν τεράστιον κατά την εποχήν εκείνην.
            Αι εργασίαι της ανοικοδομήσεως υπό αισίους οιωνούς και υπό την άμέσον και άγρυπνον διεύθυνσιν και παρακολούθησιν του ηγουμένου Αγαθαγγέλου αρξάμεναι κατά το έτος 1841 επερατώθησαν μετά 16 έτη, κατά το έτος 1857, και τοιουτοτρόπως εντός βραχέος σχετικώς χρονικού διαστήματος το όνειρον του μακαρίου Ηγουμένου επραγματοποιήθη και η μικρά των Κυθήρων νήσος εκοσμήθη δια μεγαλοπρεπεστάτου Ναού, ρυθμού Βασιλικής, ανεγερθέντος ακριβώς άνωθεν του παλαιού. Πέριξ του Ναού κατεσκευάσθησαν κελλία ικανά, κάτωθεν δε της άνω αυλής, μεγίστη υπόγειος υδροδεξαμενή κατά το έτος 1866 δια τας ανάγκας των προσκυνητών, δαπάνη Δημητρίου και Νικολάου Γ. Ανδρονίκου, ως η εν αυτή επιγραφή αναφέρει.
               Το μεγαλοπρεπέστατον και υψηρεφές κωδωνοστάσιον επερατώθη κατά το έτος 1888, σχεδιασθέν και εκτελεσθέν υπό Νικολάου Φατσέα ή Φουριάρη.
              Εν τοις πέριξ του Ναού οικοδομηθείσι κελλίοις και τοις μετά ταύτα προστεθείσιν ευρίσκουσι δωρεάν φιλοξενίαν πάντες οι πανταχόθεν κατ’ αρχαιότατον έθιμον εις Μυρτίδια συρρέοντες και καθ’ ολόκληρον το πρώτον δεκαπενθήμερον του μηνός Αυγούστου εκάστου έτους εκεί διαμένοντες Κυθήριοι και ξένοι προσκυνηταί. Την καθ’ ολόκληρον το πρώτον δεκαπενθήμερον του Αυγούστου εν τοις ιεροίς καθιδρύμασι διαμονήν οι Κυθήριοι ονομάζουσι «Δεκαπεντισμόν»˙ «δεκαπεντίζουσι» δε είτε απλώς εξ ευλαβείας, είτε εκπληρούντες ιερόν χρέος εξ υποσχέσεως, ήν έδωκαν προς την Θεοτόκον, όταν επεκαλέσθησαν την βοήθειαν Αυτής. Αλλά και κατά τους υπολίπους του έτους μήνας εν τοις κελλίοις τούτοις ευρίσκουσι δωρεάν φιλοξενίαν οι αδιαλείπτως εις Μυρτίδια προσερχόμενοι και επ’ ολίγας μόνον ημέρας διαμένοντες προσκυνηταί, η δε υπηρεσία του ιερού καθιδρύματος παρέχει εις αυτούς πάσαν δυνατήν διευκόλυνσιν, εις τρόπον ώστε, συντελούντος πρωτίστως μεν του εκ της προσκυνήσεως της σεπτής Εικόνος αγιασμού, του υπερόχου κλίματος, του θαυμασίου ύδατος, δι’ ου επροίκισεν η φύσις την τοποθεσίαν ταύτην, ως και του μαγευτικού και πλήρους, γαλήνης και ηρεμίας περιβάλλοντος, ν’ απέρχωνται ούτοι εκείθεν με τας αρίστας των εντυπώσεων.
             Λαμπράν περιγραφήν του νέου εν Μυρτιδίοις μεγαλοπρεπούς Ναού περιέχει βιβλιάριον εκ 18 σελίδων, εκ του εν Αθήναις τυπογραφείου «Η Αθηνά» κατά το έτος 1857 εκδοθέν.
             Το βιβλιάριον τούτο διαιρείται εις δύο μέρη, εξ ών το πρώτον πραγματεύεται περί Μυρτιδίων και φέρει την επιγραφήν «Τα Μυρτίδια ή ο εν Κυθήροις Ναός της Θεοτόκου», το δε δεύτερον περί του εν Καψαλίω Ναού  του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του εν Κρημνοίς, και φέρει την επιγραφήν «Ο Άγιος Ιωάννης εις τον Εκκρημνόν ή το Σπήλαιον εις ο ενεπνεύσθη την Αποκάλυψίν του ο Θεολόγος». Εις το δεύτερον μέρος του εν λόγω βιβλιαρίου ο συγγραφεύς προσπαθεί ν’ αποδείξη ότι το σπήλαιον, ένθα νυν ο Ναός του Προδρόμου, εχρησίμευσεν εις τον Ηγαπημένον Απόστολον και Μαθητήν του Σωτήρος Ιωάννην τον Θεολόγον ως τόπος εμπνεύσεως και συγγραφής του μόνου προφητικού της Καινής Διαθήκης βιβλίου, τουτέστι της Αποκαλύψεως.
             Προς τούτο αναφέρει και παραθέτει χωρίον εκ της κατά το έτος 1633 εκδοθείσης υπό του συνταγματάρχου Βορή ιστορίας περί Ιονίων νήσων (σελίς 381). Επίσης αναφέρει και παραθέτει χωρίον εκ την εν Παρισίοις κατά το έτος 1686 εκδοθείσης υπό του Κολονέλλη συγγραφείσης «Περιηγήσεως Μωρέως κ.λ.π.» (σελίς 83).
             Περιττόν να λεχθή ότι ουδέν αποδεικνύεται εκ τε των ισχυρισμών του συγγραφέως και των παρατιθεμένων χωρίων, διότι οι μεν ισχυρισμοί ουδέν επιστημονικόν έρεισμα έχουσι, τα δε παρατιθέμενα χωρία απλώς αναφέρουσιν, ότι οι κάτοικοι των Κυθήρων τρέφουσι μεγάλην ευσέβειαν προς τον ναόν του εν Κρημνοίς Τιμίου Προδρόμου, διότι υπάρχει η παράδοσις, ότι εκεί ενεπνεύσθη και συνέγραψε την Αποκάλυψίν του ο Θεολόγος. Πάντως το περί Μυρτιδίων τμήμα του βιβλιαρίου είναι πολύτιμον, ως περιέχον πλείστας ενδιαφέρουσας και ιστορικώς εξηκριβωμένας πληροφορίας, εις ουδεμίαν των κατά καιρούς εκδόσεων της Ακολουθίας της Μυρτιδιωτίσσης αναφερομένας.
             Το βιβλιάριον τούτο, όπερ ο συγγραφεύς μόνον δια των αρχικών γραμμάτων του ονόματός του υπέγραψε, των γραμμάτων τουτέστι Χ.Σ. προφανώς, εκ λόγων μετριοφροσύνης, σπανιώτατον και δυσεύρετον σήμερον, είχε την καλωσύνην να θέση εις την διάθεσιν του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου, πολύτιμος και αγαπητός αυτού φίλος, ο κύριος Ανδρέας Δημ. Φατσέας, εις ου την κατοχήν ευρίσκεται τούτο.
             Ας ίδωμεν ήδη πως περιγράφει ο άγνωστος μεν, άλλ’ αξιόπιστος και ευσεβής συγγραφεύς του βιβλιαρίου εν Μυρτιδίοις νέον της Θεοτόκου Ναόν, μεταφέροντες αυτολεξεί ολόκληρον την παράγραφον 10 του βιβλιαρίου, έχουσαν ως εξής:
             «Αλλά τις ο Ναός ούτος και που ανηγέρθη; Περί του κάλλους και του ύψους αυτού απαιτείται τεκτονικός κάλαμος, και ημείς δυστυχώς, αμοιρούμεν τοιούτου, εφ’ ώ και σκιαγραφούμεν αυτόν ως εν τη καρδία ημών καθωράϊσται. Περιβάλλει εις τους κόλπους αυτού, ως μέγα τι κήτος τον αρχαίον Ναόν, ένθα πάλαι ποτέ η κοιτίς της Αγίας Εικόνος, όστις προς ιστορικήν μνήμην διετηρήθη ανέπαφος. Το αρχαίον τούτο της Θεοτόκου καθίδρυμα είναι εν Κυθήροις ό,τι τα Άγια των Αγίων εν Βηθλεέμ. Και οι μεν θεμέλιοι τοίχοι, εφ΄ών ανηρτήθη το μέγα οικοδόμημα επί τόξων, εισί κυκλώπειοι˙ τα δ’ επίγεια σύμμετρα και ανάλογα˙ η εξωτερική αυτού πρόσοψις παριστά πολύτροχον άρμα πτερυσσόμενον προς ανατολάς, ένθα το άρρητον φως της αηττήτου παντοδυναμίας, κύκλω κ’ αυτού εξαιρέσει του θυσιαστηρίου, υπάρχουσι νάρθηκες ανηρτημένοι επί στοών, ήθους και κάλλους τε δωρικού και το θέαμα τούτο εξαρπάζει την διάνοιαν, εμπνέει το μεγαλείον και εμποιεί θαυμασμόν. Και τω όντι, το έσχατον του Χριστιανισμού άσυλον είναι η ανώλεθρος Ιερουσαλήμ˙ ο άνθρωπος εισερχόμενος εις τον αρματηφόρον τούτον Ναόν καθορά ατρεκώς το μεγαλείον του Κτίστου, ανίπταται ουρανοβάτης ως εκ πυρός θείου, βαίνει ως ο Ηλίας επί τους αστέρας και φθάνει δια των ακτίνων της διανοίας, συναυλιζομένης ψυχής τε και θείου, εις το ακρότατον ύψος της θείας Εδέμ! Είτα δίστοιχος χορός παραθύρων άνω και κάτω εξεικονίζει τρόπον τινά την αυτόφωτον Εικόνα της θείας Σοφίας. Και τα μεν εν μετώπω, εξ ών εισδύει ο ήλιος εις τον τοξοειδή γυναικώνα, ένθα η αθωότης μετά της ενοχής αρδεύει το σκήνωμα, υποτυπούσι την επτάκρουνον των μυστηρίων ορθόδοξον πίστιν˙ τα δε την των Αποστόλων δωδεκάστερον αδελφότητα, και τα εν τω θυσιαστηρίω τον τρισήλιον οφθαλμόν της Αγίας Τριάδος, θύρας μεν έχει πέντε, τρεις εν μετώπω, εξ ών συγκοινωνεί με το αρχαίον ναΐδριον, και ανά μίαν εις εκάστην πτέρυγα. Εις απάσας τας θύρας υπάρχει αναλογία και κανονικότης˙ μόνον επί των άνωθεν παραθύρων εύρηται δυσαναλογία τις διορθώσιμος˙ εν γένει όμως το σύνολον της όλης προσόψεως παριστά την αυτοτελή Εικόνα μοναστηριακού Ναού. Η δε εσωτερική πρόσοψις ούτως έχει. Και τη αληθεία φαίνεταί μοι, ότι η Τέχνη εφιλοσόφησε φιλοσόφημα μέγα. Τρισυπόστατος εστίν ο Ναός, το καταπέτασμα αυτού πτερύσσεται επί τόξων μεγαλοπρεπών ανηρτημένων δια κιόνων˙ κόσμος και πλούτος αργύρου τε και χρυσού και πολυτίμων λίθων άθροισμα μέγα αποστίλβουσιν επί της οράσεως. Και πρώτον ο χιτών της αγίας Εικόνος είναι πάγχρυσος και απαστράπτει από βαρυτίμους μαργαρίτας τε και αδάμαντας. Είτα σκεύη και άλλα παντοία κοσμήματα παντοίων αναθημάτων, εξ ών διακρίνεται περιδέραιόν τι Ισραηλίτιδός τινός εξ Αλεξανδρείας, εμφαίνουσι το άπειρον των προσκυνητών σέβας. Το δε Τέμπλον, ο ιερός άμβων, το καταπέτασμα της Αγίας Τραπέζης, ο Αρχιερατικός Θρόνος, το επιπέδωμα, εισί πάντα εκ Τηνίου μαρμάρου, η δε τέχνη και η γλυφίς, ήτις το Κορινθιακόν εξελέξατο ήθος, αφίησιν εις πολλά την σύνθεσιν, ήτις αμαυροί ως και τα κακόζηλα ζωγραφήματα, το κάλλος του τεμπλέου του Ναού, ο δε χορός των αγίων Εικόνων αναμένεται όσον ούπω εκ Ρωσσίας. Αλλά ταύτα πάντα εισί δευτερεύοντα. Η οπτική φαίνεται ότι ήτο το πρώτιστον δώρημα του τέκτονος, δι ο και αύτη κατέκτησε τον Ναόν άπαντα. Μόλις εισέρχεταί τις εξ οιασδήποτε θύρας εν τω Ναώ, και έχει αμέσως το όλον υπό τας όψεις αυτού. Αλλάζων θέσιν δεξιά ή αριστερά, ιστάμενος οπουδήποτε, βλέπει αύθις το όλον. Επιπροσθέτει δε και καλλύνει τον Ναόν τούτον η συμμετρία και η αναλογία των κιόνων και τόξων. Ήρξατο δε η ανέγερσις αυτού εν έτει σωτηρίω 1841 και επερατώθη τω 1857 εν ησυχία, αγαλλιάσει και τάξει παντός του λαού. Τοιούτος ο ιερός της Μυρτιδιωτίσσης εν Κυθήροις Ναός, όστις και κατά την τέχνην και την χωρητικότητα διαφιλονικεί τα πρωτεία προς πάντας τους εν τη Ανατολή».
             Τα αποτελέσματα του ενθέου ζήλου και της ακαμάτου δραστηριότητος του μακαρίου ηγουμένου Αγαθαγγέλου του Καλλιγέρου πρόκεινται ήδη κινούντα τον θαυμασμόν πάντων των το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα επισκεπτομένων, η δε προτομή του εν τω προαυλίω, ένθα και ο τάφος αυτού, στηθείσα, θα φέρη τούτον εσαεί μετ’ ευγνωμοσύνης εις την μνήμην των μεταγενεστέρων ως αξιομίμητον παράδειγμα πίστεως προς τον Θεόν, προσηλώσεως προς το καθήκον, θάρρους και αυταπαρνήσεως. Ας είναι η μνήμη του αιωνία.
            Ζήτημα σπουδαιότατον, εν ουδεμιά των κατά καιρούς εκδόσεων της ακολουθίας της Μυρτιδιωτίσσης εξετασθέν, είναι το ζήτημα του χρόνου, καθ’ ον ευρέθη υπό του ποιμένος εν Μυρτιδίοις η πάνσεπτος και χαριτόβρυτος Εικών, ως και του ονόματος αυτού.
             Δυστυχώς ουδεμία γραπτή ή άγραφος μαρτυρία διεσώθη μέχρις ημών περί των σπουδαίων ζητημάτων τούτων.
             Και περί μεν του ονόματος του ποιμένος πάσα έρευνα αποβαίνει επί ματαίω, περί του χρόνου όμως της ευρέσεως της αγίας Εικόνος, επί τη βάσει των υπαρχόντων στοιχείων, δυνάμεθα να κατάλήξωμεν λογικώς σκεπτόμενοι εις ασφαλές κατά το μάλλον και ήττον συμπέρασμα, και να προσδιορίσωμεν αυτόν εις τον 14ον αιώνα.2
             Είναι γνωστόν εκ της εκκλησιαστικής των Κυθήρων ιστορίας, ότι ο συγγραφεύς της παλαιάς Ασματικής της Μυρτιδιωτίσσης Ακολουθίας Σωφρόνιος ο Πάγκαλος ήκμασε κατά το πρώτον ήμισυ του 17ου αιώνος. Εχειροτονήθη Επίσκοπος Κυθήρων διαδεχθείς Αθανάσιον τον Βαλλεριανόν κατά το έτος 1637, αποθανόντα δε διεδέχθη αυτόν κατά το έτος 1650 ο Κυθήριος Φιλόθεος ο Βασμούλης, ου τα λείψανα υπάρχουσιν έτι εν τω Καθεδρικώ Ναώ του Εσταυρωμένου Χριστού της πόλεως Κυθήρων.
             Προφανές όθεν, ότι κατά τους χρόνους της Αρχιερατείας του αοιδίμου Σωφρονίου του Παγκάλου συνετέθη παρ’ αυτού η παλαιά της Μυρτιδιωτίσσης Ακολουθία.
            Άλλ’ αύτη προϋποτίθησι, παγκοίνως μεν γνωστήν την εν Μυρτιδίοις ύπαρξιν της υπερφυώς ευρεθείσης Εικόνος της Θεομήτορος, από μακρού καθιερωθείσας και τελουμένας εν τω Ναώ αυτής εορτάς, παγκοίνως δε γνωστά και τα θαύματα, τόσον του παραλύτου, όσον και της λύσεως της ανομβρίας.
             Πόσα έτη παρήλθον από της ευρέσεως της ιεράς Εικόνος και των θαυμάτων μέχρι της παγκοίνου καθ’ άπασαν την νήσον γνωστοποιήσεως αυτών, δεδομένης της κατά την εποχήν εκείνην δυσχερείας των συγκοινωνιών, ένεκα παντελούς ανυπαρξίας δρόμων, και από ταύτης μέχρι της συγγραφής της παλαιάς Ακολουθίας, δεν δυνάμεθα μετά βεβαιότητος να προσδιορίσωμεν. Πάντως δεν θα ευρεθώμεν μακράν της αληθείας καθορίζοντες ως πιθανόν χρόνον της ευρέσεως της αγίας Εικόνος, μεταξύ των ετών 1300 -1400.
             Εις το υπ’ αριθ. 39, έτους Δ’, περιόδου Β’, της Δευτέρας 1ης Οκτωβρίου 1928, φύλλον της εφημερίδος «Κυθηραϊκή» του αειμνήστου Ιωάννου Καλοκαιρινού δημοσιεύεται χρονολογικός πίναξ των σπουδαιοτάτων γεγονότων των αφορώντων εις την νήσον Κύθηρα υπό τον τίτλον «Τα Κύθηρα ανά τους αιώνας» και φέρων την υπογραφήν «Παλαιός».
             Εκεί μεταξύ άλλων αναγινώσκομεν:
              «Έτος 1160: Εύρεσις της θαυματουργού Εικόνος της Θεοτόκου εν Μυρτιδίοις».
            Ουδεμίαν δυστυχώς παρέχει ημίν διευκρίνησιν ο υπό το ψευδώνυμον «Παλαιός» κρυπτόμενος διακεκριμένος συμπολίτης περί της πηγής, εξ ής ηρύσθη την πληροφορίαν ταύτην, ως και τον όλον χρονολογικόν πίνακα.
             Και αληθές μεν τυγχάνει, ότι αι χρονολογίαι των περισσοτέρων εκ των λοιπών γεγονότων των εν τω πίνακι αναφερομένων και υπό ετέρων πηγών μαρτυρούμεναι δέον να θεωρηθώσιν ως ακριβείς. Μόνον η χρονολογία της ευρέσεως της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, ουδαμόθεν ετέρωθεν μαρτυρουμένη δέον να γίνη δεκτή, μετά τινός επιφυλάξεως.
             Ανεξαρτήτως όμως του χρόνους της εν Μυρτιδίοις ευρέσεως αυτής, η ιερά και χαριτόβρυτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών είναι αρχαιοτάτη, κρυβείσα ίσως εν ώ τόπω ευρέθη υπό του ευλαβούς κατόχου αυτής κατά την υπερεκατονταετή περίοδον των Εικονομαχιών, ή ριφθείσα κατά την εποχήν εις την θάλασσαν, και υπό της Θείας Προνοίας οδηγηθείσα εις τον τόπον της ευρέσεως, ίνα πληρώση πνευματικής ευωδίας και χάριτος την νήσον των Κυθηρίων, της οποίας αποτελεί και θα αποτελή πάντοτε το καύχημα, το στεφάνωμα και τον πολυτιμότατον θησαυρόν.

ΘΑΥΜΑΤΑ
             Πλην του ανωτέρω περιγραφέντος θαύματος της υπερφυούς αποκαλύψεως της πανσέπτου και χαριτοβρύτου Εικόνος, η Θεοτόκος πλείστα όσα ετέλεσε θαύματα και τελεί δι’ αυτής, εις εκείνους οίτινες μετά πίστεως και ευλαβείας επικαλούνται την θείαν της Θεομήτορος αρωγήν και αντίληψιν, και τους οποίους κρίνει αξίους της τοιαύτης χάριτος.
             Εκ των απειροπληθών τούτων θαυμάτων θα διηγηθώμεν ενταύθα τα κυριώτερα, είτε συνέβησαν εις παρωχημένους χρόνους, είτε εις νεωτέρους, είτε εις ενεστώτας. Και πρώτον κατά σειράν θα αφηγηθώμεν το θαύμα της ιάσεως του Παραλύτου, όπερ, αν δεν είναι το χρονικώς πρώτον, πάντως είναι εν των σπουδαιοτέρων μετά την εύρεσιν της σεπτής Εικόνος θαυμάτων, εις το οποίον οφείλεται η μεγίστη φήμη, την οποίαν απέκτησεν αυτή, και το οποίον υπήρξεν η αιτία της συγγραφής της παλαιάς Ακολουθίας.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
             Κατά τα τέλη του 16ου και αρχάς του 17ου αιώνος έζη εν Κυθήροις άνθρωπος, Θεόδωρος Κουμπανιός ονομαζόμενος, εκ του χωρίου Κουκουνάρι καταγόμενος, απόγονος κατά την παράδοσιν του εις ον θαυμαστώς απεκαλύφθη η σεπτή Εικών ευλαβούς ποιμένος, ανήρ αγαθός, χρηστός και θεοσεβής, τρέφων ιδιαιτέραν ευλάβειαν προς την εν Μυρτιδίοις υπερφυώς ευρεθείσαν Εικόνα της Θεομήτορος.
             Ούτος κατ’ έτος και δη κατά την 24ην Σεπτεμβρίου, επέτεον της ευρέσεως της τιμίας Εικόνος, παρελάμβανε την σύζυγον, τα τέκνα και τους λοιπούς συγγενείς και φίλους αυτού, φέρων δε τα απαραίτητα δια την τέλεσιν της Θείας Μυσταγωγίας και αρτοκλασίας είδη, μετέβαινεν αφ’ εσπέρας εις τον πάνσεπτον εν Μυρτιδίοις Ναόν της Θεοτόκου. Εκεί ευλαβώς παρίστατο εις την δαπάναις αυτού  τελουμένην μετά παννυχίδος εορτήν, μετά το πέρας της οποίας, συνοδευόμενος υπό των προσφιλών αυτού συγγενών και φίλων, επέστρεφε πλήρης ψυχικής αγαλλιάσεως οίκοι.
            Ενώ λοιπόν τοιούτον ευτυχή και ανέφελον βίον διήγεν ο ευσεβής και αγαθός εκείνος άνθρωπος, συνέβη αίφνης εις αυτόν γεγονός, όπερ εβύθισεν αυτόν εις την υψίστην δυστυχίαν και απόγνωσιν. Περιέπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, ης το είδος δεν διέσωσε μέχρις ημών η παράδοσις, και της οποίας αποτέλεσμα υπήρξε να καταστή ούτος τελείως παράλυτος.
             Επί χρόνους μακρούς κατέκειτο κλινήρης και ανίκανος προς την ελαχίστην των μελών αυτού κίνησιν, ο ποτέ πλήρης σφρίγους και ζωής ατυχής Θεόδωρος Κουμπανιός, και διαρκώς επεκαλείτο εις βοήθειαν την Θεοτόκον, ίνα δια πρεσβειών αυτής επανακτήση την πολύτιμον υγείαν του.
             Αξιοσημείωτον είναι, ότι παρά το γεγονός, ότι ουδεμίαν έβλεπεν εν εαυτώ βελτίωσιν, εξηκολούθει καθ΄έκαστον έτος, μη δυνάμενος να μεταβαίνη αυτοπροσώπως, ν’ αποστέλλη τους προσφιλείς αυτού οικείους και συγγενείς εις τον εν Μυρτιδίοις της Θεοτόκου Ναόν, κομίζοντας αντ’ αυτού τα κατάλληλα δια την εορτήν και αρτοκλασίαν δώρα.
             Ιδού αληθώς αξιομίμητον παράδειγμα!
            Ο παράλυτος δεν εξανέστη ποσώς κατά της Θείας Προνοίας, δεν εδυσφόρησε, δεν απηλπίσθη, αλλά πλήρης χριστιανικής εγκαρτερήσεως, σιωπηλώς υπέμενε το μαρτύριόν του, δεν εψυχράνθη η προς τον Θεόν αγάπη και ο σεβασμός αυτού, δεν εγόγγυσε, ουδέ έπαυσε να τελή την ην ετέλει και πρότερον εν Μυρτιδίοις εορτήν, ως ίσως θα έπραττεν άλλος τις, εις την θλιβεράν και αξιοθρήνητον θέσιν αυτού ευρισκόμενος, αλλά την ελπίδα αυτού πάσαν επί την των ιαμάτων πηγήν αναθέμενος, διηνεκώς μετά χριστιανικής υπομονής, καρτερίας και πίστεως προσηύχετο.
             Ουχ’ ήττον τα έτη παρήρχοντο, η κατάστασίς του ουδέν σημείον βελτιώσεως παρουσίαζε, και ο δυστυχής παράλυτος ησθάνετο πλέον το τέλος του επικείμενον.
            Εν τοιαύτη ευρισκόμενος καταστάσει, δι’ εν μόνον πράγμα εθλίβετο, ότι θα απέθνησκε, χωρίς να ίδη και  προσκυνήση δι’ υστάτην φοράν την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, προς την οποίαν ανέκαθεν υπερβάλλουσαν έτρεφε ευλάβειαν.
              Άλλ’ η ένθερμος αυτού πίστις και η έμφυτος ροπή του ανθρώπου να ελπίζη και τότε ακόμη, ότε ουδαμόθεν ακτίς ελπίδος διαφαίνεται, υπηγόρευσαν εις αυτόν το παράτολμον σχέδιον να μεταβή εις τον Ναόν της Μυρτιδιωτίσσης, υπό των συγγενών του επί κραββάτου βασταζόμενος, και τοιουτοτρόπως εκπληρώση την διακαή αυτού επιθυμίαν.
             Ήγγιζε πράγματι τότε η 24η Σεπτεμβρίου και ο παράλυτος, συγκαλέσας πέριξ της κλίνης αυτού την προσφιλή οικογένειαν και τους λοιπούς συγγενείς και φίλους του, ανεκοίνωσε προς αυτούς το σχέδιόν του, εκφράσας συνάμα και την ελπίδα, ότι ίσως η Θεοτόκος, βλέπουσα την πίστιν του, ελεήση αυτόν.
              Οι οικείοι και συγγενείς του μετά τινάς αντιρρήσεις ενέδωσαν τελικώς λόγω της μεγάλης προς αυτόν στοργής και αγάπης των, και ούτω κατά την παραμονήν της 24ης Σεπτεμβρίου, όλοι ομού, όπως και κατά τα παλαιά καλά έτη, εξεκίνησαν δια τον ιερόν των Μυρτιδίων Ναόν, κομίζοντες τα προς τέλεσιν της εορτής χρήσιμα, και τον παράλυτον – φεύ – ως νεκρόν επί ξύλινου κραββάτου υπό τεσσάρων βασταζόμενον.
              Φθάσαντες εκεί απέθεσαν τον παράλυτον προ της σεπτής της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, χαίροντα μεν, διότι μετά τόσα έτη ηξιώθη και πάλιν να ίδη και προσκυνήση Αυτήν,  λυπούμενον δε και στενάζοντα δια την ελεεινήν αυτού κατάστασιν, και μετά δακρύων αιτούντα της Θεοτόκου το έλεος.
             Μετ’ ολίγον, του καιρού επιστάντος, συνήχθησαν άπαντες εν τω Ναώ και ήρξαντο ψάλλοντες την της εορτής της Κοιμήσεως (ως είχεν επικρατήσει) Ακολουθίαν.
            Η Παννυχίς εξηκολούει κανονικώς.
            Εψάλη η Ακολουθία του Εσπερινού και της Λιτής, ήτο δε βαθεία έτι νυξ όταν, του Κανόνος του Όρθρου ψαλλομένου, ει των εκκλησιαζομένων εξήλθε του Ναού δια να αναπαυθή και αναπνεύση ολίγον, επιστρέψας δε μετά σπουδής ανεκοίνωσεν εις τους λοιπούς, ότι ευκρινέστατα ήκουσε προς την διεύθυνσιν της θαλάσσης θόρυθον και ταραχήν, προερχομένην ασφαλώς εκ της αποβάσεως πολλών πειρατών, οίτινες ήρχοντο δια να συλήσουν τον Ναόν και να αιχμαλωτίσουν τους εν αυτώ συνηγμένους Χριστιανούς.
             Ήσαν τόσον συχναί κατά την εποχήν εκείνην αι πειρατικαί κατά των Κυθήρων προσβολαί και τόσος ο εξ αυτών φόβος των ατυχών Κυθυρίων, ώστε η απαισία είδησις, μετ’ αστραπιαίας ταχύτητος διαδοθείσα, έσχεν ως αποτέλεσμα την άμεσον διακοπήν της Ακολουθίας, την ολοσχερή εκκένωσιν του Ναού, και την εν συγχύσει φυγήν πάντων των εκκλησιαζομένων προς αναζήτησιν ασφαλών κρησφυγέτων.
             Κατά τον επικρατήσαντα πανικόν ουδείς εσκέφθη τον ατυχή παράλυτον, ο οποίος μόνος, εγκαταλελειμμένος και περίλυπος κατέκειτο εις το έλεος των ασπλάγχνων πειρατών, των οποίων την επιδρομήν δεν εγνώριζε μεν μετά βεβαιότητος, υπώπτευεν όμως.
             Η αγωνία του, λόγω του σοβούοντος κινδύνου, είχε φθάση εις το κατακόρυφον. Εν τοιαύτη ευρισκόμενος καταστάσει ητένισε την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα και μετά πολλαπλασίας ή πρότερον θέρμης και δακρύων, ητήσατο την της Παρθένου ευσπλαγχνίαν και αντίληψιν.
             Και τότε συνέβη το θαύμα: Εν μέσω των ικεσιών και θρήνων του ήκουσε φωνήν εκ της ιεράς Εικόνος προερχομένην και λέγουσαν προς αυτόν: «Εγέρθητι και φεύγε»!
             Εν μια στιγμή ελησμόνησε την μακροχρόνιον παράλυσίν του, και, καταβάλλων μεγίστην προσπάθειαν, ήρχισε να κινή τα προ πολλού ακίνητα μέλη του, τέλος δε ολόκληρος ηγέρθη και εξήλθε του Ναού, σπεύδων εις συνάντησιν των οικείων και των συγγενών του.
             Τόσον απίστευτος εφαίνετο εις αυτόν η ίασίς του, ώστε ενόμιζεν ότι διετέλει υπό το κράτος ευαρέστου, πλην απατηλού ονείρου.
             Άμα, ως εβεβαιώθη ότι η θεραπεία του ήτο πραγματική, κατελήφθη υπό παραληρήματος χαράς και ενθουσιασμού και ήρχισε να κραυγάζη τα ονόματα της συζύγου και των τέκνων του δια να αναγγείλη εις αυτούς το υπερφυές και χαρμόσυνον γεγονός.
             Μετά τινάς δισταγμούς εξήλθον άπαντες εκ των κρησφυγέτων εις τα οποία είχον καταφύγει, περιεκύκλωσαν τον πρώην παράλυτον και εκ του στόματος αυτού ήκουσαν την διήγησιν του υπερφυούς θαύματος.Κατελήφθησαν άπαντες υπό μεγάλης εκπλήξεως και ιεράς συγκινήσεως και εδοξολόγησαν τον Θεόν, συνεχώς κράζοντες «Κύριε ελέησον».
             Μετ’ ολίγον συνήχθησαν εν τω Ναώ και μετά δακρύων ευγνωμοσύνης ηυχαρίστησαν την Παρθένον, προεξάρχοντος του θαυμαστώς τυχόντος της ιάσεως πρώην παραλύτου. Και τότε μόνον ηννόησαν ότι προς το μέρος της θαλάσσης ακουσθείς θόρυβος δεν προήρχετο από πειρατάς, αλλά συνέβη κατά θείαν οικονομίαν, όπως απομείνη μόνος εν τω Ναώ ο παράλυτος, αγωνιών και άπελπις, και υπερφυώς ηξιώθη της μετά πίστεως αιτουμένης θεραπείας.
             Το εξαίσιον τούτο θαύμα, όπερ χρονολογικώς πρέπει να τοποθετήσωμεν μεταξύ των πρώτων 25 ετών του 17ου αιώνος (1600 – 1625) κατέστη πολυθρύλητον τόσον εν Κυθήροις, όσον και εκτός των Κυθήρων, απεικονίσθη δε μετά του θαύματος της ευρέσεως της σεπτής Εικόνος και του θαύματος της εκ του πεσόντος κεραυνού σωτηρίας του Φρουρίου Κυθήρων εις το κάτω μέρος του χρυσού της ιεράς Εικόνος περιβλήματος.
             Ο ιαθείς παράλυτος εις ανάμνησιν του εις αυτόν γενομένου θαύματος και εις έκφρασιν αϊδίου προς την Κεχαριτωμένην ευγνωμοσύνης εξηκολούθησε μέχρι πέρατος της ζωής του εορτάζων πανηγυρικώτερον ή πρότερον την εορτήν της 24ης Σεπτεμβρίου, αμήσας και εις τα τέκνα του παραγγελίαν δια την μετά θάνατόν του εξηκολούθησιν αυτής.
             Επειδή όμως, συν τω χρόνω η Θεοτόκος δια της πανσέπτου αυτής Εικόνος και έτερα υπερφυή ετέλεσε θαύματα, η δε 24η Σεπτεμβρίου είναι κατά την παράδοσιν  η ημέρα, κατά την οποίαν θαυμαστώς απεκαλύφθη εις τον ποιμένα εν Μυρτιδίοις η πάνσεπτος της Παρθένου Εικών, εν τη παρούση Ακολουθία εγενικεύσαμεν το περιεχόμενον της εορτής και εορτάζομεν πλέον ταύτην εις ανάμνησιν της ευρέσεως της χαριτοβρύτου Εικόνος και πάντων των υπερφυών θαυμάτων, τα οποία κατά καιρούς υπό της Θεοτόκου δι’ αυτής ετελέσθησαν, και όχι μόνον εις ανάμνησιν του εις τον παράλυγον γενομένου θαύματος.

ΤΟ ΥΠΕΡΦΥΕΣΤΑΤΟΝ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΚ ΒΑΡΥΤΑΤΗΣ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗΣ ΑΠΟΠΛΗΞΙΑΣ ΠΡΟΣΒΛΗΘΕΝΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΛΟΥΤΣΗ
             Και ήδη, επικαλούμενοι την ευλαβή προσοχήν των αγαπητών αναγνωστών, εισερχόμεθα εις την αφήγησιν του μεγαλυτέρου και υπερφυεστέρου εξ όλων των θαυμάτων, τα οποία η Θεοτόκος δια της εν Μυρτιδίοις θαυμαστώς αποκαλυφθείσης ιεράς αυτής Εικόνος ετέλεσεν.
             Εάν δια τα περισσότερα των θαυμάτων οι ορθολογισταί ευρίσκουσι φυσικήν τινά εξήγησιν, αρνούμενοι παν το υπερφυσικόν, ενώπιον του παρόντος θαύματος μένουσιν ιχθύος αφωνότεροι. Το θαύμα τούτο ίσταται ως βράχος ακλόνητος, εις τον οποίον θραύονται τα ανίσχυρα κύματα της ασεβούς αυτών φλυαρίας. Το θαύμα τούτο αποτελεί σπουδαιότατον επιχείρημα κατά των μη παραδεχομένων θαύματα, τοσούτω μάλλον, καθ’ όσον ουδεμία φυσική τούτου εξήγησις δύναται να προσαχθή. Οι περί την Ιατρικήν Επιστήμην ασχολούμενοι μένουσιν έκθαμβοι και κηρύττουσι τούτο ως αποτέλεσμα καθαρώς της Θείας Δυνάμεως και ως γεγονός όπερ συνέβη εναντίον πάσης προβλέψεως της ανθρωπίνης Ιατρικής Επιστήμης.
              Άλλ’ ας αφηγηθώμεν τα γεγονότα, ως αναφέρει ταύτα η παράδοσις γραπτώς τε και προφορικώς μαρτυρουμένη, και ας αφήσωμεν τους αγαπητούς αναγνώστας να κρίνωσιν αφ’ εαυτών περί της υπάρξεως έστω και της ελαχίστης υπερβολής εις την ανωτέρω προεισαγωγήν.
            Την 1ην του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 1732, ημέραν Κυριακήν, Πρώτην των Νηστειών ή της Ορθοδοξίας, κατά την οποίαν συμφώνως προς αρχαιότατον έθιμον η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών ευλαβώς λιτανευομένη μετήγετο εκ Μυρτιδίων μέσω του χωρίου Πούρκου, και επ’ ολίγον εν τω αρχαίω Βυζαντινώ ιερώ Ναώ του Αγίου Δημητρίου σταθμεύουσα, εις την Πρωτεύουσαν της νήσου, ο τότε την υψηλήν του Καγκελλαρίου θέσιν κατέχων και συγγενής του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου Ιωάννης Καλούτσης, ενώ εν τω γραφείω της εν τω Φρουρίω Καγκελλαρίας ησχολείτο εις την ανάγνωσιν εγγράφων αφορώντων εις βιοτικάς αυτού υποθέσεις, κατά την 5ην ακριβώς απογευματινήν ώραν, προσεβλήθη υπό εγκεφαλικής αποπληξίας βαρυτάτης μορφής.
             Περιήλθεν αίφνης εις κωματώδη κατάστασιν μετά τριγμών των οδόντων και κλονικών σπασμών καθ’ όλον το σώμα, επηκολούθησε δε τα συμπτώματα ταύτα πλήρης δεξιά ημιπληγία, ήτοι παράλυσις του ημίσεος μέρους του σώματος και τελεία αναισθησία, φαινόμενα σημαίνοντα βαρυτάτην και σχεδόν πάντοτε θανατηφόρον κατά τα διδάγματα της Επιστήμης προσβολήν εγκεφαλικής αποπληξίας.
             Εν τοιαύτη οικτρά καταστάσει ευρόντες αυτόν οι υπηρέται της Καγκελλαρίας ετοποθέτησαν αυτόν εις κλίνην υπάρχουσαν εις το παραπλεύρως δωμάτιον, ειδοποίησαν δε εν σπουδή την σύζυγον και τους λοιπούς συγγενείς του ασθενούς, οι οποίοι κατέφθασαν μετ’ ολίγον κλαίοντες και οδυρόμενοι δια την απροσδόκητον συμφοράν.
             Αμέσως εκλήθησαν ιατροί, οι οποίοι και παρέσχον πάσαν υπό της Επιστήμης ενδεικνυομένην βοήθειαν και πάμπολλα μέσα και φάρμακα μετεχειρίσθησαν, άλλ’ εις μάτην. Η κατάστασις του ασθενούς διαρκώς επεδεινούτο, ουδαμόθεν δ’ ελπίς σωτηρίας αυτού διεφαίνετο.
            Ημιθανής μετεφέρθη υπό τεσσάρων ως νεκρός επί προχείρου φορείου εις τον οίκον αυτού, από στιγμής δ’ εις στιγμήν ανεμένετο το θλιβερόν άγγελμα του μοιραίου τέλους του.
             Η απαισία είδησις  μετ’ αστραπιαίας ταχύτητος διαδοθείσα τόσον εν τη πόλει Κυθήρων, όσον και εν τοις χωρίοις, κατελύπησεν άπαντας τους κατοίκους της νήσου, οι οποίαι πολλαπλάς ενδείξεις συμπαθείας ήρξαντο παρέχοντες προς την αδοκήτως και σκληρώς πληγείσαν οικογένειαν, τοσούτω μάλλον καθ’ όσον ο Ιωάννης Καλούτσης παρά πάντων ηγαπάτο και ιδιαιτέρως εξετιμάτο δια τα ευγενή του αισθήματα, την άπειρον πραότητα και καλωσύνην του, τας πολλάς αληθώς χριστιανικάς αρετάς του, την γλυκύτητα και προσήνειαν μετά των οποίων προς πάντας συμπεριφέρετο και τας απείρους ευεργεσίας, τας οποίας αφειδώς προς πάντας παρείχε.
             Παρήλθεν ολόκληρος η ημέρα της 2 Φεβρουαρίου και η κατάστασις του ασθενούς ολονέν επεδεινούτο. Σπασμοί συνετάραττον το ημιπαράλυτον σώμα του, η αναισθησία του, διαρκώς επιτεινομένη, εξηκολούθησεν, ενεφανίσθη δε και υψηλός πυρετός. Οι θεράποντες ιατροί εχαρακτήρισαν την κατάστασίν του ως απολύτως απελπιστικήν, οι δε οικείοι και λοιποί συγγενείς του, εν μέσω θρήνων και κοπετών, ητοίμασαν πάντα τα δια την κηδείαν και ταφήν αυτού απαραίτητα.
              Άλλ’, ενώ παρά τοις ιατροίς επεκράτει τελεία δια την σωτηρίαν του κινδυνεύοντος ασθενούς απελπισία, ο ευσεβής των Κυθηρίων λαός προς την ακαταίσχυντον αυτού ελπίδα κατέφυγεν, έχων δε συνευδοκούντα και τον τότε Επίσκοπον Κυθήρων αοίδιμον Νεόφυτον Λεβούνην, απεφάσισε την τέλεσιν πανδήμου δεήσεως ενώπιον της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος.
             Πράγματι, την επομένην ημέραν, ήτοι την Τρίτην 3 Φεβρουαρίου, συνήχθη πας ο λαός της πόλεως Κυθήρων μετά των εκ των χωρίων ελθόντων και παντός του ιερού Κλήρου, έχοντος επί κεφαλής τον Ιεράρχην Νεόφυτον, εν τω Ναώ ένθα εφυλάσσετο η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών. Η σύζυγος, τα τέκνα, ως και οι λοιποί του ασθενούντος συγγενείς, οι οποίοι εξ αρχής ουδ’ επί στιγμήν έπαυσαν επικαλούμενοι την Θεοτόκον εις βοήθειαν, αφήκαν επ’ ολίγον τον ασθενή και προσήλθον εις τον Ναόν.
             Η δέησις υπήρξε κατανυκτικωτάτη και εις άκρον συγκινητική. Γονυπετής και εν βαθυτάτη συγκινήσει ο Ιεράρχης μετά του ιερού Κλήρου ανέπεμψε τας καταλλήλους ευχάς, ο δε λαός, γονυκλινής επίσης και κλαίων προσηυχήθη προς την Θεοτόκον υπέρ ιάσεως και σωτηρίας του κινδυνεύοντος.
            Και τότε συνέβη το θαύμα! Μετά το πέρας της δεήσεως η σύζυγος και οι λοιποί συγγενείς επέστρεψαν οίκοι, και εύρον τον πρώην απόπληκτον, τον πνέοντα τα λοίσθια, τον υπό της Ιατρικής Επιστήμης απηλπισμένον, τελείως υγιά και συνδιαλεγόμενον μετά των υπηρετών αυτού, ουδέν ίχνος της αποπληξίας εν εαυτώ φέροντα.
             Ποία ανθρωπίνη γλώσσα δύναται να εκφράση το μέγεθος της χαράς, του ενθουσιασμού, της αγαλλιάσεως, της συγκινήσεως υπό των οποίων πάντες κατελήφθησαν; Η σύζυγος, τα τέκνα και οι λοιποί συγγενείς, αλλόφρονες σχεδόν εκ της υπερβολικής χαράς, κατησπάζον-το αλλήλους και τον πρώην απόπληκτον, τον οποίον μετά βεβαιότητος ανέμενον εντός ολίγου ν’ ασπασθώσι νεκρόν. Ο λαός των Κυθήρων εν εξάλλω ενθουσιασμώ, αλλά και βαθυτάτη εκπλήξει και ιερά συγκινήσει συνεχώς έκραζε «Κύριε ελέησον». Ο εκ του χείλους του τάφου δια του υπερφυούς της Θεοτόκου θαύματος εις την ζωήν επανελθών Ιωάννης Καλούτσης μετέβη αυθημερόν μεθ’ ολοκλήρου της οικογενείας και των συγγενών του εις τον Ναόν, ένθα ευρίσκετο η χαριτόβρυτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, και γονυπετήσας μετά δακρύων ηυχαρίστησε την Θεοτόκον, η δε σύζυγός του εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης αφιέρωσεν εις την σεπτήν Εικόνα δύο εκ καθαρού χρυσού βραχιόλια, μεγάλης αξίας. Ο υιός του υπερφυώς ιαθέντος Γεώργιος Ιωάννου Καλούτσης πρώτος εξέδοτο τύποις εν Βενετία κατά το έτος 1744 ιδίαις δαπάναις την υπό του αοιδίμου Σωφρονίου Επισκόπου Κυθήρων του Παγκάλου συντεθείσαν Ασματικήν της Μυρτιδιωτίσσης Ακολουθίαν, η οποία επί εκατόν και επέκεινα έτη από χειρογράφου εψάλλετο. Την πρώτην ταύτην έκδοσιν αφιέρωσεν εις τον τότε Επίσκοπον Κυθήρων αοίδιμον Νεόφυτον Λεβούνην, δια προσφωνήσεως θέσιν επεχούσης προλόγου, την οποίαν ολόκληρον παραθέτομεν.
             «Θεοφιλέστατε Δέσποτα και Σεβασμιώτατε Επίσκοπε Κυθήρων.
              Άγιε κυρ Νεόφυτε,
              »Άλλην ευχαριστίαν δεν εδυνήθηκα να προσφέρω εις το υπερφυές και παράδοξον θαύμα και εις την εξαίρετον ευεργεσίαν οπού εδοκίμασα από την θαυματουργούσαν Εικόνα της Θεομήτορος, της επονομαζόμενης των Μυρτιδίων, δια την σχεδόν ειπείν νεκρανάστασιν του παμφιλτάτου μου  πατρός, ει μη μόνον ταύτην και μόνην. Να δώσω δηλαδή εις τύπον την ευλαβικήν Ακολουθίαν της, και με τούτο μόνον να φανερώσω εις τον κόσμον την χρεωστικήν μου ευλάβειαν προς την Αειπάρθενον, και το εξαίρετον χρέος όπου έχω προς την σεβασμίαν θεοφιλίαν σας. Επειδή και μίαν τοιαύτην χάριν, και υπερφυσικήν ευεργεσίαν, μετά την Πανάγαθον και Μητρόθεον Δέσποινα, ημπορώ να ειπώ και να κηρύξω χωρίς αμφιβολίαν, πως την γνωρίζω βέβαια από τας ευπροσδέκτους δεήσεις και Θεοπειθείς ευχάς της Υμετέρας Σεβασμιότητος. Και δια τούτο έκρινα εύλογον, και δίκαιον, εις παραμικράν ανταμοιβήν του απαραιτήτου μου χρέους, και της θερμής μου ευλαβείας, όπου προς-φέρνω εις το υπεράξιόν σας υποκείμενον, να αφιερώσω εις το σεβάσμιόν Σας όνομα την παρούσαν Ακολουθίαν, τώρα πρώτον βαλμένην από λόγου μου εις τύπον. Όχι μόνον διότι τα ιερά πράγματα πρέπει να αποδίδωνται εις πρόσωπα θεοφιλή και ιερωμένα, αλλά πολλώ μάλλον δια να μη φανώ ολοτελώς αγνώμων και αχάριστος εις τας αμέτρους ευεργεσίας οπού απόλαυσα από την ευεργετικήν Σας και πλουσιόδωρον διάθεσιν και ευμένειαν. Δεν είναι όμως χρεία να παραστήσω εδώ εις την παραμικράν μου ταύτην αφιέρωσιν, (καθώς είναι συνήθεια) και την ευγένειαν των προγόνων Σας, και την χρηστότητα των ηθών Σας, και τον θείον ζήλον οπού δείχνετε εις την προνοητικήν διοίκησιν του ποιμνίου Σας, διότι αυτά και πολλά άλλα Σας προτερήματα είναι τοις πάσι φανερά, και τα κηρύττει εναργώς με ταις εκατόν της γλώσσες η φήμη. Δέξαι λοιπόν Θεοφιλέστατέ μου Δέσποτα και Επίσκοπε την ποταπήν μου ταύτην ευχαριστήριον προσφώνησιν, και με νοητώς προσπίπτοντά Σοι, ως δαψιλέστατα ευλόγησον.
            »Της Υμετέρας Θεοφιλίας δούλος ταπεινός και υπόχρεως
             »ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ»
             Εν πάσαις ταις παλαιαίς εκδόσεις ως χρονολογία του θαύματος φέρεται το έτος 1722 (αψκβ’). Τούτο δεν είναι ορθόν, προήλθε δε κατά τα φαινόμενα εξ αντιγραφικού λάθους.
             Κατά το έτος 1722 τον Αρχιερατικόν των Κυθήρων Θρόνον κατείχεν ο Κυθήριος Νεκτάριος Βενιέρης. Ούτος εχειροτονήθη Επίσκοπος Κυθήρων κατά το έτος 1714, αποθανών δε ετάφη εν τη (τότε) ιερά Γυναικεία Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου εις Κακοπέτρι.
             Το θαύμα συνέβη κατέχοντος τον Επισκοπικόν των Κυθήρων Θρόνον του εξ ευγενών Κυθηρίου Νεοφύτου Λεβούνη, ο οποίος εχειροτονήθη Επίσκοπος Κυθήρων, διαδεχθείς τον Νεκτάριο Βενιέρην, κατά το έτος 1731, ως τούτο εξάγεται εκ της ως ανωτέρω προς αυτόν προσφωνήσεως του Γεωργίου Καλούτση και ιδιαιτέρως εκ της εν αυτή περιεχομένης φράσεως: «Επειδή και μίαν τοιαύτην χάριν, και υπερφυσικήν ευεργεσίαν μετά την Πανάγαθον και Μητρόθεον Δέσποιναν, ημπορώ να ειπώ και να κηρύξω χωρίς αμφιβολίαν, πως γνωρίζω βέβαια από τας ευπροσδέκτους δεήσεις, και Θεοπειθείς ευχάς της Υμετέρας Σεβασμιότητος».
             Άλλ’ ο Γεώργιος Καλούτσης δεν θα ανέγραφε την ανωτέρω φράσιν, αν κατά την δέησιν την προηγηθείσαν του θαύματος δεν διετέλει Επίσκοπος Κυθήρων ο Νεόφυτος Λεβούνης, και αν δεν ελάμβανεν ενεργόν μέρος εις αυτήν.
             Ο Νεόφυτος Λεβούνης διετέλεσεν Επίσκοπος Κυθήρων από του έτους 1731, τούτον δε αποθανόντα, διεδέχθη κατά το έτος 1758 ο Κυθήριος Νικοφόρος ο Μόρμορης. Και διετέλει μεν ο Νεόφυτος Λεβούνης Επίσκοπος Κυθήρων κατά το έτος 1744 οπότε το πρώτον εξεδόθη υπό του Γεωργίου Καλούτση η παλαιά της Μυρτιδιωτίσσης Ακολουθία, διετέλει όμως και κατά τον χρόνον της τελέσεως του ανωτέρω θαύματος, ως αριδήλως εκ της σχετικής φράσεως της προσφωνήσεως εξάγεται. Εάν άλλου και δη του κατά το έτος 1722 Αρχιερέως Νεκταρίου Βενιέρη αι ευχαί συνετέλουν εις το θαύμα, τούτο θ΄ ανεφέρετό πως εν τη προσφωνήσει.
             Εν συνεπεία όθεν προς τους ανωτέρω συλλογισμούς δέον να δεχθώμεν, ότι το εις τον Ιωάννην Καλούτσην υπερφυές της Μυρτιδιωτίσσης θαύμα εγένετο ουχί κατά το έτος 1722, αλλά κατά το έτος 1732, η δε εσφαλμένη χρονολογία, η περιληφθείσα εν πάσαις ταις παλαιαίς εκδόσεις, προήλθεν αναμφισβητήτως εξ αντιγραφικού ή τυπογραφικού σφάλματος.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΟΞΥΤΑΤΗΣ ΝΕΥΡΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑΤΡΥΧΟΜΕΝΟΥ ΔΟΚΤΟΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΟΡΜΟΡΗ
             Έτερον σπουδαιότατον της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα έχομεν να αναφέρωμεν το  εις τον λόγιον Κυθήριον Δόκτορα Εμμανουήλ Μόρμορην κατά την 2αν του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 1810 γενόμενον.
             Ο Δόκτωρ Εμμανουήλ Μόρμορης εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης δια την εκ της φοβεράς νευρασθενείας υπερφυά αυτού ίασιν και κατά μίμησιν του παραδείγματος του Γεωργίου Καλούτση προέβη εις την ανατύπωσιν της εξαντληθείσης πρώτης εκδόσεως της παλαιάς της Μυρτιδιωτίσσης Ακολουθίας εν τοις Τυπογραφείοις των Πατριαρχέων Κωνσταντινουπόλεως κατά το έτος 1811. Κατά μίμησιν επίσης του παραδείγματος του Γεωργίου Καλούτση, αφιέρωσε και ούτος την δαπάναις αυτού γενομένην δευτέραν έκδοσιν εις τον τότε Επίσκοπον Κυθήρων, και ανεψιόν του προμνημονευθέντος Νεοφύτου, αοίδιμον Άνθιμον Λεβούνην, ο οποίος ανήλθεν εις τον Επισκοπικόν των Κυθήρων Θρόνον κατά το έτος 1782, διαδεχθείς τον αοίδιμον Νεόφυτον Καλούτσην, εποίμανε δε την των Κυθηρίων Εκκλησίαν μέχρι του έτους 1816, οπότε απέθανεν. Εθνηνήθη παρά πάντων των Κυθηρίων, διότι υπήρξεν ίσως ο αγιώτερος πάντων των τον Επισκοπικόν των Κυθήρων Θρόνον κοσμησάν – των Ιεραρχών, διακριθείς δια την φυσικήν του ευγένειαν, την άφθαστον πραότητα και καλωσύνην του, τας απείρους αληθώς Χριστιανικάς αρετάς του, εν αις πρωτεύουσαν θέσιν κατείχεν η ελεημοσύνη και η προς τους πάσχοντας και αδικουμένους συμπάθεια. Ετάφη εν τω κατά την πόλιν Κυθήρων ιερώ Ναώ της Αγίας Άννης. Τούτον διεδέχθη κατά το έτος 1824 ο αείμνηστος Προκόπιος ο Καλλονάς.
            Ο Εμμανουήλ Μόρμορης αφιέρωσε την υπ’ αυτού γενομένην έκδοσιν της Ιεράς της Μυρτιδιωτίσσης Ακολουθίας εις τον Επίσκοπον Άνθιμον Λεβούνην, δια προσφωνήσεως, θέσιν επεχούσης προλόγου, και διαλαμβανούσης την τε περιγραφήν της νευρασθενείας, υφ’ ής κατετρύχετο, ως και το εις αυτόν γενόμενον υπερφυές της Κεχαριτωμένης θαύμα, δια του οποίου ηλευθέρωται ταύτης.
            Αντί ετέρας αφηγήσεως του θαύματος παραθέτομεν ώδε αυτολεξεί την εν λόγω προσφώνησιν του υπερφυώς ιαθέντος, έχουσαν ούτω:
           »Θεοφιλέστατε και Θεοπρόβλητε Κύριε Άνθιμε, Επίσκοπε Κυθήρων.
            »Δέσποτά μοι Σεβασμιώτατε,
             »Η άπειρος σοφία του Ποιητού των όλων Θεού, όπου με την Παντοκρατορικήν Δεξιάν της Θείας Δυνάμεως παρήγαγε, κατά τας δημιουργικάς ιδέας της προαιωνίου βουλήσεως, εκ του μη όντος εις το είναι τα ορατά πάντα και αόρατα κτίσματα, ακολουθεί με τους ανεξιχνιάστους τρόπους της εφορώσης τα πάντα και οικονομούσης ακαταλήπτου Προνοίας να διασώζη και να συντηρή αδιακόπως την τάξιν, την αρμονίαν, την ενδελέχειαν, τους λόγους, τας αναφοράς, και ως ειπείν την καθόλου και κατά μέρος συστατικήν σχέσιν και ανταπόκρισιν του παντός, και την ενούσαν εις όλα τα αισθητά και αναίσθητα, λογικά και άλογα ροπήν και φυσικήν δύναμιν, και αυτή η ακατάπαυστος διατήρησις είναι ένα άλλο υψηλόν των απείρων ενεργειών του ποιητού έργον, καθώς εστάθη και εκείνος της Δημιουργίας.
             »Άλλ’ έξω από αυτά τα κοινά εις τον κόσμον της Θείας Πανσόφου Προνοίας δωρήματα, η άπειρος του Θεού αγαθότης, δι’ άκραν φιλανθρωπίαν, εχαρίσατο εις το των Ορθοδόξων Χριστιανών πολίτευμα, κατά πόλεις και τόπους θησαυρούς πολυτίμους, τουτέστιν Αγίων Μαρτύρων και Οσίων ιερά Λείψανα και θαυματοδωρήτους Εικόνας της Πανυπεράγνου Θεομήτορος, εις πάσαν περίστασιν, την προς τον Θεόν αυτών ιεράν μεσιτείαν.
             »Τοιουτοτρόπως ο Φιλάνθρωπος Κύριος Θεός ημών, έδωκε δώρον Ουρανόθεν και εις ταύτην την Νήσον, την Υμετέραν λέγω Επαρχίαν  Θεοφιλέστατε Δέσποτα, την θαυματουργόν Εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας, την επονομαζομένην Μυρτιδιώτισσαν, ήτις ου μόνον εις ημάς τους εγκατοίκους, όταν με συντριβήν καθαράς ψυχής, εν καιρώ ημετέρας ανάγκης εις την Αυτής πλουσιόδωρον χάριν προστρέχομεν, έδωκε δαψιλή τα ελέη των θαυμασίων της, και δεν παύει, από του να μας χαρίζη αεννάως και να μας λυτρώνη καθώς αείποτε, ως Μήτηρ ημών απετέλεσεν, από θανατικά, πείνας, επιδρομάς εχθρών βαρβάρων, και άλλας δεινάς περιστάσεις και συμφοράς, προσέτι δε να θεραπεύη τους πάσχοντας από πάσαν χαλεπήν και ανίατον ασθένειαν, αλλά τα θαυμάσιά της έφθασαν και εις πολλάς μακρυνάς πολιτείας και χώρας, όπου η φήμη των δωρεών και ετοίμης αντιλήψεως και ενεργείας των αυτής θείων χαρίτων ηκούσθη και επεκαλέσθη μόνον με θερμήν ευλάβειαν το υπεράγιον αυτής και υπερένδοξον όνομα:
             »Βεβαιούσι μοι εν τοις άλλοις τον λόγον μία Κωνσταντινούπολις Βασιλιεύουσα, αι πολυθρύλητοι Σμύρναι και πολλά άλλα μέρη της Ασίας. Αι Κυκλάδες Νήσοι, αι του Ιονίου Πελάγους, η Πελοπόννησος και άλλαι πόλεις και χώραι, όπου το πανσέβαστον όνομα και το ιερόν εκτύπωμα της Μυρτιδιωτίσσης άκρως τιμάται, και κατ’ έτος, ως και εις ταύτην την Νήσον γεραίρεται και πανηγυρικώς εορτάζεται. Και τούτο δια τα υπερφυή θαυματουργήματα, όπου εις όλους αυτούς τους τόπους, επικαλεσθείσα μόνον μετ’ ευλαβείας ενήργησε, πλέον παρά Προβατική Κολυμβήθρα εφάνη και είναι εις τα θαύματα των ιάσεων πλέον παρά Ιορδάνεια νάματα, και μία άλλη, τω όντι Ζωοδόχος Πηγή και βρύσις ακένωτος δωρεών και χαρίτων.
             »Αλλά τί λέγω; Τίνος χάριν δεν επιστρέφω τον λόγον εις τον εαυτόν μου τον ίδιον, οπού αρτίως εδοκίμασα τους αφθόνους ευεργεσίας, της ακαταισχύντου προστάτιδος ημών, Θεοτόκου Μαρίας, με το μέσον της θαυματοβρύτου αυτής ιεράς Εικόνος Μυρτιδιωτίσσης; Δεν είμαι εγώ εκείνος ο ελάχιστος δια τρία έτη, εξ αιτίας δεινών συμβεβηκότων, θλιβερών και απροσδοκήτων περιστάσεων και αλλεπαλλήλων συμφορών όπου εις εμέ επήλθον δια μόνας τας αμαρτίας μου διαβάς ανεπαισθήτως εις ένα πάθος και ψυχής και σώματος αθεράπευτον, κατέστην ως ασύνετος χωρίς να ημπορώ να ελπίσω πλέον καμμίαν βοήθειαν, μήτε από κανένα μέρος ελάφρωσιν, εις τας ανεικάστους θλίψεις οπού η χαλεπή απερίληπτος νόσος μου επροξένει, μήτε την πλέον ολίγην παρηγορίαν, μήτε καν να στοχασθώ ότι ήτο δυνατόν πλέον να ανασάνω, να αναλάβω την σωτηρίαν μου;
             »Εγώ είμαι οπού ακαταπαύστως, ημέραν και νύκτα εζούσα μόνον με αναστεναγμούς, με δάκρυα, με φόβον, με κάθε ανησυχίαν, με τελείαν απελπισίαν. Δεν έλειψα εις το αναμεταξύ να ταξιδεύσω, να περάσω και εις άλλους τόπους έξω από την πατρίδα μου, δια να διασκεδασθή κατά τι η σκοτόμαινα της τεταραγμένης ψυχής μου, και αν ήτο δυνατόν, να μετριάση η αγριότης του πάθους μου, άλλ’ εις μάτην, όλα αυτά είναι γνωστά εις την Υμετέραν Θεοφιλίαν και εις όλους μου τους συμπατριώτας, όπου κοινώς όλοι κινούμενοι από μόνην προς εμέ συμπάθειαν, με εσυμπονούσαν, συνωδύροντο και εθρήνουν δια την ελεεινήν μου κατάστασιν. Τέλος πάντων αι Θεοπειθείς ευχαίς της Υμετέρας Θεοφιλίας ηνωμέναι με τας θερμάς δεήσεις, με τα πικρά δάκρυα οπού καθ’ εκάστην εχύνοντο από τους ποταμηδόν δακρυρροήτους οφθαλμούς της παμφιλτάτης συζύγου μου, της μητρός μου, των αυταδέλφων μου και των λοιπών συγγενών μου, και ομού με τας παρακαλέσεις όλης της φιλτάτης πατρίδος μου, όπου μηδενός εξαιρουμένου, όλοι εδέοντο του Θεού, δια πρεσβειών της αυτού Παναχράντου Μητρός να μου χαρίση υγιεινήν ως και πρώτην κατάστασιν, εις τους οποίους όλους έως ότου ζω θέλω φυλάττει ευγνωμοσύνην, και θέλω είμαι ως η δύναμίς μου ευχάριστος. Αι δεήσεις λέγω της Υμετέρας Θεοφιλίας, συνωδευμέναι με τας θρηνώδεις ικεσίας και των συγγενών μου και των επιλοίπων της Πατρίδος μου προς την Πανυπέραγνον Θεοτόκον ενώπιον της θαυματουργού Μυρτιδιωτίσσης σεπτής, αγίας αυτής Εικόνος, αυταί εξιλέωσαν προς βοήθειάν μου τον Ύψιστον, δια πρεσβειών της Αειπαρθένου Μαρίας, της προστάτιδος του Χριστιανικού Ορθοδόξου γένους, και κατ’ εξοχήν της Νήσου μας δια της προϋμνηθείσης ιεράς Εικόνος, και εγώ από την δευτέραν του Σεπτεμβρίου μηνός αωι’ (1810) ησθάνθην τον εαυτόν μου εξαλαφρωμένον και εις υγείαν, καθώς τη εστάθη παραχρήμα γνωστόν, την οποίαν επί το κρείττον πνευματικήν και σωματικήν μου αθρόαν αποκατάστασιν γνωρίζω, ομολογώ και κηρύττω ουχί αποτέλεσμα ανθρωπίνης βοηθείας και θεραπείας, αλλά δώρον και χάριν της Πανυπεράγνου Δεσποίνης ημών, με το μέσον της θαυματοβρύτου αγίας προαινεθείσης Εικόνος της.
               »Πλην εγώ τώρα τί δύναμαι να πράξω προς ευχαριστίαν, και προς σημείον ευγνωμοσύνης δια το μέγεθος της ευεργεσίας, οπού από την Πανάχραντον Θεοτόκον αναξίως ο αμαρτωλός αξιώθηκα; Τί άλλο ειμή να παρακαλώ την χάριν της να με φωτίζη εις το καλόν και εις την εκπλήρωσιν των εντολών του Μονογενούς αυτής Υιού, Ιησού Χριστού, Ποιητού των όλων. Επειδή δε αι φυλλάδαι αι περιέχουσαι την Ακολουθίαν της πανηγύρεως της ειρημένης πανσέπτου αγίας Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης τελουμένης κατ’ έτος τη κδ’ Σεπτεμβρίου, τυπωθείσα μόνον το πρώτον κατά το αψμδ’ σχεδόν όλαι έλειψαν εις ταύτην την Νήσον, ωσάν οπού διεδόθησαν και εις πολλά μέρη, όπου εκτελείται παρομοίως η ιδία εορτή, δια τούτο και εγώ έκρινα πρέπον και χρέος μου να τυπώσω το δεύτερον, ιδίοις αναλώμασι την αυτήν Ακολουθίαν, δια να εκτανθή περισσότερον και εις άλλους τόπους, άμα δε να συνοδεύσω ταύτην την νέαν έκδοσιν με μίαν μου προσφωνητικήν αφιέρωσιν εις την Υμετέραν Θεοφιλίαν, καθώς έγινεν ότε και το πρώτον ετυπώθη, εις τον αυτής θείον μακαρίτην Κύριον Νεόφυτον Λεβούνην, τον τότε αξιωπρεπώς αρχιερατεύοντα. Εις τούτο, θεοφιλέστατε Πάτερ, με παρακινεί ο σεμνοπρεπής αυτής ιερός χαρακτήρ, η γενναία και φιλάνθρωπος αυτής προαιρετική διάθεσις και το μεταδοτικόν αυτής και συμπαθητικόν προς τους πένητας, το ιλαρόν αυτής, το πράον, το γαληνόν, τα οποία είναι κατ’ εξοχήν τα χαρακτηριστικά της μεγαλόφρονς ψυχής και ευδιαθέτου αυτής θελήσεως, δια των οποίων και δια πάσης άλλης Θεοφιλούς αρετής διϊθύνει και ποιμαίνει θεαρέστως η αυτής σοφωτάτη διάνοια, το αυτή θεόθεν εμπιστευθέν λογικόν ποίμνιον. Και περιπλέον με ενθαρρύνει η έμψυχος αυτής θερμοτάτη ζέσις οπού συνεχώς έδειξεν εις τας ιεράς αυτής δεήσεις και ικεσίας δια την επανάληψιν της υγείας μου. δέξαιτο τοιγαρούν ευμενώς η Υμετέρα Θεοφιλία ταύτην μου την προσφώνησιν, ως γέννημα ειλικρινούς της εμής προς αυτήν ευγνώμονος ευλαβείας, και μη παύσοι το διηνεκές του λοιπού μνείαν ποιουμένη υπέρ εμού εις τας ιεράς αυτής τελετάς και δεήσεις προς τον Πανάγαθον Κύριον.
             »Της Υμετέρας Θεοφρουρήτου Θεοφιλίας
              »υποκλινέστατος και ελάχιστος δούλος
              »ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ο ΜΟΡΜΟΡΗΣ».
             Εν τη υπ’ αυτού γενομένη δευτέρα εκδόσει της Ακολουθίας της Μυρτιδιωτίσσης ο Εμμανουήλ Μόρμορης, εκ μητρός συγγενής του συγγραφέως του  παρόντος βιβλίου, προσέθηκε και λιθογραφίαν της σεπτής Εικόνος, ουδόλως όμως ομοιάζουσαν προς την εν Μυρτιδίοις υπερφυώς ευρεθείσαν, φέρουσαν δε κύκλω μεν κλάδους μυρσίνης, κάτω δε την φράσιν: «Δέησις των δούλων της χάριτος αυτής Εμμανουήλ μετά της συζύγου αυτού Ελισάβετ και του τέκνου αυτών Πεγκεχρούλας». Η λιθογραφία αύτη δεν υπάρχει εις την υπό του Γεωργίου του Καλούτση πρώην της Ακολουθίας εν Βενετία έκδοσιν.

ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΑ
             Εκ των εις παρωχημένους χρόνους αναγομένων θαυμάτων, τα οποία η Θεοτόκος δια της εν Μυρτιδίοις θαυμαστώς αποκαλυφθείσης σεπτής αυτής Εικόνος ενήργησεν, άξια ιδιαιτέρως μνείας είναι τα κατά των Πειρατών.
             Οι Πειραταί πληροφορηθέντες τα κατά την εύρεσιν της τιμίας της Θεοτόκου Εικόνος και τον συνεπεία ταύτης πλουτισμόν του εν Μυρτιδίοις Ναού Αυτής δι’ αφιερωμάτων και χρηματικών δωρεών των πανταχόθεν εκεί συρρεόντων προσκυνητών, εξεστράτευσαν κάποτε επιβαίνοντες καλώς εξωπλισμένων πειρατικών πλοίων και κατηυθύνθησαν προς τον λιμενίσκον των Μυρτιδίων, «Λιμνάρια» ονομαζόμενον, ίνα απογυμνώσωσιν μεν τον Ναόν παντός τιμαλφούς, αιχμαλωτίσωσι δε όσους ήθελον συλλάβη ατυχείς Κυθηρίους.
             Εις την επιχείρησίν των όμως ταύτην δεν έσχον συνευδοκούσαν την Προστάτιν και Πολιούχον της Νήσου. Φθάσαντες εν καιρώ νυκτός εις Λιμνάρια, αντίκρυσαν πέριξ του Ναού πλήθος φωτεινών σημείων, τα οποία υπέθεσαν ότι προήρχοντο εξ ανημμένων φυτιλίων, δια των οποίων ελειτούργουν τότε τα πυροβόλα όπλα, και νομίσαντες ότι, γνωσθέντος του σχεδίου αυτών, πάντες οι κάτοκοι της Νήσου συν-ηθροίσθησαν εις Μυρτίδια ένοπλοι προς απόκρουσιν αυτών, ανέκρουσαν πρύμναν και απήλθον άπρακτοι.
            Οι εκ των Κυθήρων ιδόντες τα φωτεινά ταύτα σημεία και τους πειρατάς απερχομένους, γνωρίζοντες δε μετά βεβαιότητος, ότι ουδείς ένοπλος πέριξ του Ναού υπήρχεν, απέδωκαν το γεγονός εις θαύμα της Θεοτόκου, την Οποίαν συνελθόντες εν τω Ναώ αυτής εδοξολόγησαν, και εκ βάθους ψυχής δια την προστασίαν και σωτηρίαν του τε Ναού και εαυτών ηυχαρίστησαν.
             Άλλοτε πάλιν, και δη κατά την εποχήν κατά την οποίαν οι Τούρκοι επολέμουν την Μεγαλόνησον Κρήτην, η Τουρκική Αρμάδα διερχομένη, προσήγγισεν εις Κύθηρα, πολλοί δε Τούρκοι απεβιβάσθησαν με τον σκοπόν να διαρπάσωσι και λεηλατήσωσι την Νήσον, αιχμαλωτίσωσι δε και μεταπωλήσωσιν ως δούλους όσους εκ των ατυχών Κυθηρίων ήθελον συλλάβη.
             Προ της εκ των πλοίων αποβιβάσεως ο αρχηγός της Αρμάδας έδωκεν εις τα υπ’ αυτόν πληρώματα των πλοίων την διαταγήν, να επιστρέψωσιν αμέσως μόλις ως θα ήκουον δύο βολάς πυροβόλου, τας οποίας εκ της Ναυαρχίδος θα έρριπτεν ούτος.
             Οι Τούρκοι έφθασαν εις το ποτέ μικρόν «χωρίον της Κυράς», το οποίον συν τω χρόνω εξειλίχθη εις τον σήμερον ακμάζοντα Ποταμόν. Οι κάτοικοι του μικρού χωρίου εγκατέλειψαν έντρομοι τας πτωχικάς των οικίας και έσπευσαν να ειδοποιήσωσι περί του σοβούντος κινδύνου τους κατοίκους των πέριξ χωρίων μετά των οποίων και εκρύβησαν. Εις τα χωρία παρέμειναν μόνον οι εκ των κατοίκων δυνάμενοι να φέρωσιν όπλα, οι οποίοι και αντέταξαν κατά των επιδρομέων ασθενή τινά άμυναν.
             Αίφνης ηκούσθησαν εκ του μέρους εις το οποίον ευρίσκετο η Αρμάδα δύο βολαί πυροβόλου και οι Τούρκοι συμμορφούμενοι προς την διαταγήν του Αρχηγού των επέστρεψαν εσπευσμένως, ελαχίστας μόνον βλάβας και ζημίας, άνευ ανθρωπίνων θυμάτων, προξενήσαντες.
             Ο Αρχηγός βλέπων αυτούς εσπευσμένως επιστρέφοντας, και βέβαιος ών ότι δεν προήλθεν εκ της Ναυαρχίδος το σημείον της επιστροφής, εξεπλάγη μεγάλως και αποδώσας τούτο εις υπερφυσικήν δύναμιν και φοβηθείς διέταξε την άμεσον εκ Κυθήρων αναχώρησιν.
             Οι ευσεβείς Κυθήριοι απέδωκαν και πάλιν την σωτηρίαν των εις την προστασίαν της Πολιούχου αυτών, της Οποίας την βοήθειαν διαρκώς κατά τας ώρας του κινδύνου επεκαλούντο, και ενώπιον της Εικόνος της Οποίας, διαδοθείσης της φοβεράς ειδήσεως, εκτενείς και θερμαί δεήσεις μετά δακρύων ετελούντο εν Μυρτιδίοις.
             Έτερον κατά των πειρατών θαύμα είναι το κατά την εκ Κρήτης εις Κύθηρα μεταφοράν του αργυρού της σεπτής Εικόνος περιβλήματος τελεσθέν.
            Οι Κυθήριοι εξ ευγνωμοσύνης δια τας απείρους ευεργεσίας, τας οποίας θαυμαστώς η Θεοτόκος παρέσχεν εις αυτούς, απεφάσισαν όπως δια κοινών εράνων κοσμήσωσι την εν Μυρτιδίοις υπερφυώς αποκαλυφθείσαν Εικόνα Αυτής δι’ αργυρού περιβλήματος.
             Παρήγγειλαν τούτο εις χρυσοχόον εγκατεστημένον εν Κρήτη, ο οποίος άμα τη κατασκευή παρέδωκε τούτο εις πλοίον κατευθυνόμενον εις Κύθηρα.
             Ενώ το εν λόγω πλοίον ευρίσκετο ακόμη μακράν του λιμένος Καψαλίου και ακριβώς μεταξύ δύο ακατοικήτων νησίδων, ονομαζομένων «Κοφινίδια», συνήντησε πειρατικά πλοία, τα οποία ετέθησαν αμέσως εις καταδίωξιν αυτού.
             Οι εν τω Φρουρίω κατοικούντες Κυθήριοι, αν και δεν είχον παντάπασι γνώσιν περί της εν τω υπό των πειρατών διωκομένω πλοίω υπάρξεως του αργυρίου της σεπτής Εικόνος περιβλήματος, όμως θέλοντες να βοηθήσωσι το κινδυνεύον πλοίον και μη δυνάμενοι δι’ άλλου τρόπου, παρεκάλεσαν τον εν τω Φρουρίω διαμένοντα Διοικητήν της Νήσου, όπως διατάξη και ριφθή μία βολή δια μικρού πυροβόλου (Λουμπάρδας) ούτως ώστε να φοβηθώσιν μεν οι διώκοντες πειραταί, να ενθαρρυνθώσι δε οι εν τω κινδυνεύοντι πλοίω.
             Πράγματι η διαταγή εδόθη και η εν τω Φρουρίω Φρουρά επυροβόλησε με την απόλυτον βεβαιότητα ότι το βλήμα ούτε εις το ήμισυ της από του Φρουρίου μέχρι του στόχου αποστάσεως ηδύνατο να φθάση.
              Αλλά τότε συνέβη το θαύμα:
               Το βλήμα υπό αοράτου χειρός οδηγούμενον και υπό μυστηριώδους δυνάμεως προωθούμενον διέτρεξεν ολόκληρον την απόστασιν και έπεσεν εγγύτατα των διωκόντων πειρατικών πλοίων, τα οποία φοβηθέντα εγκατέλειψαν την καταδίωξιν και ετράπησαν εις φυγήν.
             Το τέως διωκόμενον πλοίον έφθασεν σώον και αβλαβές εις τον λιμένα Καψαλίου, οι δε Κυθήριοι, τότε μόνον πληροφορηθέντες ότι τούτο ήτο το κομίζον το αργυρούν της σεπτής Εικόνος περίβλημα, εννόησαν την αιτίαν του παραδόξου θαύματος και εδοξολόγησαν από καρδίας την Θεοτόκον, το δε αργυρούν περίβλημα προσήρμοσαν εις την ιεράν Ταύτης Εικόνα.
              Το αργυρούν, εις το οποίον αναφέρεται το ανωτέρω θαύμα περίβλημα, δυστυχώς δεν υφίσταται πλέον, αντικατασταθέν δια του χρυσού. Υπήρχεν ακόμη κατά το έτος 1825, ως αποδεικνύεται εξ επισήμου εγγράφου, περιλαμβάνοντος λεπτομερή καταγραφήν πάντων των κινητών περιουσιακών στοιχείων του ιερού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος, υπό ημερομηνίαν 8 Νοεμβρίου 1825.
             Κατά την εποχήν εκείνην δύο ιεραί Εικόνες μετ’ αργυρών περιβλημάτων υπήρχον, η θαυμαστώς ευρεθείσα και η εις αντικατάστασιν αυτής καθ’ όν χρόνον εξήρχετο εις λιτανείας, κατασκευασθείσα και διαρκώς εν Μυρτιδίοις παραμένουσα.
            Της μεν πρώτης το αργυρούν περίβλημα είναι εκείνο εις το οποίον αναφέρεται το ανωτέρω θαύμα, της δε δευτέρας το επίσης αργυρούν περίβλημα κατεσκευάσθη «δια σπουδής και δαπάνης Ακακίου ιερομονάχου και ηγουμένου Καλούτζη» δια χειρός Θεοφίλου Σπιθάκη, ως εν αυτώ αναγράφεται.
             Ο Ακάκιος ιεορμόναχος Καλούτσης, συγγενής του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου, διετέλεσεν ηγούμενος Μυρτιδίων μέχρι του έτους 1825,  οπότε απέθανε, κληρονομηθείς εκ διαθήκης υπό του ανεψιού αυτού Λεονάρδου Καλούτση.
              Μετά τον Ακάκιον, ως εκ του εν λόγω επισήμου εγγράφου «ινβενταρίου» εν αυτώ καλουμένου εμφαίνεται, ηγούμενος Μυρτιδίων εγένετο ο ιερομόναχος Ιωάννης Καλούτσης, συγγενής και ούτος του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου, έχων παρ’ αυτώ και τον ιερέα Γρηγόριον Φατσέαν.
             Το «ινβεντάριον» τούτο, ως και ανωτέρω ελέχθη, εγένετο «Εν Τζερίγω τας οκτώ 8 Νοεμβρίου 1825 είκοσι πέντε έτος νέον», περιλαμβάνει δε τα εξής:
             «Εις εκπλήρωσιν της σεβασμίας αποφάσεως της τοπικής ταύτης Διοικήσεως της 13 Οκτωβρίου υστέρου παρελθόντος, δια της οποίας οι κάτωθι γεγραμμένοι (Ι. Κασιμάτης, έφορος εις την Θρησκείαν και Αντώνιος Κασιμάτης, επιχώριος αξιωματικός εις την Θρησκείαν) εδιορίσθησαν να φερθώσιν εις το αυθεντικόν Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου των Μυρτιδίων, δια να κάμνωσιν ένα ινβεντάριον όλων των κινητών πραγμάτων οπού απαρθενεύουσι του αυτού Μοναστηρίου και οπού μέλλουν να παραδοθώσιν εις χείρας του αιδεσιμωτάτου ηγουμένου κυρίου Ιωάννου Καλούτση και ιερέως κυρίου Γρηγορίου Φατσέα, προσέτι δε του ετέρου σεβασμίου οφφικίου της προλεχθείσης Διοικήσεως 2ας του τρέχοντος Νοεμβρίου, με το οποίον προσδιορίζεται ότι να ξεχωρισθώσι και να εγχειρισθώσι προς τον κύριον Λεονάρδον Καλούτζην κληρονόμον ενδιάθηκον του νυν ποτέ ηγουμένου αιδεσιμωτάτου Ακακίου Καλούτζη, όλα εκείνα τα πράγματα οπού ήθελον γνωρισθή ότι απαρθενεύουσι του άνωθεν τεθνεώτος Ακακίου…».
             Περιλαμβάνει την απογραφήν πάντων των κινητών του ιερού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος πραγμάτων, τόσον των πολυτίμων, όσον και των μη πολυτίμων, και πάντων ακόμη των πραγμάτων καθημερινής χρήσεως, εν τέλει δε αναφέρει και σεβαστόν αριθμόν πραγμάτων οικιακής χρήσεως τα οποία ο κληρονόμος του Ακακίου (Αντωνίου κατά κόσμον) Λεονάρδος Καλούτσης αφιέρωσεν εις το ιερόν Καθίδρυμα εις μνημόσυνον αιώνιον του αποθανόντος ηγουμένου.
             Εκ του επισήμου τούτου εγγράφου συνάγεται ο κατά την εποχήν εκείνην πλούτος του Ιερού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος, τόσον εις πολύτιμα Εκκλησιαστικά είδη, ήτοι σκεύη, ιερά άμφια, Σταυρούς, κανδήλας, Εικόνας κ.λ.π., όσον και εις πράγματα καθημερινής οικιακής χρήσεως, προωρισμένα δια την υποδοχήν και φιλοξενίαν τηων προσερχομένων προσκυνητών.
             Το έγγραφον τούτο είχε την καλωσύνην να θέση εις την διάθεσιν του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου, ο εις την κατοχήν του οποίου ευρίσκεται τούτο και εκ των τέως Επιτρόπων του σεπτού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος αγαπητός δε αυτού φίλος, ο κύριος Ιωάννης Γεωργ. Ιερέως Κασιμάτης.
             Του αργυρού περιβλήματος, εις το οποίον αναφέρεται το ανωτέρω κατά των πειρατών θαύμα της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων, αγνοείται η τύχη. Ίσως, μετά την δια χρυσού περιβλήματος αντικατάστασίν του, εχρησιμοποιήθη δια την εξ αυτού κατασκευήν άλλων αργυρών ιερών σκευών. Κακώς όμως. Έπρεπε να διατηρηθή επ’ άπειρον εις αιωνίαν ανάμνησιν του σχετικού προς αυτό υπερφυούς της Θεοτόκου θαύματος.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΚ ΣΦΟΔΡΑΣ ΤΡΙΚΥΜΙΑΣ
ΜΕΓΑΛΩΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΣΑΝΤΟΣ ΠΛΟΙΟΥ
             Έτερον θαύμα της Θεοτόκου των Μυρτιδίων, εις παρωχημένους επίσης χρόνους αναγόμενον, είναι το ακόλουθον:
Την 4ην του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1619, πλοίον έχον φορτίον οίνου και ανήκον εις τον Κυθήριον Νικόλαον Κασιμάτην, ενώ διήρχετο την εγγύς του Ναού των Μυρτιδίων θάλασσαν, κατελήφθη υπό σφοδροτάτης τρικυμίας, ένεκα της οποίας εκινδύνευε από στιγμής εις στιγμήν να καταποντισθή.
             Ο πλοίαρχος και ιδιοκτήτης του πλοίου Νικόλαος Κασιμάτης, ως και πάντες οι άνδρες του πληρώματος, προ του φοβερού κινδύνου, μετά πίστεως και θερμών δακρύων επεκαλέσθησαν εις βοήθειαν την Θεοτόκον, της Οποίας τον εν Μυρτιδίοις πάνσεπτον Ναόν μακρόθεν αντίκρυζον, ως και τον σωτήρα και προστάτην των ναυτικών, θαυματουργόν ιεράρχην Νικόλαον.
            Αι θερμοί δεήσεις των εισακούσθησαν, η θάλασσα ως εις μυστηριώδες νεύμα υπείκουσα εγαλήνευσε και οι παρ’ ολίγον ναυαγοί ηδυνήθησαν να εισπλεύσωσιν εις το λιμενίσκον Μυρτιδίων «Λιμνάρια».
             Μετά την απροσδόκητον και ανέλπιστον σωτηρίαν των μετέβησαν άπαντες εις τον ιερόν των Μυρτιδίων Ναόν και, πεσόντες ενώπιον της χαριτοβρύτου Εικόνος, μετά δακρύων ευγνωμοσύνης ηυχαρίστησαν την Θεοτόκον, προσέφεραν άφθονα δώρα, ωκοδόμησαν δε εις θέσιν «Μαύρος Βράχος», εγγύτατα των Μυρτιδίων, Ναΐσκον επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου, εις καλήν μέχρι σήμερον κατάστασιν διατηρούμενον, μεταχειρισθέντες κατά την οικοδόμησιν αντί ύδατος οίνον εκ του φορτίου του πλοίου, εις αιωνίαν μνήμην της θαυμαστής σωτηρίας των.
             Άνωθεν της Ωραίας Πύλης του εν λόγω Ναΐσκου αναγινώσκεται μέρχρι σήμερον η εξής επιγραφή: «Δέησις του δούλου του Θεού καπετάνιου Νικολάου Κασιμάτη άμα συμβίας αυτού και των τέκνων αυτού. Αμήν. 1619 Οκτωβρίου 4».
ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΣΕΠΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ
 ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
            Λόγω των συχνών πειρατικών επιδρομών οι ευσεβείς Κυθήριοι προς μείζονα ασφάλειαν μετέφερον την σεπτήν της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα εκ του τόπου της ευρέσεως Αυτής εις τον εν τω Φρουρίω της Πρωτευούσης επ’ ονόματι της Μυρτιδιωτίσσης Ναόν, ένθα κατεσκεύασαν  δεξιά του Αγίου Βήματος κιγκλιδόφρακτον ασφαλές Εικονοστάσιον, εντός του οποίου ετοποθέτησαν αυτήν.
             Εν τω Ναώ του Φρουρίου Κυθήρων παρέμεινεν η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών από της εποχής της Ενετοκρατίας, οπότε εκεί μετεφέρθη, μέχρι του έτους 1841, εποχής κατά την οποίαν τα Κύθηρα, ως και η λοιπή Επτάνησος διετέλουν υπό την Αγγλικήν Προστασίαν.
             Δια την μεταφοράν και την μόνιμον παραμονήν της ιεράς Εικόνος εν Μυρτιδίοις εξεδόθη Διάταγμα της εν Κερκύρα εδρευούσης Γερουσίας της Ιονίου Πολιτείας, σώζεται δε και εις Βίβλον Πρωτοκόλλου του Αρχειοφυλακείου Κυθήρων περίληψις εγγράφου υπό ημερομηνίαν 7 Μαΐου 1841, δια του οποίου γνωστοιείται εις τον τότε ηγούμενον Μυρτιδίων αείμνηστον Αγαθάγγελον Καλλίγερον, ότι ενεκρίθη η αίτησίς του, την οποίαν θείω κινούμενος πνεύματι υπέβαλεν εις τον Ύπαρχον της Νήσου και δια της οποίας εζήτει την απόδοσιν της σεπτής Εικόνος.
             Το κείμενον της περιλήψεως ταύτης, τηρουμένης της (αν) ορθογραφίας, έχει ως εξής:
             «ALLI ABBATI DI MIRTIDIA 7 MAGGIO 1841.
            »Είμαι επιφορτισμένος παρά του Υπεροχοτάτου Υπάρχου, να σου κάμω γνωστόν, ότι η Τοπική Διοίκησις ευηρεστήθη να εισακούση την αίτησίν σου, διο εδιόρισεν ότι η Ηκών της Υπεραγίας Μυρτιδιωτίσσης να μεταφερθή εις το Μοναστήριον των Μυρτιδίων κατά την ζήτησίν σου, και περί τούτου ανήγγειλε τα δέοντα προς τον Πανιερότατον Αρχιεπίσκοπον την Νήσου, και προς τους Επιτρόπους της Μονής της αυτής Υπεραγίας Θεοτόκου, και μένω».
             Η περίληψις αύτη δεν φέρει υπογραφήν ιδιαιτέρως, έτερα όμως έγγραφα διασωθέντα και μετά του ανωτέρω εις το αυτόν βιβλίον πρωτοκολληθέντα, επί συναφών δε θεμάτων ασχολούμενα φέρουσι την υπογραφήν:
            «EM. A. CONTOLEON SEG. DELLA RIGA»
             Περί του χρόνου της μεταφοράς της ιεράς Εικόνος εκ του Φρουρίου Κυθήρων εις το σεπτόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα υπάρχει και άλλοθεν ιστορική μαρτυρία, περιεχομένη εις παλαιόν έγγραφον διαλαμβάνον κατά χρονολογικήν σειράν πάντας τους από του έτους 1570 μέχρι του έτους 1892 διατελέσαντας Αρχιεπισκόπους Κυθήρων μετά τινών Βιογραφικών περί ενός εκάστου σημειώσεων. Το εν λόγω έγγραφον ευρίσκεται εις την κατοχήν του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου ευγενώς παραχωρηθέν αυτώ παρά του αγαπητού αυτού εξαδέλφου κυρίου Σπυρίδωνος Λογοθέτη.
             Εκ του εγγράφου τούτου πληροφορούμεθα ότι η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, ως και ανωτέρω ελέχθη, παρέμεινεν εν τω Ναώ του Φρουρίου από της εποχής της Ενετοκρατίας μέχρι των χρόνων κατά τους οποίους αρχιεράτευεν εν Κυθήροις  ο αοίδιμος Προκόπιος ο Καλλονάς. Ούτος εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος Κυθήρων εν Κερκύρα κατά το έτος 1824, εποίμανε την των Κυθήρων Εκκλησίαν επί 31 συνεχή έτη, ετελεύτησε δε εις ηλικίαν 71 ετών την 1ην Νοεμβρίου 1855, ταφείς εντός του εν τω Φρουρίω Κυθήρων παρεκκλησίου της Υπεραγίας Θεοτόκου Ορφανής. Κατά τους χρόνους της αρχιερατείας του μετεφέρθη η ιερά Εικών εις Μυρτίδια, ένθα έκτοτε μονίμως παραμένει.
             Η παράδοσις αναφέρει ότι την εις Μυρτίδια μεταφοράν της σεβασμίας Εικόνος ηθέλησε και Αυτή Αύτη η Θεοτόκος, εμφανισθείσα επανειλλημένως καθ’ ύπνους ως μελανειμονούσα σεβασμία γυνή εις τον εφημέριον του εν τω Φρουρίω Ναού αυτής και διατάξασα την άμεσον μεταφοράν της ιεράς αυτής Εικόνος εις Μυρτίδια, απειλήσασα δε εν περιπτώσει μη συμμορφώσεως προς την διαταγήν αυτής, ότι θα απέσυρε την Χάριν αυτής από της Εικόνος και θα περιώριζεν αυτήν μόνον εις τον τόπον της ευρέσεως, έστω και άνευ της Εικόνος. Είναι αναμφίβολον ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπον θαυμαστώς αποκαλυφθείσα της Θεομήτορος θέλησις συνετέλεσε πολύ περισσότερον ή αι ενέργειαι, αι αιτήσεις και αναφοραί του μακαρίου ηγουμένου εις την μεταφοράν της Εικόνος και την απόδοσιν Αυτής εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα, κατενίκησε δε και την  εκ μέρους των κατοίκων της Πρωτευούσης και του Φρουρίου αντίδρασιν, φυσικήν άλλως τε αφού δια της αποδόσεως τοιούτου θειοτάτου και πολυτιμοτάτου θησαυρού θα εστερούντο ούτοι.
            Σχετικόν προς την τοιαύτην μεταφοράν είναι και το κάτωθι έγγραφον κατ’ επίσημον μετάφρασιν του προς μητρός πάππου του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου αειμνήστου Γεωργίου Λεβούνη Συμβολαιογράφου Κυθήρων και κατόχου της Ιταλικής γλώσσης υπάρχον νυν εν τοις Αρχείοις του Ειρηνοδικείου Κυθήρων:
             Μετάφρασις εκ της Ιταλικής γλώσσης της από 17 Οκτωβρίου 1842 πράξεως του επί της Θρησκείας Επαρχιακού Συμβουλίου των Κυθήρων, γενομένης συνεπεία σημερινής πράξεως του Ειρηνοδίκου Κυθήρων, υπ’ εμού ορκισθέντος προηγουμένως προς τούτο.
             Προς τον Αιδεσιμώτατον Κύριον Αγαθάγγελον Καλλίγερον
             Ηγούμενον Μυρτιδίων.
               Το Επαρχιακόν Συμβούλιον επί της Θρησκείας.
                Κύθηρα, τη 17 Οκτωβρίου 1842
             Το ευγενές Επαρχιακόν Συμβούλιον προς εκτέλεσιν της πράξεώς του από 4 Δεκεμβρίου 1841, επικυρωθείσης από την Εκλαμπροτάτην Γερουσίαν την 19 Ιανουαρίου 1842, διέταξε τα επόμενα δι’ επί τούτω πράξεώς του από 12 τρέχοντος.
              1)Ότι η ιερά Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδιωτίσσης μεθ’ όλων των κοσμημάτων τα οποία τη ανήκουν τεθήσεται διαρκώς εν τη Μονή των Μυρτιδίων ένθα τώρα ευρίσκεται.
              2)Ότι δέον να αρθή οριστικώς εκ του Ναού του Φρουρίου τούτου, ένθα ευρίσκεται, και να μεταφερθή εις την Μονήν εις την οποίαν ανήκε, κοσμήματα δε ταύτης θεωρούνται μόνον τα επ’ αυτής πολύτιμα προσηρτημένα είδη, όσα υπήρχον επ’ αυτής αρχικώς, οσάκις μετεφέρετο εκ του Φρουρίου εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν και αλλαχού.
             3)Κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, ήτοι την πρώτην Κυριακήν της Τεσσαρακοστής της Αγίας Αναστάσεως, η Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδιωτίσσης, θέλει φέρεσθαι εν λιτανεία από την Μονήν αυτής εις ταύτην την πόλιν ετησίως και θέλει διατηρείσθαι εις τον Ναόν της Αγίας Άννης, χάριν λατρείας τοις Χριστιανοίς, μέχρι της Παρασκευής μετά μεσημβρίαν της εβδομάδος των Βαΐων, καθ’ ημέραν μεθ’ όλης της επισημότητος και εν λιτανεία θέλει φέρεσθαι εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν ταύτης της Πόλεως.
             4)Κατά την πρώτην δε Δευτέραν του Πάσχα μετά μεσημβρίαν θέλει εκ νέου τελήται λιτανεία της ιεράς Εικόνος, μεταφερομένης εκ του Ναού της Μητροπόλεως εις την εξοχήν, ίνα απονείμη τας ευλογίας της, υπό τον όρον, ότι την ογδόην ημέραν να λάβη πέρας η λιτανεία, και να τοποθετηθή εκ νέου η αγία Εικών εις την Μονήν αυτής.
             5)Ο Καθηγούμενος της των Μυρτιδίων Μονής οφείλει ν’ αναπληροί εις την αναγκαίαν δαπάνην, όπως η Αγία Εικών μεγαλοπρεπώς φωταγωγήται εκ κηρού και ελαίου, καθ’ όν χρόνον θα ευρίσκεται εις την Πόλιν, δικαιούμενος αφ’ ετέρου, ν’ απολαμβάνη, ίνα διατηρώνται προς χρήσιν και ωφέλειαν της Εκκλησίας όλα τα αναθήματα (αφιερώματα), τα οποία προς την ιδίαν Εικόνα προσενεχθήσονται εις την περίστασιν ταύτην υπό των ευσεβών˙ εν τω προκειμένω δε ο ηγούμενος θέλει συνεννοηθή μετά των Επιτρόπων της ειρημένης Εκκλησίας της Αγίας Άννης και μετά των κτητόρων του Ναού της Μητροπόλεως τους επί του προκειμένου τούτου καταλληλοτέρους συνεννοήσεως όρους.
             6)Το Επαρχιακόν Συμβούλιον επί της Θρησκείας, το οποίον θα εκτελέση την παρούσαν πράξιν γνωστοποιούν αυτήν προς τον Ηγούμενον Μυρτιδίων και εις τους Επιτρόπους του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδιωτίσσης, κειμένου εις το Φρούριον των Κυθήρων, θέλει καταρτίση κατάλογον κατατεθησόμενον εν πρωτοτύπω εις το Αρχείον του, περιέχοντα πάντα τα πολύτιμα εις χρυσόν και άργυρον, τα ανήκοντα εις την Εικόνα, ως ανωτέρω εξετέθη, εις τον οποίον κατάλογον, υπογεγραμμένον παρά του ηγουμένου των Μυρτιδίων θα ομολογείται, ότι ούτος παρέλαβε παρά των Επιτρόπων του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, κειμένου εις το Φρούριον τούτο, ούτοι δε  ότι παρέδωκαν τα αντικείμενα τα σημειούμενα εις τον ειρημένον κατάλογον, επίσημον αντίγραφον του οποίου, ούτω πως υπογεγραμμένον και αντιπαραβεβλημένον σταλήσεται αμέσως από το ανωτέρω Επαρχιακόν Συμβούλιον προς την Εγχώριον Κυβέρνησιν προς γνώσιν της.
            Μετά την προς ημάς γνωστοποίησιν τοιαύτης πράξεως προς γνώσιν και συμμόρφωσίν σας εκ μέρους του Συμβουλίου, παρακαλείσθε να εμφανισθήτε εις το Αρχείον του την προσεχή Δευτέραν 24 τρέχοντος δια την οφειλομένην εκτέλεσιν της ιδίας πράξεως καθ’ όσον υμάς αφορά και υποσημειούμαι μεθ’ όλου του σεβασμού και υπολήψεως.
                      Υπογραφή Δ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ επί της Θρησκείας
                       Ό,τι ακριβής μετάφρασις
                       Ο Μεταφραστής
                        ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΛΕΒΟΥΝΗΣ
                        Εν Κυθήροις τη 29 Ιουνίου 1903
                        Παρακατετέθη παρά του ιδίου μεταφραστού εν τω Ειρηνοδικειακώ   
                         Καταστήματι.      
                                                          Εν Κυθήροις αυθημερόν.        
Ο Ειρηνοδικειακός Γραμματεύς Κυθήρων Δ. ΚΟΥΡΜΠΕΛΗΣ
Ο Μεταφραστής Γ. Μ. ΛΕΒΟΥΝΗΣ
Ο Υπογραμματεύς             ΙΩ. ΡΟΔΙΤΗΣ
             Καθ’ όν έτι χρόνον η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών ευρίσκετο εν τω Ναώ του Φρουρίου Κυθήρων, πλην του ήδη αναγραφέντος θαύματος της διασώσεως του αργυρού περιβλήματος εκ των πειρατικών χειρών, και πλείστα έτερα θαύματα έλαβον χώραν, εξ ών καταχωρίζομεν ενταύθα τα σπουδαιότερα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΟΒΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΩΛΟΥΣ ΕΚ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ
             Κατά τινά νύκτα του έτους 1816, ότε ευρίσκετο έτι εν τω Ναώ του Φρουρίου η ιερά της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, ο έξωθι του Ναού φρουρών Άγγλος σκοπός είδεν οφθαλμοφανώς φλόγα πυρός εκ της Μεγαλονήσου Κρήτης ορμωμένην, και με αστραπιαίαν ταχύτητα διευθυνομένην προς την Νήσον Κύθηρα, μεγεθυνομένην δε καθ’ όσον επλησίαζεν.
            Όταν η φλοξ προσήγγισεν εις την νοτιοανατολικήν άκραν του Φρουρίου, και ακριβώς εις το σημείον ένθα καθ’ εκάστην ανυψούτο η Σημαία, ενεφανίσθη εκεί μεγαλοπρεπής, σεβασμία και μελανειμονούσα γυνή, και δια φοβερού νεύματος εξεδίωξε την φλόγα του πυρός, η οποία έλαβε πάλιν την προς την Κρήτην κατεύθυνσιν, οπόθεν είχεν εκπορευθή, και βαθμηδόν εξηφανίσθη εκ των ομμάτων του εκπλήκτο Άγγλου σκοπού.
             Την επαύριον ούτος διηγείτο εις τους συναδέλφους του και λοιπούς του Φρουρίου κατοίκους το παράδοξον όραμα, διερωτώμενος τι άραγε να εσήμαινε τούτο.
              Η εις το ερώτημά του απάντησις δεν εβράδυνε να δοθή. Επιβάται εκ Κρήτης μετ’ ολίγας ημέρας ελθόντες εις Κύθηρα, ανέφερον ότι εν Κρήτη είχεν ενσκήψει η φοβερά της πανώλους επιδημική νόσος, πλείστοι δε Κρήτες καθ’ εκάστην εκ ταύτης απέθνησκον.
               Οι Κυθήριοι αμέσως εννόησαν, ότι δια της φανείσης τω Άγγλω σκοπώ φλογός, εσυμβολίζετο η πανώλης, την οποίαν μακράν της Νήσου απεδίωξεν  η Προστάτις και Πολιούχος αυτών Παναγία Μυρτιδιώτισσα.
             Πράγματι, κατά την εποχήν εκείνην, παρά την συχνήν των Κυθήρων μετά της Κρήτης επικοινωνίαν, η τρομερά επιδημία της πανώλους ουδέν κρούσμα εν Κυθήροις εσημείωσεν.
             Αλλά και άλλοτε, ως αναφέρει η παράδοσις από στόματος εις στόμα και από γενεάς εις γενεάν διασωθείσα, όταν ανεφάνησαν εν Κυθήροις επιδημικαί νόσοι, ημποδίσθησαν να λάβωσι μεγάλην έκτασιν και να αριθμήσωσι πολλά ανθρώπινα θύματα, δια πρεσβειών της Προστάτιδος της Νήσου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, την οποίαν οι Κυθήριοι ασυγκρίτως υπερτέραν παντός προληπτικού ή θεραπευτικού εμβολίου ή φαρμάκου θεωρούσι, και της οποίας την βοήθειαν εν θερμή πίστει, δια λιτανειών της πανσέπτου αυτής Εικόνος και θερμοτάτων προ ταύτης δεήσεων επικαλούνται.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΚΕΡΑΥΝΟΥ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ
            Την νύκτα της 21ης προς την 22αν Ιανουαρίου του έτους 1829, εν ώρα σφοδράς καταιγίδος μετά ραγδαιοτάτης βροχής, αστραπών και βροντών, κατέπεσε κεραυνός επί του Φρουρίου Κυθήρων έτι εκεί φυλαττομένης της χαριτοβρύτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος.
             Αφήνομεν αυτόπτην του θαύματος μάρτυρα να διηγηθή τούτο, και μεταφέρομεν αυτολεξεί ενταύθα ολόκληρον την παράγραφον 4 του και ανωτέρω μνημονευθέντος βιβλιαρίου εκδόσεως τυπογραφείου «Αθηνάς» 1857, ένθα ο άγνωστος άλλ’ αξιόπιστος και ευσεβής συγγραφεύς μετά ζωηροτάτων χρωμάτων περιγράφει τούτο ως εξής:
             «Αλλά τί πρώτον, τι δ’ ύστατον διηγήσεταί τις; Έντρομος υπάρχει εισέτι εις τας καρδίας πάσης της Νήσου η 21 προς 22 Ιανουαρίου του 1829, ότε διερρήχθησαν οι καταρράκται του ουρανού, και έπιπτον νεφέλαι και καταιγίδες αντί υετού, και ηπείλουν την συντέλειαν πάσης της νήσου˙ τότε δε αντί οι θρήνοι και οι κλαυθμοί να εξιλεώσωσι των στοιχείων την μήνιν και καταστήσωσιν αιθριώτερον τον Ουρανόν, η ασέβεια, ήτις είχε πλεονάσει, παρώργισε την άφατον αγαθότητα και τοιουτοτρόπως η νύξ είχε μεταβληθή εις ψηλαφητόν σκότος, τον δε συννεφώδη ορίζοντα τούτον διαδέχονται συχναί αστραπαί και βρονταί, αίτινες που μεν κατέκαιον το στερέωμα, που δε συνετάραττον εκ θεμελίων ως αι ηφαίστειοι λαίλαπες πάσαν την γην. Εκαθίστων δε την σκηνήν ταύτην φρικωδεστέραν και τα απαίσια ενύπνια του τότε Διοικητού Μάκφελ, ανδρός άλλως τε πεπαιδευμένου, όστις και εις διερμηνευτάς κατέφυγεν – ήσαν δε ταύτα: ¨ότι δύο φρεγάδες προσορμισθείσαι παρά την ακτήν Καψαλίου, απεβίβασαν στρατούς και παρετάχθησαν ως εις πόλεμον¨. Ο Άγγλος δε ούτος, αν και πανευλαβής εις τα θεία, εταράττετο μάλλον από τα φρικτά εις αυτόν ενύπνια, παρά από την ταραχήν και τον θόρυβον των στοιχείων, όθεν και επεκαλέσθη την συναρωγήν της Θεοτόκου˙ ην δε η αγία της Μυρτιδιωτίσσης τότε Εικών παρά τω εν τω Φρουρίω Ναώ˙ δεξιόθεν δε του Ναού τούτου υπήρχε τοιχοκόλλητον δωμάτιον, όπερ ευτυχώς, ούτως ειπείν, εχρησίμευε τότε ως πρόχειρος πυριτιδαποθήκη, εν ή βαρέλια ανοικτά ευρίσκοντο. Εν δε τη ταρταροφόρω ταύτη νυκτί, ότε η των αστέρων λάμψις επεσκοτίσθη, η γη συνεταράσσετο πανταχόθεν, και η θάλασσα εξερευγομένη μέχρι πυθμένος, ηπείλει τον καταποντισμόν πάσης της νήσου, πίπτει δίλιθος κεραυνός επί του Φρουρίου, και ο μεν διχάζει τον ιστόν της σημαίας και εισέρχεται εις τον Ναόν σπαρασσόμενος, ανατρέπει το εμβαδόν αυτού και φρενητιών εκτρυπά έμπροσθεν της αγίας Εικόνος τον τοίχον, εισπηδά εις την πυριτιδαποθήκην, ανατρέπει και αυτόθι το εμβαδόν και ανακυκά τα πυριτιδοβάρελα και ούτως εξέρχεται πεπυρακτωμένος, συναντάται μετά του ετέρου, τον οποίον άφησε προς στιγμήν σπαρασσόμενον επί της πλατείας του Φρουρίου, διασταυρούνται αμφότεροι, και διασταυρούσι της λύσσης των ίχνη και ούτω ο μεν πίπτει δυτικόθεν ο δε αρκτικόθεν εις την θάλασσαν, διελθών από τα μέσα της μεγάλης πυριτιδαποθήκης, ο δε φρουρός Άγγλος από τους πόδας του οποίου διήλθεν ο κεραυνός κατέπεσεν πρηνής, επικαλούμενος την εξ ύψους αντίληψιν, ότε, ως διεβεβαίου, παρεστάθη επί της θύρας του ναού γυνή τις λευκοενδεδυμένη, ήτις επετάξατο τοις κεραυνοίς απελθείν, και απήλθον και ούτω την φρικωδέστατην εκείνην ταραχήν διεδέχθη ευμενεστάτη γαλήνη. Οψίας δε γενομένης, ο Μάκφελ εγονυπέτησεν ενώπιον της αγίας Εικόνος, ήναψεν ενώπιόν της λαμπάδα υψίκορμον, και στενάξας, έχυσεν ευλαβείας δάκρυ. Διο συρρεύσαντος του πλήθους μετέφερον την αγίαν Εικόνα εις πάσαν την πόλιν, εν παρατάξεσι στρατιωτικαίς και δεήσεσι θρησκευτικαίς, κράζοντες: «Παναγία Δέσποινα, σώσον ελέησον».
             Ενταύθα, ως εξάγεται εκ της ανωτέρω διηγήσεως, πρόκειται περί συρροής θαυμάτων, δια των οποίων εσώθη ο Άγγλος φρουρός, ολόκληρον το Φρούριον μετά των εν αυτώ οικουσών πολλών οικογενειών, και ο πάνσεπτος και ιερός της Θεοτόκου Ναός μετά της εν αυτώ φυλαττομένης σεβασμίας Εικόνος.
            Απορεί και εξίσταται πας τις διερωτώμενος πώς ήτο δυνατόν να εισέλθη κεραυνός εις δύο πυριτιδαποθήκας, να ανατρέψη ανοικτά και πλήρη πυρίτιδος βαρέλια και όμως να μη αναφλέξη την εν αυτοίς πυρίτιδα, να αποφευχθή τοιουτοτρόπως η πρόκλησις εκρήξεως, εκ της οποίας το παν θα κατεστρέφετο.
              Όντως η κραταιά και άγρυπνος προστασία της φιλοστόργου Μητρός και Πολιούχου των Κυθήρων διέσωσεν αυτούς και τότε ως και εις πλείστας άλλας περιστάσεις, χαλινώσασα την φθοροποιόν μανίαν του κεραυνού και προφυλάξασα τους ευσεβείς Κυθηρίους εξ ανεπανορθώτων καταστροφών.
             Εις το υπερφυέστατον τούτο θαύμα τοσαύτη δικαίως απεδόθη σημασία, ώστε απεικονίσθη τούτο  μετά της χρονολογίας κατά την οποίαν εγένετο, εις το κάτω μέρος του χρυσού της σεπτής Εικόνος περιβλήματος μετά των θαυμάτων της υπερφυούς ευρέσεως και της ιάσεως του παραλύτου.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΛΙΤΑΝΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ
ΕΙΚΟΝΟΣ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΝΟΜΒΡΙΑΣ
              Συνέβη πολλάκις να μαστίζηται η Νήσος των Κυθήρων υπό ξηρασίας, προερχομένης εκ παρατεταμένης πολυμήνου ανομβρίας. Τι σημαίνει τούτο δια νήσον στερουμένην ρεόντων υδάτων, πάς τις δύναται να εννοήση. Εν τη απελπισία των οι Κυθήριοι κατέφυγον εις την Προστάτιδα αυτών και μετά θερμών δεήσεων και δακρύων ελιτάνευον την Αγίαν αυτής Εικόνα, με αποτέλεσμα πάντοτε την εκπλήρωσιν των δεήσεων αυτών και την λύσιν της ανομβρίας.
             Η παράδοσις διέσωσεν ιδιαιτέρως το εξής θαύμα:
              Ευρίσκετο κάποτε κατά τύχην εις Κύθηρα Τούρκος πλούσιος και επιφανούς καταγωγής, Μωαμεθανός το θρήσκευμα και προ μακρού εν τη Μεγαλονήσω Κρήτη εγκατεστημένος.
             Εν τη Πρωτευούση Κυθήρων ευρισκόμενος παρετήρησεν ασυνήθη πέριξ του Καθεδρικού Ναού του Εσταυρωμένου κίνησιν, ερωτήσας δε την αιτίαν ταύτης, έμαθεν ότι η Νήσος μαστίζεται προ πολλών μηνών υπό ανομβρίας, και οι κάτοικοι πρόκειται να εξέλθωσιν εις Λιτανείαν μετά της ιεράς Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης, η οποία ευρίσκετο εκεί, όπως καταπαύση η θεία οργή και λυθή η ανομβρία.
             Ο Τούρκος, μη βλέπων ουδέ το ελάχιστον ίχνος νέφους εις τον Ουρανόν, ελεεινολόγησε την – κατά την γνώμην του- μωρίαν των Κυθηρίων και εν είδει στοιχήματος, εδήλωσεν ότι αν παρά πάσαν ελπίδα την Λιτανείαν θα επηκολούθει βροχή, θα αφιέρωνεν εις την πάνσεπτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, πολυτιμότατον αδαμαντοκόλλητον εν σχήματι ημισελήνου χρυσούν κόσμημα, το οποίον έφερε μεθ’ εαυτού. Εις την δήλωσιν ταύτην προέβη, διότι είχεν απόλυτον πεποίθησιν, ότι η Λιτανεία και αι δεήσεις των Κυθηρίων θα απέβαιναν εις μάτην.
             Μετ’ ολίγον, εν τούτοις, σύμπας ο ιερός της Πρωτευούσης Κλήρος μετά παντός του λαού ελιτάνευσαν την σεπτήν της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, ανέπεμψαν δε γονυκλινείς και εν κατανύξει τας υπέρ της λύσεως της ανομβρίας ευχάς.
            Ενώ ετελείτο η Λιτανεία, κατ’ αρχάς μεν ολίγα, ύστερον περισσότερα νέφη, ήρχισαν συσσωρευόμενα εις τον Ουρανόν, και τέλος μόλις ως η ιερά πομπή επέστρεψεν εις τον Ναόν, βροχή ραγδαία ήρχισε καταπίπτουσα, προς άμετρον χαράν και αγαλλίασιν των ευσεβών Κυθηρίων.
            Ο Τούρκος ευγενής κατεπλάγη μεγάλως επί τω υπερφυεί θαύματι, ωμολόγησε την ήτταν του και ετήρησε την υπόσχεσίν του, αφιερώσας, αν και αλλόθρησκος εις την σεβασμίαν της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, το εν σχήματι ημισελήνου αδαμαντοκόλλητον χρυσούν κόσμημα, το οποίον φαίνεται μέχρι της σήμερον, προσηρμοσμένον επί του στέμματος του άνωθεν της εν τη Εικόνι πανσέπτου μορφής  της Θεοτόκου υπάρχοντος, εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της ανομβρίας.
            Το ανωτέρω σπουδαίο θαύμα, γνωστόν εις πολλούς Κυθηρίους, είχε την καλωσύνην να διηγηθή εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, επίλεκτον μέλος της κοινωνίας της πόλεως Κυθήρων, ο κατά πάντα αξιόπιστος και σεβαστός αυτού φίλος αείμνηστος Νανούσος Ν. Νικηφοράκης, γνωρίζων τούτο εκ παραδόσεως.

ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΕΓΕΡΣΙΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΝ ΜΥΡΤΙΔΙΟΙΣ
ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΟΥΣ ΝΑΟΥ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
             Κατά την επί του αοιδίμου Αγαθαγγέλου Ιερομονάχου του Καλλιγέρου μεταξύ των ετών 1841 και 1857 ανοικοδόμησιν του νέου εν Μυρτιδίοις μεγαλοπρεπούς Ναού, άπειρα ετελέσθησαν θαύματα, εξ ών θα αφηγηθώμεν ενταύθα τα σπουδαιότερα.
             Καταπλήττει εν πρώτοις τους πάντας το γεγονός, ότι καθ’ όλον το διάστημα κατά το οποίον διήρκεσαν αι εργασίαι της ανοικοδομήσεως, ουδέν απολύτως δυστύχημα συνέβη, ούτε εις τους εργάτας, ούτε εις άλλον τινά, οπωσδήποτε υπέρ της ανοικοδομήσεως εργασθέντα.
            Τα πάντα διηυκόλυνεν η βοήθεια της Θεοτόκου, και πάσαν δυσχέρειαν απεμάκρυνεν.
             Ο αείμνηστος Αγαθάγγελος Καλλίγερος, ο οποίος μη περιορισθείς εις τον εντός των στενών ορίων της Νήσου διεξαχθέντα έρανον, περί του οποίου ανωτέρω εγέντο λόγος, και περιοδείαν ολόκληρον προς συλλογήν χρημάτων δια τον θεάρεστον σκοπόν του ανά τας εν τη διασπορά ακμαζούσας Κυθηραϊκάς Παροικίας επεχείρησεν, εύρισκε πανταχού θερμοτάτην υποδοχήν, άφθονα δε παρείχοντο εις αυτόν χρήματα, τόσον εκ μέρους των Κυθηρίων, όσον και εκ μέρους των ξένων.
             Το καλλιτεχνικώτατον και υψηρεφές κωδωνοστάσιον, εις μεταγενέστερον ανεγερθέν χρόνον και προκαλούν τον γενικόν θαυμασμόν, εσχεδιάσθη και εξετελέσθη παρ’ απλού κτίστου, του Νικολάου Φατσέα ή Φουριάρη, ο οποίος ούτε ιδιαιτέρας σπουδάς είχε διανύσει, ούτε τα μεγαλοπρεπή και υπέροχα κωδωνοστάσια των περιφήμων Ναών της Ευρώπης είχεν αντικρύσει, και γενικώς καθ’ όλην την διάρκειαν των εργασιών, κατέστη έκδηλον πλέον ή άπαξ, ότι η χάρις της Κεχαριτωμένης συνείργει, είτε εμπνέουσα ασήμους τεχνίτας προς κατασκευήν υπερόχων έργων τέχνης, είτε απομακρύνουσα τας δυσχερείας, συμφυείς άλλων τε προς τε τον όγκον του έργου και το μέγεθος αυτού και προς το απομεμακρυσμένον του τόπου, εν ώ το έργον ετελείτο, είτε και αποσοβούσα δυστυχήματα.
             Ο άγνωστος άλλ’ ευσεβής, είτε και αξιόπιστος συγγραφεύς και ανωτέρω μνημονευθέντος βιβλιαρίου εκδόσεως τυπογραφείου «Αθηνάς» 1857, ως εξής περιγράφει τα της ανοικοδομήσεως, εκφράζων συνάμα τον θαυμασμόν του, διότι τόσον εναργώς εξεδηλώθη κατά την διάρκειαν αυτής η της Θεοτόκου αρωγή και αντίληψις. Μεταφέρομεν αυτολεξεί ενταύθα το εκ της 8ης παραγράφου σχετικόν μέρος, έχον ως εξής:
             «Μόλις εξακούεται η φωνή εις την Νήσον περί ανακαινίσεως του Ναού της Μυρτιδιωτίσσης, και η Νήσος πάσα ανεπτερώθη ωσεί περιστερά˙ έκαστος πολίτης αντεφιλοτιμείτο τις τούτων να κοσμήση την ελαίαν.
             »Παρήλθον έλεγον πάντες αι ημέραι του κατακλυσμού και της αδοξίας. Δεν θ’ ανακαινίσωμεν την ιεράν κιβωτόν, ήτις μας έσωσε μυριάκις εκ μυρίων κινδύνων; Δίδεται δ’ εν τούτω το σύνθημα των εργασιών, και πάσα τάξις πολιτών συν γυναιξί τε και τέκνοις έδραμον αυτόθι, ει και  μη έχοντες τινές τούτων ανάγκην, και ειργάσθησαν προς αΐδιον μνήμην αυτών ιδίαις χερσίν. Ούτω διήλθεν αυτόθι πάσα η νήσος μέχρι της περαιώσεως του οικοδομήματος, και ουδεμία επήλθεν εντεύθεν κραυγή, ουδείς στεναγμός, ουδεμία προεφέρθη άσχημος λέξις. Τοσούτος  υπήρξεν ο έρως εις το εργάζεσθαι, ώστε τινές ελησμόνουν πολλάκις και το φαγείν και το υπνώσαι˙ εις ειργάζετο αντί δέκα, και οι δέκα αντί εκατόν. Πολλάκις πολλοί πολίται και εν καιρώ χειμώνος, επειδή τα κελλία είχον πληρωθή, εκοιμήθησαν εν υπαίθρω και ουδείς ησθένησεν, ουδείς ήλγησε την κεφαλήν ή το δάκτυλον˙ η συρροή των επαρίστα διηνεκώς της Θεοτόκου πανήγυριν. Ενίσχυε δε την καρδίαν και η θέσις αυτή. Ανά πάσαν εσπέραν ή στιγμήν αναπαύσεως, ή συνεκροτούντο χοροί και ετραγουδούντο τα γλυκύτερπνα εγχώρια άσματα, ή εμέλποντο ύμνοι της Θεοτόκου, και το μέλπος τούτο ενεποίει ψυχικήν αγαλλίασιν και σωματικήν ανάπαυσιν. Και τω όντι, κοιλάς πεπροικισμένη με έμψυχον, ούτως ειπείν, θέαν, κοιλάς δοξολογουμένη, εντεύθεν από την μυριόφωνον των πτηνών μολπήν, εντεύθεν επιστεφομένη από βαθυσκίους ελαίας, και εν γλυκυτάτη τινί αύρα φιλούντων και φιλουμένων των πετάλων των δένδρων, παριστά τι μαγευτικόν, εξαίσιόν τι. Είτα πού ο ιερός της θαλάσσης φλοίσβος; Που το γόητρον των απέναντι ορέων της Κρήτης και της εντεύθεν χερσονήσου; Τα πάντα εμποιύσι θαυμασμόν τε και μεγαλείον».
             Εις διαπίστωσιν του γεγονότος ότι καθ’ όλον το διάστημα της ανεγέρσεως του νέου εν Μυρτιδίοις μεγαλοπρεπούς Ναού πλειστάκις εξεδηλώθη η της Θεοτόκου βοήθεια και Προστασία, φέρομεν τα εξής υπερφυή γεγονότα, κατά την εποχήν εκείνην επισυμβαντα, και παρ’ αξιοπίστων προσώπων μαρτυρούμενα:
             Κάποτε ο αρχιεργάτης, εκ Τήνου έλκων την καταγωγήν, από του ύψους μιας σκαλωσιάς, εζήτησεν ύδωρ, ο δε υπ’ αυτόν εργάτης, έσπευσε να εκτελέση την διαταγήν, κομίζων εντός πηλίνης υδρίας το ύδωρ.
             Φθάσας εις το ύψος της σκαλωσιάς, επί της οποίας ειργάζετο ο αρχιεργάτης, έτεινε την υδρίαν προς αυτόν, αλλά συγχρόνως, χάσας την ισορροπίαν κατέπεσε μετά της υδρίας, αναφωνών «Μυρτιδιώτισσά μου!».
             Αν και ύψος ήτο μέγα, ο εργάτης ευρέθη θαυμαστώς επί του εδάφους όρθιος και άνευ βλάβης τινός, κρατών ανά χείρας την υδρίαν, σώαν έτι και πλήρη ύδατος.
            Δια τον τεμαχισμόν των βράχων εις λίθους, καταλλήλους δια την οικοδόμησιν, εχρησιμοποιείτο πυρίτις, εντός μεταλλίνων  βαρελίων εν τη αποθήκη φυλαττομένη.
            Όταν κάποτε εχρειάσθη αύτη δια τον ανωτέρω σκοπόν ο Αγαθάγγελος αυτοπροσώπως κατέβη εις την αποθήκην δια να δώση εις τους εργάτας την αναγκαιούσαν ποσότητα. Εκεί όμως αντελήφθη, ότι παρίστατο ανάγκη αποσφραγίσεως ενός βαρελίου. Μη έχων τα κατάλληλα προς τούτο εργαλεία, ο Αγαθάγγελος έθεσεν εις το πυρ αιχμηράν εκ σιδήρου ράβδον, και χωρίς να σκεφθή τας ολεθρίους συνεπείας, όταν η ράβδος επυρακτώθη, επλησίασε και ήτο έτοιμος να ανοίξη δι’ αυτής οπήν και τοιουτοτρόπως δυνηθή να αποσφραγίση το βαρέλιον.
             Αίφνης ησθάνθη ισχυρότατον επί του μετώπου κτύπημα, υπό αοράτου χειρός ενεχθέν, συνεπεία του οποίου ολόκληρος ανετράπη.
             Όταν μετά τινά λεπτά της ώρας συνήλθε και προσεπάθησε να εξηγήση το γεγονός, τότε μόνον εννόησεν εις ποίον κίνδυνον αφηρημένος ων παρ’ ολίγον να εκθέση το οικοδόμημα και εαυτόν, και τότε μόνον αντελήφθη, ότι παρέστη μάρτυς υπερφυούς της Θεοτόκου θαύματος, δια του οποίου αυτόν τε και τον Ναόν Αυτής, εκ βεβαίας, εκ της εκρήξεως της πυρίτιδος, καταστροφής διεφύλαξεν.
            Ο αυτός ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος, κατά την διάρκειαν των εργασιών της ανοικοδομήσεως, επέστρεφεν εν καιρώ νυκτός εις Μυρτίδια εκ της πόλεως ένθα είχε μεταβή δι’ υποθέσεις σχετικάς προς την εν λόγω ανοικοδόμησιν.
             Επειδή η νύξ είχε προχωρήσει, το σκότος ήτο βαθύτατον, η δε πορεία του καθίστατο δυσχερεστέρα λόγω του πνέοντος ισχυρού ανέμου κα του επικρατούντος ψύχους.
             Όταν έφθασε πλησιέστατα της φυσικής εκ βράχων στοάς, κάτωθεν της οποίας διέρχεται η προς τα Μυρτίδια άγουσα αμαξιτή οδός, και την οποίαν οι Κυθήριοι ονομάζουσι «Τρύπια Πέτρα», το ζώον εφ΄ ου επέβαινεν «εξιππάσθη», κατά την καθιερωμένην τοπικήν έκφρασιν, ήτοι εφοβήθη, και δι’ αποτόμου κινήσεως εξετίναξεν αυτόν εις την προς τα αριστερά χαίνουσαν αρκετά βαθείαν χαράδραν.
            Κατά την πτώσιν του ο Αγαθάγγελος περίτρομος ανεφώνησεν «Μυρτιδιώτισσά μου!» και – ώ του θαύματος – ευρέθη, σώος, αβλαβής και όρθιος, με ελαχίστους μόνον αμυχάς εις το βάθος της χαράδρας.
            Την σωτηρίαν του δικαίως απέδωκεν εις θαύμα της Θεοτόκου, της οποίας την Εικόνα, φθάσας εις Μυρτίδια, μετά δακρύων ευγνωμοσύνης προσεκύνησε.
             Τα ανωτέρω τρία θαύματα, γνωστά εις πολλούς εκ των παλαιοτέρων Κυθηρίων, είχεν την καλωσύνην ν’ ανακοινώση εις  τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου ο κατά πάντα αξιόπιστος και αγαπητός αυτού φίλος αείμνηστος Κωνσταντίνος Βατικιώτης, συνταξιούχος Δημοδιδάσκαλος, γνωρίζων ταύτα εκ διηγήσεων του μακαρίου ηγουμένου Αγαθαγγέλου.
             Εις την αυτήν εποχήν ανάγεται και το ακόλουθον παράδοξον της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα.
             Ο αείμνηστος ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος, τον οποίον ο Κυθηραϊκός λαός εσυνήθιζε να αποκαλή «Γούμενον», ήτοι ηγούμενον των Μυρτιδίων, είχε κανονίσει να πληρώνη τα ημερομίσθια των καθ’ όλην την εβδομάδα εν τη οικοδομή εργασθέντων εργατών και τεχνιτών, κατά την εσπέραν εκάστου Σαββάτου.
             Κατά τινά τοιαύτην ημέραν πληρωμών, διεπίστωσε κατόπιν επιμελών και  επιμόνων ερευνών ότι εστερείτο τελείως χρήματα και ητοιμάσθη να μεταβή εις την πόλιν Κυθήρων, όπως προμηθευθή εκείθεν. Εν τη πόλει Κυθήρων εδανείζετο χρήματα παρά πλουσίων εμπόρων ευκόλως, αφ’ ενός μεν λόγω της προσωπικής του πίστεως, αφ’ ετέρου δε διότι ήτο πάντοτε πρόθυμος να παραχωρή εις ασφάλειαν του δανείου υποθήκην επί των ιδίων αυτού ακινήτων κτημάτων.
             Ήτο μεσημβρία περίπου.
             Η εν Μυρτιδίοις μετ’ αυτού διαμένουσα σύζυγος του αδελφού του, βλέπουσα αυτόν έτοιμον προς αναχώρησιν, ηρώτησε να μάθη την αιτίαν ταύτης, όταν δε την έμαθε, παρετήρησεν εις τον ηγούμενον ότι ουδεμία ανάγκη μεταβάσεως εις την πόλιν υπήρχε, διότι προ ολίγων μόλις λεπτών της ώρας, τακτοποιούσα το έπιπλον εντός του οποίου εφυλάσσοντο συνήθως τα χρήματα, είδε δύο σακκίδια (σακκέτα) πλήρη ταλλήρων.
             Ο Αγαθάγγελος, βέβαιος ων, κατόπιν των επισταμένων ερευνών του, ότι η σύζυγος του αδελφού του επλανάτο, ητοιμάζετο να αναχωρήση, εκάμφθη όμως προ της επιμονής της και μετέβη μετ’ αυτής προς εξακρίβωσιν του πράγματος.
             Όντως, προς μεγίστην αυτού κατάπληξιν, παρετήρησε δύο σακκίδια πενταδράχμων, εκεί ένθα επανειλημμένως πρότερον είχεν ακάρπως ερευνήσει.
             Απέδωκε και το παράδοξον τούτο γεγονός εις θαύμα της Θεοτόκου, της οποίας η χάρις, ως και ανωτέρω ελέχθη, παρείχε πάσαν εις το έργον αυτού διευκόλυνσιν, και μεταβάς μεθ’ όλων των παρευρεθέντων εις τον Ναόν, προσεκύνησε μετά δακρύων την χαριτόβρυτον αυτής Εικόνα, και εδοξολόγησεν αυτήν δια τα μεγάλα αυτής θαύματα.
             Ο εν τω μεγαλοπρεπεί των Μυρτιδίων Ναώ εισερχόμενος θαυμάζει, πλην άλλων, και δύο σειράς κιόνων, οι οποίοι χρησιμεύουσι, το μεν όπως διαχωρίζωσι το κύριον κλίτος αυτού εκ των εκατέρωθεν δύο δευτερευόντων, εκ των οποίων το μεν προς τα δεξιά τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Μάρτυρος Αγαθαγγέλου, το δε προς τα αριστερά επ’ ονόματι των Αγίων Πάντων, το δε όπως υποβαστάζωσι το βάρος της στέγης αυτού.
             Οι κίονες ούτοι είναι εκ πωρολίθου και μονοκόμματοι, ως και οι αποτελούντες το περιστύλιον του Ναού, επεχρίσθησαν δε μεταγενεστέρως δι’ ασβέστου υπό επιτρόπων στερουμένων δυστυχώς καλλιτεχνικού αισθήματος, ευχής δε έργον θα ήτο αν η παρούσα επιτροπή απεφάσιζε και προέβαινεν εις τον καθαρισμόν αυτών, ούτως ώστε να παρουσιασθώσι και πάλιν εν όλη αυτών τη επιβλητικότητι και μεγαλοπρεπεία.
             Κατά την ανέγερσιν του Ναού σπουδαίως απησχόλησε τον αείμνηστον Αγαθάγγελον το ζήτημα της εξευρέσεως των κιόνων τούτων, καθ’ όσον λατομεία πωρολίθου, κατάλληλα ίνα εξ αυτών εξαχθώσιν ούτοι, δεν υπήρχον εν Κυθήροις, το σιδηροπαγές σκυροκονίαμα δεν είχεν εισέτι εφευρεθή, απεκλείετο δ’ απολύτως η κατασκευή αυτών δι’ άμμου, ασβέστου και λίθων, ως μη πληρούσα τους όρους της στερεότητος και καλαισθησίας.
             Μετά πολλάς σκέψεις και συζητήσεις ο Αγαθάγγελος απεφάσισε να προμηθευθή τους κίονας έξωθεν, ανέθεσε δε εις τον αρχιτεχνίτην, όπως αναχωρήση εκ Κυθήρων προς αγοράν αυτών.
             Πράγματι ο αρχιτεχνίτης μετά του υιού αυτού μετέβησαν εις το επίνειον της Νήσου, Καψάλιον, εναύλωσαν πλοίον κα ήσαν έτοιμοιο προς αναχώρησιν, ότε αίφνης πνέων σφοδρότατος βόρειος άνεμος.
             Ο άνεμος ούτος και η εξ αυτού θαλασσοταραχή διήρκεσαν επί ολόκληρον δεκαπενθήμερον άνευ διακοπής, εις τρόπον ώστε η αναχώρησις του ιστιοφόρου πλοίου καθίστατο αδύνατος.
            Κατά το δεκαπενθήμερον τούτο διάστημα, ο υιός του αρχιτεχνίτου είδεν επανειλημμένως καθ’ ύπνους μελανειμονούσαν σεβασμίαν γυναίκα, η οποία υπέδειξεν εις αυτόν να μεταβή μετά του πατρός του εις ωρισμένον εγγύς του Ναού των Μυρτιδίων  τόπον, τον οποίον επακριβώς περιέγραψε, και να αναζητήση εκεί το υπάρχον μεν, άλλ’ άγνωστον λατομείον πωρολίθων, εκ του οποίου να εξαγάγη τους κίονας.
             Ο αρχιτεχνίτης, ο οποίος κατ’ αρχάς δεν απέδωκε σημασίαν εις την καθ’ ύπνους τω υιώ αυτού γενομένην αποκάλυψιν, επείσθη τέλος λόγω της συχνής επαναλήψεως του ονείρου και παραλαβών τον υιόν του μετέβη μετ’ αυτού εις το υποδειχθέν μέρος, ένθα μικρόν ερευνήσας, ανεκάλυψε το λατομείον των πωρολίθων.
              Επεδόθη αμέσως μετά των άλλων εργατών εις την εξαγωγήν και την επεξεργασίαν του πωρολίθου, του οποίου η ποιότης απεδείχθη αρίστη, και κατεσκεύασεν εξ αυτού τους αναγκαιούντας κίονας.
            Τόσον η ανακάλυψις του λατομείου των πωρολίθων (του και μέχρι σήμερον σωζομένου «πωροκοπείου»), όσον και το γεγονός ότι πάντες οι κίονες εξήχθησαν εξ αυτού ακέραιοι, χωρίς ουδείς εξ αυτών να θραυσθή κατά την εξαγωγήν, την επεξεργασίαν και την εν τω Ναώ τοποθέτησιν, απεδόθησαν δικαίως εις βοήθειαν της Θεοτόκου.
             Το εκ μαρμάρου περίφημον Εικονοστάσιον (τέμπλεον), ως και το επίσης μαρμάρινον θυσιαστήριον αφιερώθησαν υπό του αειμνήστου Νικήτα Τζάννε,  δια τον οποίον και ανωτέρω εγένετο λόγος εν σχέσει προς τον διενεργηθέντα αρχικόν έρανον, υπό τας εξής συνθήκας:
             Ο Νικήτας Τζάννες περιέπεσε κάποτε εις σοβαρωτάτην και ανίατον κατά την γνώμην των θεραπόντων ιατρών του ασθένειαν.
            Η προσφιλής σύζυγός του, βλέπουσα τούτον κινδυνεύοντα, μετά δακρύων και θερμής πίστεως επεκαλέσθη την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων εις βοήθειαν, συνεβούλευσε δε και τον βαρέως ασθενούντα σύζυγόν της να πράξη ομοίως.
            Τούτου γενομένου, ο πρώην υπό της ανθρωπίνης Ιατρικής επιστήμης απηλπισμένος εθεραπεύθη τελείως και κατήλθεν αμέσως εις Κύθηρα δια να επισκεφθή τον εν Μυρτιδίοις της Θεοτόκου Ναόν και εκφράση προς αυτήν την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην του δια την υπερφυά ίασίν του.
            Εκεί αφικόμενος, εξέφρασε την επιθυμίαν να αποδείξη και εμπράκτως την προς την Παρθένον ευγνωμοσύνην του, ηρώτησε δε τον αείμνηστον Αγαθάγγελον και παρεκάλεσε αυτόν να τω υποδείξη τίνος είχεν ανάγκην εισέτι ο Ναός.
             Ο Αγαθάγγελος υπέδειξεν αυτώ την ανάγκην της κατασκευής Εικονοστασίου, αναλόγου προς την μεγαλοπρέπειαν του Ναού, ως και μαρμαρίνης Αγίας Τραπέζης.
            Ο ευσεβής Τζάννες επέστρεψεν αμέσως εις Αθήνας, ένθα ηγόρασεν αντί τεσσάρων χιλιάδων ταλλήρων της εποχής εκείνης το μαρμάρινον Εικονοστάσιον (τέμπλεον), όπερ προωρίζετο δια τον εν Αλεξανδρεία Ορθόδοξον Ελληνικόν Ναόν της Ευαγγελιστρίας, και τα δια το θυσιαστήριον απαιτούμενα μάρμαρα, και δι’ εξόδων του μετέφερε ταύτα εις τον εν Κυθήροις Ναόν της Μυρτιδιωτίσσης.
            Αν και τα τεμάχια του μαρμάρου απεβιβάζοντο εκ του πλοίου εις τους βράχους της παρά τα Μυρτίδια ακτής, και παρά το γεγονός ότι η μεταφορά αυτών εγίνετο δια πρωτογόνων μέσων και δυσβάτων ατραπών, ουδέν εξ αυτών έστω και κατ’ ελάχιστον εβλάβη.
            Τα τεμάχια ταύτα του μαρμάρου συνηρμολογήθησαν και απετέλεσαν ούτω το περίλαμπρον Εικονοστάσιον του Ναού των Μυρτιδίων, το οποίον ίσταται και θα ίσταται πάντοτε εις αιωνίαν ανάμνησιν του υπερφυούς της Παρθένου θαύματος, της εκ βεβαίου θανάτου διασώσεως του αειμνήστου Νικήτα Τζάννε, ο οποίος ως και ανωτέρω ελέχθη, αφιέρωσε και το μαρμάρινον και καλλιτεχνικώτατον θυσιαστήριον εν έτει 1856, ως η εν αυτώ επιγραφή αναφέρει.
             Τα ανωτέρω θαύματα είχε την καλωσύνην να καταγράψη, υπαγορευόμενα παρά του 98ετούς αειμνήστου πάππου του Θεοδώρου Π. Αρώνη και να ανακοινώση ταύτα εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, επίλεκτον της Κυθηραϊκής Κοινωνίας μέλος και αγαπητός αυτού φίλος, ο κύριος Θεόδωρος Π. Αρώνης, υιπάλληλος του εν Κυθήροις υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, και εγγονός του αειμνήστου Θεοδώρου Π. Αρώνη, ο οποίος εγνώριζε ταύτα εκ διηγήσεων του αοιδίμου Αγαθαγγέλου.
             Κατά την διάρκειαν των εργασιών της ανεγέρσεως του νέου εν Μυρτιδίοις μεγαλοπρεπούς Ναού και έτερον σπουδαίον θαύμα συνέβη, το οποίον ηυδόκησε να αφηγηθή προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου ο Μητροπολίτης Γυθείου και Οιτύλου αείμνηστος κυρός Προκόπιος, μαθών τούτο εκ παραστατικωτάτης αφηγήσεως της οικονόμου του ιερού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος κυρίας Αναστασίας Βασιλάκη, κατά την διάρκειαν της κατά Σεπτέμβριον του έτους 1939 ολιγοημέρου εκεί παραμονής του.
             Επλησίαζε κάποτε ημέρα πληρωμής ημερομισθίων και λογαριασμών διαφόρων αγορασθέντων υλικών και ο αείμνηστος Αγαθάγγελος εστερείτο χρημάτων, ουδ’ υπήρχεν ελπίς εξευρέσεως αυτών, δια τον λόγον ότι δεν ηδύνατο ένεκα αδιαθεσίας να μεταβή εις την πόλιν Κυθήρων, αλλά και δεν τω είχον απομείνη πλέον ακίνητα κτήματα προς υποθήκευσιν.
             Οι εργάται, τεχνίται και λοιποί πιστωταί, μετ’ επιμονής απήτουν τα οφειλόμενα, εις τρόπον ώστε ο δυστυχής Αγαθάγγελος ευρέθη εις μεγάλην αμηχανίαν.
            Ενήστευσεν όθεν επί τρεις ολοκλήρους ημέρας και μετά θερμών δακρύων προσηύχετο ενώπιον της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, όπως η Θεοτόκος εξαγάγη αυτόν εκ της εκ των οικονομικών δυσχερειών απογνώσεως.
            Κατά το απόγευμα της τρίτης ημέρας της νηστείας και των θερμών δεήσεων ο Αγαθάγγελος, ευρισκόμενος μόνος και εν απελπισία εις το κελλίον του, ήκουσεν ευκρινέστατα κρότον εις την θύραν.
            Ηγέρθη αμέσως, ήνοιξε την θύραν, και έξωθεν μεν αυτής ουδείς ευρίσκετο, διέκρινεν όμως μακρόθεν ερχόμενον άνθρωπον, φέροντα την παλαιάν χαρακτηριστικήν Κρητικήν ενδυμασίαν και κρατούντα ανά εν σακκίδιον δι’ εκάστης των τεταμένων χειρών του.
              Ο άνθρωπος μετ’ ολίγον επλησίασε, παρέλαβε τον αείμνηστον «Γούμενον» και κατήλθε μετ’ αυτού εις τον Ναόν, ένθα εξωμολογήθη αυτόν, ότι κάποτε εζήτησεν από την Μυρτιδιώτισσαν τη εκπλήρωσιν σπουδαιοτάτου αιτήματος, υποσχεθείς άμα να κομίση αυτοπροσώπως άμα τη εκπληρώσει αυτού ωρισμένον ποσόν χρημάτων εις χρυσά και αργυρά νομίσματα, εις τον εν Μυρτιδίοις Ναόν αυτής.
             Αν και το αίτημά του είχε προ πολλού εκπληρωθή, αυτός ανέβαλλε συνεχώς την πραγματοποίησιν της υποσχέσεώς του, μέχρις ότου προ τριών ημερών είδε καθ’ ύπνους σεβασμίαν μελανειμονούσαν γυναίκα, η οποία διέταζεν αυτόν να μεταβή όσον τάχιστα εις τον εις Κυθήροις των Μυρτιδίων Ναόν και εκπληρώση την υπόσχεσίν του.
             Αμέσως συνεμορφώθη προς την καθ’ ύπνους ληφθείσαν διαταγήν, επέβη ιστιοφόρου και έφθασεν εις Μυρτίδια, ένθα αφού ευλαβώς προσεκύνησε την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα και εξωμολογήθη εις τον Αγαθάγγελον το αμάρτημά του ζητών συγχώρησιν, εκένωσε προ των εκπλήκτων ομμάτων αυτού το περιεχόμενον των δύο σακκιδίων, τα οποία μεθ’ ευατού έφερε, πληρωθέντος του δίσκου του Ναού χρυσών και αργυρών νομισμάτων.
             Η επί τω παραδόξω τούτω γεγονότι κατάπληξις του Αγαθαγγέλου υπήρξεν ανωτέρα πάσης περιγραφής, όταν απελθόντος του ευσεβούς εκείνου Κρητός, εμέτρησε τα παρ’ αυτού κομισθέντα χρήματα και εύρεν αυτά ανερχόμενα ακριβώς εις το ποσόν του οποίου είχεν ανάγκην, και ουδέ κατά λεπτόν περισσότερα ή ολιγότερα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΚΑΚΟΗΘΟΥΣ ΟΙΔΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
 ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ
             Έτερον υπερφυές της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα εις τον Μακάριον Ηγούμενον Αγαθάγγελον, διαρκούντος του 19ου αιώνος τελεσθέν είναι το ακόλουθον:
              Ο Αγαθάγγελος λόγω ίσως των υπερβολικών φροντίδων και μόχθων, τους οποίους κατέβαλε δια την ανοικοδόμησιν και αποπεράτωσιν του μεγαλοπρεπούς των Μυρτιδίων Ναού και των εξαρτημάτων αυτού, προσεβλήθη υπό κακοήθους οιδήματος, το οποίον προυξένει εις αυτόν αφορήτους αλγηδόνας και ενοχλήματα.
             Οι εν Κυθήροις ιατροί εν συμβουλίω συνελθόντες, απεφάνθησαν υπέρ της αμέσου μεταφοράς του πάσχοντος εις Αθήνας, όπως υποστή εγχείρησιν, δεν απέκρυψαν δε από τους εν μεγάλη στενοχωρία διατελούντας συγγενείς αυτού, ότι διέτρεχε κίνδυνον και αυτή η ζωή του.
             Παρά την γνώμην των ιατρών και τας επιμόνους ικεσίας και προτροπάς των συγγενών του ο αείμνηστος «Γούμενος», αντί να μεταβή εις Αθήνας, προτίμησεν εις την πηγήν των ιαμάτων να καταφύγη.
             Υποβασταζόμενος όθεν και κακώς έχων κατήλθεν εκ του κελλίου του εις τον εν Μυρτιδίοις Ναόν, ένθα ατενίσας μετά δακρύων και προσκυνήσας την χαριτόβρυτον των Μυρτιδίων Εικόνα, ητήσατο μετά πίστεως την εκ της νόσου εντελή αυτού ίασιν.
              Και τότε συνέβη το θαύμα!
            Απερχόμενος του Ναού, ίνα και πάλιν κατακλιθή, ησθάνθη τας αφορήτους αλγηδόνας, υφ’ ών κατετρύχετο, αισθητώς ελαττουμένας και βαθμηδόν καταπραϋνομένας, το κακόηθες οίδημα βαθμηδόν κατ’ όγκον ελαττούμενον και τέλος εξαφανιζόμενον, και ματά τινάς ημέρας, αναρρώσας τελείως, κατήλθεν εις τον Ναόν, ένθα ετέλεσε την Θείαν Λειτουργίαν, δοξάζων και ευλογών την Θεοτόκον δια την μεγίστην ευεργεσίαν, την οποίαν παρ’ Αυτής έλαβε.
ΤΑ ΕΙΣ ΑΛΛΟΠΙΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΥΣ ΘΑΥΜΑΤΑ
             Ο ανεγερθείς καλλιπρεπής και επιβλητικός εν Μυρτιδίοις Ναός επλουτίσθη δι’ ιερών σκευών και πολυτίμων αναθημάτων, αφιερωθέντων υπό Κυθηρίων και ξένων ευγνωμονούντων την Θεοτόκον δι’ ευεργεσίας, των οποίων παρ’ αυτής ηξιώθησαν.
            Ακόμη και αλλόπιστοι και αλλοεθνείς αφιέρωσαν πολύτιμα ιερά εις τον Ναόν των Μυρτιδίων σκεύη, ως αποδεικνύει η ακόλουθος παράδοσις, προφορικώς διασωθείσα, πιστοποιουμένη δε δια των και νυν έτι σωζομένων ιερών σκευών και τιμαλφών αναθημάτων.
             Εν Κωνσταντινουπόλει έζη κάποτε Οθωμανίς την εθνικότητα και μωαμεθανή το θρήσκευμα γυνή, της οποίας η θυγάτηρ βαρέως ησθένησεν.
             Η εν λόγω Οθωμανίς μετεχειρίσθη πάν μέσον προς θεραπείαν της θυγατρός της, άλλ’ είς μάτην. Η κατάστασις της ασθενούσης συνεχώς έβαινεν επί τα χείρω, οι δε ιατροί απελπισθέντες εκ της σοβαρότητος της νόσου, εγκατέλιπον τον προς ταύτην αγώνα, και ανέμενον από ώρας εις ώραν την επέλευσιν του μοιραίου τέλους της ατυχούς κορασίδος, η οποία απετέλει την μόνην ελπίδα, την μόνην χαράν και τον μόνον θησαυρόν της Οθωμανίδος μητρός της.
            Ούτως είχον τα πράγματα, ότε η εν λόγω Οθωμανίς έμαθε παρά Κυθηρίας γυναικός εν Κωνσταντινουπόλει εγκατεστημένης, περί της εν Κυθήροις ευρεθείσης χαριτοβρύτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος και των απείρων και υπερφυών θαυμάτων, τα οποία καθημερινώς τελούνται δι’ αυτής.
             Αν και αλλόθρησκος, επεκαλέσθη, ουχ’ ήττον την Μυρτιδιώτισσαν εις βοήθειαν, και – ώ του θαύματος – μετ’ ολίγον η θυγάτηρ αυτής ευρίσκετο εκτός κινδύνου.
            Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης η Οθωμανίς αύτη ήλθεν αυτοπροσώπως μετά της ιαθείσης θυγατρός αυτής εις Κύθηρα, προσεκύνησεν, αν και αλλόπιστος, την ιεράν της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, αφιέρωσε δε εις τον εν Μυρτιδίοις Ναόν πολύτιμον αργυρούν Δισκοπότηρον, μέχρι της σήμερον υφιστάμενον, εις αιωνίαν ανάμνησιν του  υπερφυούς θαύματος, όπερ γνωστόν εις πολλούς Κυθηρίους, είχε την καλωσύνην να αφηγηθή προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, ο εκ μητρικής γραμμής σεβαστός αυτού θείος κύριος Εμμανουήλ Γ. Μόρμορης, γνωρίζων τούτο εκ παραδόσεως.
             Εις το θησαυροφυλάκιον του σεπτού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος υπάρχει πολύτιμον εκ μαργαριτών περιδέραιον, το οποίον εις επισήμους περιστάσεις αναρτάται ενώπιον της αγίας Εικόνος, διακρίνεται δε και εις την εν αρχή του παρόντος βιβλίου φωτογραφίαν αυτής.
             Τούτο αφιέρωσεν Ισραηλίτις γυνή εξ Αλεξανδρείας, η οποία στείρα ούσα και παρά τινός εν Αλεξανδρεία εγκατεστημένης γυναικός Κυθηρίας μαθούσα τα περί των καθημερινών υπερφυών θαυμάτων της Μυρτιδιωτίσσης, επεκαλέσθη αυτήν εις βοήθειαν, και παραχρήμα ελύθη των δεσμών της στειρώσεως, έτεκε δε μετά την πάροδον του ωρισμένου χρόνου χαριέστατον άρρεν τέκνον.
             Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης επεσκέφθη και αύτη, αν και αλλόθρησκος, τον εν Μυρτιδίοις ιερόν της Θεοτόκου Ναόν, προσεκύνησε μετά βαθυτάτου σεβασμού την πάνσεπτον Αυτής Εικόνα, αφιέρωσε δε εις αυτήν το εκ μαργαριτών περιδέραιον, το οποίον υπάρχει έκτοτε εις αιωνίαν ανάμνησιν του υπό της Παρθένου τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της στειρώσεως.
             Περί του περιδεραίου τούτου ποιείται λόγον και ο άγνωστος, συγγραφεύς του και ανωτέρω μνημονευθέντος βιβλιαρίου, εκδόσεως τυπογραφείου «Αθηνάς» 1857, εν σχέσει με την περιγραφήν του ιερού των Μυρτιδίων Ναού και του διακόσμου αυτού, την οποίαν ανωτέρω παρεθέσαμεν.
             Το ανωτέρω θαύμα, γνωστόν εις πολλούς Κυθηρίους, είχε την καλωσύνην να αφηγηθή προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου η αξιότιμος κυρία Αικατερίνη Μανούσου Νικηφοράκη, το γένος Γεωργίου Ιερέως Κασιμάτη, γνωρίζουσα τούτο εκ παραδόσεως.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΞ ΥΨΟΥΣ
ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΠΙ ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ
             Κατά την 20ην του μηνός Ιουλίου του έτους 1849 ο εκ της Πρωτευούσης της Νήσου καταγόμενος Σπυρίδων Ζάννης έπαιζε μετ’ άλλων συνομηλίκων του το προσφιλές εις τους παίδας παιγνίδιον, τους χαρταετούς.
              Ενώ ο χαρταετός του Σπυρίδωνος Ζάννη ίπτατο εις αρκετόν ύψος, ούτος αφηρημένος ων ωπισθοχώρει συνεχώς και τέλος έπεσεν εξ απροσεξίας από ύψους οκτώ μέτρων εις έδαφος λιθόστρωτον.
             Κατά την πτώσιν του επεκαλέσθη εις βοήθειαν την Θεοτόκον αναφωνήσας «Μυρτιδιώτισσά μου»,  και – ώ του θαύματος – ευρέθη επί του λιθοστρώτου εδάφους σώος και αβλαβής.
             Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης δια την σωτηρίαν του αφιερώθη παιδιόθεν εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας, ενηλικιωθείς δε εισήλθεν εις την τάξιν των Κληρικών, μετονομασθείς Σαμουήλ ιερομόναχος, ως τοιούτος δε σπουδαίας παρέσχεν εις των Κυθηρίων Εκκλησίαν υπηρεσίας.

ΤΟ ΕΙΣ ΤΟΝ ΖΑΧΑΡΙΑΝ ΚΥΠΡΙΩΤΗΝ ΘΑΥΜΑ
             Κατά το έτος 1850 περίπου έτερον της Θεοτόκου των Μυρτιδίων θαύμα συνέβη, το εξής:
             Ο μετέπειτα ιερεύς Ζαχαρίας Κυπριώτης, 28ετής τότε την ηλικίαν, ησθένησεν εις Αθήναις εκ σοβαρωτάτης νόσου απειλούσης θάνατον.
             Εν πλήρει αναισθησία ευρισκόμενος, είδεν εν οράματι μελανειμονούσαν σεβασμίαν γυναίκα, η οποία λαβούσα αυτόν εκ της χειρός, μετέφερεν εν ριπή οφθαλμού προ της εν Αθήναις και παρά την πλατείαν του Συντάγματος οικίας του ιατρού Αλεξίου Πάλλη, εις την οποίαν διετέλει επιστάτης, όταν αυτή ωκοδομείτο.
            Εκεί, ευρεθείς μετά της οδηγούσης αυτόν σεβασμίας γυναικός, είδε μεγαλοπρεπεστάτην μαρμαρίνην κλίμακα, η οποία ωδήγει εις μεγάλην και θαυμασίως επιπλωμένην αίθουσαν, απλέτως φωτιζομένην εκ του εν μέσω αυτής ανηρτημένου και ανημμένου παμμεγίστου πολυελαίου.
             Εις το βάθος της αιθούσης και επί υψηλού θρόνου εκάθητο σοβαρός Δικαστής, κρατών ανά χείρας γραφίδα και αναμένων να υπογράψη απόφασιν, την οποίαν καθ’ υπαγόρευσιν αυτού έγραφον δώδεκα γραμματείς, επί θρόνων χαμηλοτέρων καθήμενοι.
             Η σεβασμία και μελανειμονούσα γυνή επλησίασεν εις τον θρόνον του αυστηρού Δικαστού, υπεκλίθη, και έδειξε δια της χειρός τον παρ’ αυτής οδηγούμενον, ο δε Δικαστής ηγέρθη αμέσως εχαιρέτισεν αυτήν προσηνώς, αφήκε την γραφίδα, την οποίαν εκράτει ανά χείρας και ένευσεν εις τους γραμματείς να παύσωσι γράφοντες.
            Μετά ταύτα ο τε Δικαστής, οι Γραμματείς και η μελανειμονούσα και σεβασμία γυνή εγένοντο άφαντοι, ο δε Ζαχαρίας Κυπριώτης ευρέθη μόνος εν τω εν Μυρτιδίοις της Θεοτόκου Ναώ, ένθα ανέμενεν αυτόν ο του Ναού εφημέριος, κρατών ανά χείρας στατήρα, δια του οποίου ζυγίσας αυτόν εύρε 49 οκάδας βάρος έχοντα.
             Το αποκαλυπτικώτατον τούτο όραμα είδεν ο ασθενών Ζαχαρίας Κυπριώτης κατά την 23ην του μηνός Αυγούστου.
             Μετ’ ολίγας ημέρας ανέρρωσε τελείως και την 23ην Σεπτεμβρίου, παραμονήν της εορτής της Μυρτιδιωτίσσης, μετέβη μετά της μητρός αυτού εις τον εν Κυθήροις των Μυρτιδίων Ναόν, και εισελθών εν αυτώ είδε πράγματι τον ον εν οράματι είχεν ίδει εφημέριον (το αείμνηστον Αγαθάγγελον) κρατούντα ανά χείρας στατήρα, με τον οποίον ζυγισθείς ευρέθη έχων 49 ακριβώς οκάδων βάρος.
            Εις ένδειξιν απείρου ευγνωμοσύνης ο ειρημένος Ζαχαρίας Κυπριώτης εισήλθεν εις την τάξιν των Κληρικών και μέχρι του πέρατος της ζωής του μετέβαινεν οικογενειακώς κατά την 23ην Αυγούστου εκάστου έτους, επέτειον του παραδόξου και φοβερού οράματος εις τον εν Μυρτιδίοις της Θεοτόκου Ναόν, ένθα ετέλει δια δαπανών αυτού την εορτήν της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟΝ ΤΙΜΩΡΗΤΙΚΟΝ ΘΑΥΜΑ
             Ως γνωστόν, η χαριτόβρυτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, συμφώνως προς αρχαιότατον έθιμον επικυρωθέν και υπό του Διατάγματος της εν Κερκύρα Γερουσίας της Ιονίου Πολιτείας του έτους 1841, δι’ ου διετάσσετο η εκ του Φρουρίου Κυθήρων εις Μυρτίδια μεταφορά αυτής, και περί του οποίου εγένετο λόγος ανωτέρω, παραμένουσα εν τη Πρωτευούση Κυθήρων από της Κυριακής της Ορθοδοξίας μέχρι της Δευτέρας της Διακαινησίμου, κατά την ημέραν ταύτην, ευλαβώς λιτανευομένη, άρχεται περιοδεύουσα τα διάφορα της Νήσου χωρία προς ευλογίαν και αγιασμόν.
             Ούτω το απόγευμα της Δευτέρας της Διακαινησίμου μεταφέρεται εις Λειβάδι, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος της Τρίτης, οπότε δια διαφόρων μικροτέρων χωρίων διερχομένη μεταφέρεται εις Φράτσια, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος της Τετάρτης. Εκείθεν, δια διαφόρων μικροτέρων χωρίων διερχομένη μεταφέρεται εις Καστρισιάνικα, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος της Πέμπτης. Εκείθεν μεταφέρεται εις κωμόπολιν Ποταμόν, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος της Παρασκευής της Διακαινησίμου, εορτής της Ζωοδόχου Πηγής, μεταφερομένη εκείθεν εις Λογοθετιάνικα, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος του Σαββάτου. Εκ Λογοθετιανίκων η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών μεταφέρεται εις την κωμόπολιν Μυλοπόταμον, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος της Κυριακής του Θωμά, οπόθεν μεταφέρεται εις Φατσάδικα, παραμένουσα μέχρι του απογεύματος της Δευτέρας του Θωμά. Εκ Φατσαδίκων παλαιότερον μεν μετεφέρετο εις Δρυμώνα, οπόθεν μετά την Θείαν Λειτουργίαν της πρωΐας της Τρίτης του Θωμά μετεφέρετο εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα, νυν δε, κατόπιν αδείας του πρώην Μητροπολίτου Κυθήρων Δωροθέου Κοτταρά, το απόγευμα της Δευτέρας του Θωμά μεταφέρεται εις Καρβουνάδες, ένθα παραμένει μέχρι του απογεύματος της Τρίτης του Θωμά, οπόθεν μεταφέρεται εις Δρυμώνα, και εκείθεν την πρωΐαν της Τετάρτης του Θωμά επιστρέφει εις Μυρτίδια.
            Κατά την Δευτέραν του Θωμά ενός των πρώτων μετά την ένωσιν της Επτανήσου μετά της Μητρός Ελλάδος ετών, ενώ η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών ευρίσκετο εις το χωρίον Φατσάδικα, ο τότε Γραμματεύς του Επαρχείου Διομήδης Φανδρίδης, θέλων ίσως να επιδειχθή εις τους εν τω Ναώ των Αγίων Αναργύρων παρισταμένους δια της ασεβείας, απιστίας και αφοβίας του επλησίασε την σεπτήν Εικόνα, έξεσεν ολίγον δια του όνυχος την σεβασμίαν αυτής μορφήν, και εκτύπησεν αυτήν δια του δακτύλου, λέγων εις τους περιτρόμους εκ των ασεβών αυτού πράξεων παρισταμένους, ότι η Εικών της Μυρτιδιωτίσσης ουδέν άλλο είναι ειμή τεμάχιον ξύλου εκ της πολυκαιρίας αμαυρωθέν.
             Άλλ’ η θεία Δίκη, η κατά την κηδείαν της Θεοτόκου αποκόψασα τας αυθάδεις χείρας του αποπειραθέντος να ανατρέψη την κλίνην, εν ή το ζωαρχικώτατον Αυτής Σκήνος κατέκειτο, δεν εβράδυνε και ενταύθα να τιμωρήση τον κατά της Αγίας Αυτής Εικόνος ασεβήσαντα.
             Ο Φανδρίδης, προσκεκλημένος ών μετά τινών άλλων, όπως γευματίση εις τινά του χωρίου οικίαν έλαβε φιάλην οίνου, και ενώ αφήρει  το πώμα αυτής, ο λαιμός της φιάλης εθραύσθη, αν και ουδέν ίχνος ραγίσματος πρότερον παρουσίαζε και προυμένησε βαθύτατον τραύμα εις τον δάκτυλον ακριβώς εκείνον, δια του οποίου είχεν ούτος ψαύση ασεβώς την πανέντιμον και παναιδέσιμον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα.
             Συνεπεία του φοβερού τραύματος προεκλήθη ακατάσχετος αιμορραγία, η οποία εξηκολούθει παρά πάσαν των εν τω μεταξύ κληθέντων ιατρών προσπάθειαν.
            Ο Φανδρίδης βλέπων τον άμεσον εκ της αιμορραγίας κίνδυνον της ζωής αυτού εγκατέλιπε το πρώην αλαζονικόν και ασεβές ατυού ύφος και μετά συντριβής και ταπεινώσεως εζήτησε παρά της Θεοτόκου συγχώρησιν.
            Και πράγματι, η Μήτηρ Του και εβδομηκοντάκις επτά αφιέναι αμαρτίας κελεύσαντος, προθύμως συνεχώρησεν αυτόν και θαυμαστώς εσταμάτησεν την ακατάσχετον αιμορραγίαν του.
            Το θαύμα τούτο διαδοθέν, εκ βαθέων συνεκλόνισε τους ευσεβείς Κυθηρίους, είνε δε τοσούτω μάλλον αξιοσημείωτον, καθ’ όσον δι’ αυτού εξεδηλώθη δια πρώτην φοράν η τιμωρός της Μυρτιδιωτίσσης δύναμις, ενώ μέχρι της εποχής εκείνης, μόνον η ευεργετική και αγαθοποιός είχεν εκδηλωθή.
             Έκτοτε ουδέν τιμωρητικόν θαύμα εσημειώθη. Αλλά και το μοναδικόν ανωτέρω περιγραφέν, πάλιν εις ευεργεσίαν απέβλεπεν, ο δε σκοπός αυτού επετεύχθη, αφού εσώθη δι’ αυτού εκ της ψυχοφθόρου απιστίας και πλήρους ασεβείας και της εξ αυτών αιωνίου καταδίκης μία ανθρωπίνη ψυχή.
             Το ανωτέρω υπερφυές της Θεοτόκου των Μυρτιδίων θαύμα, γνωστόν εις πολλούς εκ των παλαιωτέρων Κυθηρίων, εξ απαλών ονύχων διηγείτο εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου η εκ μητρός μάμμη του αείμνηστος Αικατερίνα Γεωργίου Λεβούση, το γένος Γεωργίου Μόρμορη, η οποία αυτοπροσώπως παρίστατο κατά την τέλεσιν αυτού, και ζωηροτάτην είχεν εμποιήσει τούτο εντύπωσιν εις αυτήν.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΕΚ ΤΡΙΚΥΜΙΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΣΑΝΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ
             Το απόγευμα της 14ης Φεβρουαρίου του έτους 1892, Κυριακής της Τυροφάγου, οι εκ Καψαλίου Ιωάννης Δημ. Πάτερος (Γανιάς), Ζαχαρίας Πετρόχειλος, Διονύσιος Μεγαλοκονόμος (Νάνες) και Κωνσταντίνος Καρδαμυλάκης (Ντάντος), επέβησαν λέμβου και ηνοίχθησαν εις το πέλαγος προς αλιείαν ιχθύων. Ο καιρός ήτο θαυμάσιος, επεκράτει άκρα γαλήνη και οι εν λόγω αλιείς επλησίασαν κατ’ αρχάς την έρημον νησίδα Χύτραν, δια την εκείθεν αλιείαν δολωμάτων.
             Μη επιτευχθέντος του σκοπού αυτών, εν άκρα πάντοτε γαλήνη, έπλευσαν εις Αντικύθηρα, ένθα όμως και πάλιν ούτε δολώματα και συνεπώς ούτε ιχθύας ηλίευσαν, ενώ προ ολίγων μόλις ημερών, εις το αυτό σημείον, πλέον των 80 οκάδων μεγάλων ιχθύων είχον αλιεύσει.
             Ήτο ήδη ώρα 10η νυκτερινή και οι εν λόγω αλιείς έλαβον τον δρόμον της εις Καψάλιον επιστροφής.
            Ενώ κατ’ αρχάς ο καιρός ήτο υπέροχος, καθ’ όσον προϋχώρει η νύξ ήρχισε να ματαβάλληται και, ενώ αρχικώς έπνεεν ελαφρός νοτιοδυτικός άνεμος (Γαρμπής), κατά την νύκτα ετράπη προς Νότον – νοτιοανατολικόν (Όστρια, Σιρόκον).
             Λόγω του επικρατούντος σκότους δεν διέκριναν πλέον το Καψάλιον, ούτω δε μη δυνηθέντες να εννοήσωσι και την μεταβολήν του καιρού, ενόμιζον μεν ότι έπλεον προς Καψάλιον, ενώ πράγματι έπλεον προς Πειραιά.
             Η τρικυμία, καθ’ όσον προϋχώρει η νύξ, επετείνετο και μετ’ αυτής, συντελούντος και του πυκνού σκότους η φοβερά αγωνία των δυστυχών αλιέων. Τα κύματα εισώρμων ακάθεκτα εντός της μικράς λέμβου. Εις επίμετρον, λόγω βλάβης, το ύδωρ ήρχισε να εισρέη και εκ των υφάλων της λέμβου μερών και να πλημμυρή αυτήν, εις τρόπον ώστε να αντιμετωπίζωσιν ούτοι τον άμεσον του καταποντισμού κίνδυνον.
             Εν τοιαύτη αγωνιώδει ευρισκόμενοι καταστάσει οι δυστυχείς αλιείς, έρριψαν εις την θάλασσαν την μοναδικήν αυτών περιουσίαν, ήτοι δίκτυα, παραγάδια, σχοινία κ.λ.π. προς ανακούφισιν της λέμβου, άλλ’ εις μάτην.
             Παρά τας απεγνωσμένας αυτών προσπαθείας, το ύδωρ εξηκολούθει να εισρέη εντός της λέμβου.
            Προς τον σκοπόν να αφαιρέσωσι τούτο έθραυσαν την πηλίνην υδρίαν, η οποία περιείχε το πόσιμον ύδωρ. Η υδρία εθραύσθη εξ αδεξιότητός των κατά τοιούτον τρόπον, ώστε τα τεμάχια αυτής δεν ήτο δυνατόν να χρησιμεύσουν προς εξαγωγήν εκ της λέμβου του θαλασσίου ύδατος, μόνη δε θλιβερά συνέπεια της θραύσεως της υδρίας, ήτο να μαστίζωνται οι ατυχείς αλιείς μετά τινάς ώρας υπό αφορήτου δίψης.
            Προς τον σκοπόν ν’ αφαιρώσι τα εισρέοντα θαλάσσια ύδατα, μετεχειρίσθησαν τα «φλασκιά», εις τα οποία ήνοιξαν οπάς. Αλλά τόσον ήτο πολύ το εισρέον ύδωρ, και τόσον μικρά τα αγγεία δι’ ών εγίνετο η αφαίρεσις αυτού, ώστε η λέμβος ελάχιστα ανεκουφίζετο.
              Ενώ, λοιπόν, εν τοιαύτη απελπιστική καταστάσει ευρίσκοντο, και μετά δακρύων αγνωνίας και πίστεως επεκαλούντο εις βοήθειαν την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων, ενόμισαν αίφνης ότι είδον εις το άκρον της λέμβου, μελανειμονούσνα σεβασμίαν γυναίκα.
             Το όραμα υπήρξε στιγμιαίον, αλλά το εξ αυτού θάρρος των ευσεβών αλιέων παμμέγιστον.
             Ο επί κεφαλής αυτών Ιωάννης Πάτερος, πλήρης ελπίδος και ιεράς συγκινήσεως, εφώναξε προς τους λοιπούς: «Παιδιά μη φοβάστε. Η Μυρτιδιώτισσα είναι μαζί μας».
              Και τότε συνέβη το θαύμα.
              Η τεταραγμένη και τρικυμιώδης θάλασσα, ως εις νεύμα θείον υπείκουσα, εγαλήνευσεν, ο σφοδρότατος άνεμος κατέπαυσε, και οι αλιείς περιχαρείς, δοξάζοντες και ευλογούντες την Θεοτόκον δια το υπερφυές Αυτής θαύμα, έλαβον τας κώπας ανά χείρας.
             Επειδή το σκότος ήτο ακόμη βαθύ, αφέθησαν να οδηγώνται υπό των ρευμάτων της θαλάσσης, αναμένοντες να προσανατολισθούν, όταν το σκότος θα διελύετο.
             Πράγματι ο ήλιος μετ’ ολίγον ανέτειλε, και τότε μόνον αντελήφθησαν ότι ευρίσκοντο πλησίον του ακρωτηρίου Ταίναρον. Τα Κύθηρα διέκριναν ως τρεις κεχωρισμένας νησίδας, λόγω της αποστάσεως.
             Εν τω μεταξύ ήρχισε πνέων ήπιος δυτικός άνεμος (Πονέντες), οι δε αλιείς υψώσαντες το ιστίον κατηυθύνοντο εις Κύθηρα.
             Εν όσω προϋχώρει η ώρα, ο άνεμος καθίστατο ισχυρότερος, η δε λέμβος υπό την ώθησιν αυτού εφαίνετο να πετά επί των κυμάτων. Και το θαυμαστότερον ήτο ό,τι λόγω της διευθύνσεως του ανέμου, ο επί του οίακος δεν ηδύνατο να δώση άλλην τινά κατεύθυνσιν  προς τα δεξιά, ούτε προς τα αριστερά, αλλά μόνον προς τον λιμενίσκον των Μυρτιδίων.
             Καθ’ οδόν συνήντησαν το Αυστριακόν της γραμμής και διέκριναν τους επιβάτας να παρατηρούν αυτούς μετ’ εκπλήξεως και περιεργείας.
             Καθ’ όσον επλησίαζον εις Λιμνάρια, ο άνεμος επί μάλλον και μάλλον εσφοδρύνετο, η δε λέμβος μόλις ήγγιζεν επί των κυμάτων. Πάντως ουδεμίαν άλλην κατεύθυνσιν ηδύναντο να λάβουν πλην της του λιμενίσκου των Μυρτιδίων.
            Φθάσαντες επί τέλους εκεί απεβιβάσθησαν εις την ξηράν και εκ της υπερβολικής των χαράς ενηγκαλίζοντο και κατεφίλουν τους βράχους της αγαπητής των πατρίδος.
             Αμέσως ανήλθον ανυπόδητοι εις τον ιερόν των Μυρτιδίων Ναόν, ένθα εγένοντο μετά προθυμίας και πολλών περιποιήσεων δεκτοί παρά του αειμνήστου Αγαθαγγέλου, ενώπιον δε της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, γονυπετείς και κλαίοντες εξ ευγνωμοσύνης, ηυχαρίστησαν την Θεοτόκον  δια την ανέλπιστον και θαυμαστήν σωτηρίαν των.
            Εις ένδειξιν της αϊδίου ευγνωμοσύνης των παρηκολούθουν έκτοτε την ανά τα διάφορα χωρία της Νήσου περιφοράν της πανσέπτου Εικόνος, υποβαστάζοντες αυτήν και διανυκτερεύοντες μετ’ αυτής εν τοις διαφόροις των χωρίων Ναοίς.
             Το υπερφυές τούτο της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα είχε την καλωσύνην να αφηγηθή προς τον συγγραφέα του παρόντος  βιβλίου ο μόνος εκ των τεσσάρων ευσεβών εκείνων αλιέων μέχρι των τελευταίων προπολεμικών ετών επιζών, και αγαπητός αυτού φίλος αείμνηστος Ιωάννης Πάτερος (Γανιάς), ο οποίος κατά την διήγησιν διεκόπη πολλάκις υπό των αφθόνων της ευγνωμοσύνης δακρύων και της ιεράς και βαθείας συγκινήσεως, η οποία παρά την πάρ-οδον τόσον μακρού από του θαύματος διαστήματος, κατελάμβανε τούτον πάντοτε οσάκις ενεθυμείτο ή διηγείτο τούτο.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΦΥΟΥΣ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝ
ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΞ ΕΓΓΥΤΑΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΘΕΝΤΟΣ

            Την 16ην του μηνός Αυγούστου του έτους 1901 συνέβη έτερον της Θεοτόκου των Μυρτιδίων υπερφυέστατον θαύμα, το εξής:
            Ο εκ Ποταμού των Κυθήρων καταγόμενος ευσεβής νέος Γεώργιος Γκούβαρης είχε μεταναστεύση εις Αμερικήν, διέμενε δε φιλοπόνως εργαζόμενος προς βιοποριστικούς σκοπούς εις Μπουένος Άϋρες της Δημοκρατίας της Αργεντινής.
             Εν τη εργασία του είχεν ανταγνωιστήν φθονερόν και κακότροπον Ιταλόν ο οποίος, μη δυνάμενος να υποφέρη την διαρκή πρόοδον του Γκούβαρη, παρείχε πάντοτε πράγματα εις αυτόν.
             Εις τας εριστικάς διαθέσεις του ο αξιοπρεπής Κυθήριος αντέτασσε πλήρη αδιαφορίαν, τούτο δε τοσούτον εξώργιζε τον ειδεχθή Ιταλόν, ώστε απεφάσισε την εξόντωσί του.
            Ούτω κατά την 16ην Αυγούστου 1901, ημέραν καθ’ ήν συνήντησε τον Γεώργιον Γκούβαρην, εδημιούργησε δια πολλοστήν φοράν σκηνήν, κατά την διάρκειαν της οποίας εξήγαγε το περίστροφόν του και εξ εγγυτάτης αποστάσεως επυροβόλησε κατ’ αυτού.
            Ο ευσεβής Κυθήριος, προ του αμέσου κινδύνου, μόλις επρόφθασε το πάνσεπτον όνομα της Πολιούχου και Προστάτιδος της ιδιαιτέρας Πατρίδος του να αναφωνήση.
             -«Μυρτιδιώτισσά μου!», ανέκραξε.
              Και η πανταχού παρούσα και πάντας τους Κυθηρίους περισκέπουσα Θεοτόκος ανέκοψε την ορμήν της δολοφονικής σφαίρας, ούτως ώστε αύτη μόνον τα ενδύματά του διέτρησε, και ελαφροτάτην αμυχήν άνωθεν του αριστερού μαστού προϋξένησεν εις αυτόν, μετά δε ταύτα κατέπεσεν αδρανής εντός του θυλακίου του.
              Εις ένδειξιν της απείρου ευγνωμοσύνης του  και εις αιωνίαν ανάμνησιν του υπερφυεστάτου θαύματος ο εκ βεβαίου θανατηφόρου τραύματος σωθείς Γεώργιος Γκούβαρης κατεσκεύασε σφαίραν εκ χρυσού, ζυγίζουσαν ακριβώς όσον και η δι’ ής επυροβολήθη, ανέγραψεν επ’ αυτής το όνομά του και την ημερομηνίαν του θαύματος και ανήρτησεν αυτήν εις την σκεπήν της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, κατεσκεύασε δε δι’ εξόδων του το χρυσούν αδαμαντοκόλλητον στέμμα, το άνωθεν της κεφαλής του εν τη σεπτή Εικόνι ως βρέφους υπό της Παρθένου βασταζομένου Σωτήρος Χριστού.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΚ ΠΤΩΣΕΩΣ ΒΑΡΕΩΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΘΕΝΤΟΣ
             Ο εκ του Ποταμού των Κυθήρων, ως και ο αμέσως ανωτέρω, καταγόμενος και εις Αυστραλίαν προς βιοπορισμόν μεταναστεύσας Μιχαήλ Κοσμά Κατσούλης συνηγωνίζετο κάποτε περί ταχύτητος μετά τινός Άγγλου ποδηλατιστού, αυτός επί καλπάζοντος ίππου επιβαίνων.
             Ενώ διήρχοντο δια τινός ξυλίνης σεσαθρωμένης γεφύρας, ο Κατσούλης κατέπεσεν από του ίππου, υποστάς σοβαρώτατον της κεφαλής κάταγμα και θλάσιν των οστών της χειρός.
              Εν πλήρει διατελών αναισθησία μετεφέρθη εις Νοσοκομείον, ένθα οι εξετάσαντες αυτόν ιατροί απεφάνθησαν ότι το μεν τραύμα της χειρός ευκόλως θα ηδύνατο να ιαθή, το κάταγμα όμως του κρανίου ήτο σοβαρώτατον, και εξ αυτού μετά βεβαιότητος ανέμενον τον θάνατον του τραυματίου, αν δεν ήθελεν επενεργήση υπερτέρα τις Δύναμις.
            Παρέσχον εν τούτοις οι ιατροί εις αυτόν πάσαν υπό της Επιστήμης ενδεδειγμένην βοήθειαν και τέλος απήλθον, αφήνοντες τους εν τω μεταξύ συρρεύσαντας συμπατριώτας του τραυματίου κλαίοντας δια την επικειμένην στέρησιν του αγαπητού των Μιχαήλ Κατσούλη.
            Την οδύνην των επηύξανε το γεγονός, ότι ούτος ήτο μονογενής υιός, εις τον οποίον οι εν Κυθήροις γονείς αυτού πάσαν συνεκέντρουν την στοργήν αυτών, και επί του οποίου πάσαν ελπίδα αυτών εστήριζον, ο δε θάνατός του θα εβύθιζεν εις άρρητον θλίψιν και μεγίστην απόγνωσιν αυτούς.
            Εν μέσω των οδυρμών και των θρήνων των οι παριστάμενοι συμπατριώται του τραυματίου συνεχώς επεκαλούντο εις βοήθειαν την Προστάτιδα και Πολιούχον της Πατρίδος των προς σωτηρίαν του κινδυνεύοντος.
             Και όντως αι μετά δακρύων και θερμής πίστεως δεήσεις αυτών εισηκούσθησαν.
             Η φιλόστοργος Μήτηρ ων Κυθηρίων ενεφανίσθη εν οράματι εις τον εν αναισθησία διατελούντα τραυματίαν, και μητρικώς παρηγορούσα τούτον έλεγε: «Δεν θα πεθάνης, παιδί μου. θα γιατρευθής εντελώς και θα ξαναδής τους γονείς σου που ανησυχούνε για σένα. Θα ξαναπάς στα Μυρτίδια που είναι η Εκκλησιά μου, καθώς πήγες και πριν να φύγης από το Νησί μας, και θα ξαναπροσκυνήσης την Εικόνα μου που βρίσκεται εκεί».
             Πράγματι μετ’ ολίγας ημέρας, συμφώνως προς τους λόγους της Θεοτόκου, ο υπό των ιατρών απηλπισμένος διέφυγε τον κίνδυνον, και μετά πάροδον ολίγων έτι εβδομάδων εθεραπεύθη τελείως, και τότε μόνον ανήγγειλε δι’ επιστολής του εις τους εν Κυθήροις ανησυχούντας γονείς του τον σοβαρώτατον κίνδυνον τον οποίον είχε διατρέξη, και ανέθεσεν εις αυτούς να τελώσι δι’ εξόδων του κατ’ έτος εν τω Ναώ των Μυρτιδίων την εορτήν της Υπαπαντής του Σωτήρος της 2ας Φεβρουαρίου, ημέρας κατά την οποίαν είχε τραυματισθή, ελθών δε μετά τινά χρόνον εις Κύθηρα μετέβη αυτοπροσώπως εις τον Ναόν της Μυρτιδιωτίσσης, προσεκύνησε μετά δακρύων ευγνωμοσύνης την χαριτόβρυτον Εικόνα και αφιέρωσε εις αυτήν δύο χρυσά αναθήματα παριστώντα το μεν το τραύμα της χειρός, το δε το τραύμα της κεφαλής, εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος υπερφυούς θαύματος.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΦΡΟΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΣΤΑΘΗ
             Εις τα τέλη του 19ου και αρχάς του 20ου αιώνος, πλην των δύο αμέσως ανωτέρω αναγραφέντων θαυμάτων, ανάγονται και τα επόμενα, εις των οποίων την αφήγησιν προβαίνομεν, αρχόμενοι από το εις τον Γεώργιον Στάθην ή Μπόγομον γενόμενον.
             Ο Γεώργιος Στάθης κατήγετο εκ του χωρίου «Άγιος Ηλίας», έπαθε δε, νέος έτι ών, το φοβερόν της παραφροσύνης πάθος.
             Υπό τούτου δεινώς ελαυνόμενος, ατιθάσως περιεπλανάτο εις κρημνούς και χαράδρας, εις ερημίας και όρη, κινδυνεύων ανά πάσαν στιγμήν να υποστή τον εκ πτώσεως θάνατον.
              Αλλά και όταν παρέμενεν οίκοι, και πάλιν η ζωή αυτού ευρίσκετο εν κινδύνω, διότι υπό της επαράτου μανίας καταλαμβανόμενος κατέπινε παν το προστυχόν, ήτοι βελόνας, λίθους, τεμάχια υάλου κ.λ.π.
            Οι δυστυχείς συγγενείς το μετέφεραν και ενέκλεισαν αυτόν προς θεραπείαν εις το Δρομοκαΐτειον Φρενοκομείον, άλλ’ εις μάτην. Η κατάστασίς του ουδ’ επ’ ελάχιστον εβελτιούτο, δι’ ο και μετέφερον αυτόν πάλιν εις Κύθηρα, τοσούτω μάλλον, καθ’ όσον και η οικονομική αυτού κατάστασις δεν επέτρεπε την περαιτέρω εν τω Φρενοκομείω προς θεραπείαν παραμονήν.
            Εις Κύθηρα επανελθών ο ατυχής Στάθης εξηκολούθει κατατρυχόμενος υπό του πάθους της παραφροσύνης, ως και πρότερον.
            Αφού έχασαν πάσαν εκ της ανθρωπίνης Ιατρικής Επιστήμης ελπίδα, οι συγγενείς του μετέφερον αυτόν εις τον εν Μυρτιδίοις της Θεοτόκου Ναόν και παρέστησαν αυτόν προ της σεπτής της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, μετά δακρύων αιτούντες την ευσπλαγχνίαν της Θεομήτορος.
            Την 20ην από της μεταφοράς αυτού ημέραν ο πάσχων είδε κατ’ όναρ μελανειμονούσαν σεβασμίαν γυναίκα, η οποία είπεν εις αυτόν να μη λυπάται διότι συντόμως θα θεραπευθή εκ της μανίας, υπό της οποίας κατετρύχετο, προσέθηκε δε και πολλούς ετέρους παραμυθητικούς και ενθαρρυντικούς λόγους. Η σεβασμία αύτη και μελανειμονούσα γυνή ωμοίαζε προς την Θεοτόκον, ως Αύτη απεικονίζεται εν τη εν Μυρτιδίοις ευρεθείση ιεράς αυτής Εικόνι.
            Την επαύριον εξυπνήσας ο τέως παράφρων ευρέθη θαυμαστώς υγιής.
             Μετέβη αμέσως εις τον Ναόν και, γονυπετήσας ενώπιον της χαρυτοβρύτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, έχυσεν άφθονα ευγνωμοσύνης δάκρυα και εκ βαθέων ηυχαρίστησε την Θεοτόκον δια την μεγίστην εις αυτόν ευεργεσίαν.
            Έκτοτε ουδέποτε πλέον μέχρι του θανάτου του προσεβλήθη υπό της επαράτου νόσου, αν και έζησεν από της θαυμαστής θεραπείας του πολλά έτη, κατά την διάρκειαν των οποίων δεν έπαυε διηγούμενος και κηρύττων το εις αυτόν γενόμενον μέγιστον της Παρθένου θαύμα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΠΑΡΑΦΡΟΝΟΣ ΜΗΝΑ ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ
            Εκ του αυτού της παραφροσύνης πάθους η Θεοτόκος, υπερφυώς εν Μυρτιδίοις ευρεθείσης πανσέπτου Εικόνος Αυτής, εθεράπευσε πλην άλλων Κυθηρίων τε και ξένων, και τον εκ Ποταμού των Κυθήρων καταγόμενον Μηνάν Πανάρετον ή Νώτον.
             Ούτος άγων το 35ον έτος της ηλικίας αυτού και έγγαμος ών παρεφρόνησε. Περιεπλανάτο, ως και ο ανωτέρω Στάθης, εις τόπους ερήμους, αβάτους και κρημνώδεις, κινδυνεύων ανά πάσαν στιγμήν να φονευθή εκ πτώσεως. Εν αντιθέσει προς τον προηγούμενον, ο Μηνάς Πανάρετος ήτο λίαν επικίνδυνος εις τους περί αυτόν. Έφερε μεθ’ εαυτού πάντοτε φονικά όπλα και πολλάκις εδοκίμαζε να αυτοκτονήση, ή να φονεύση δι’ αυτών πάντα, ο οποίος θα απεπειράτο να τον αναχαιτίση.
             Η απαρηγόρητος σύζυγος και οι λοιποί συγγενείς του, αφού πρώτον μετεχειρίσθησαν εις μάτην πάντα τα υπό της ανθρωπίνης Ιατρικής Επιστήμης ενδεικνυόμενα θεραπευτικά μέσα, μετέφερον αυτόν εις τον ιερόν των Μυρτιδίων Ναόν και, στήσαντες ενώπιον της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, μετά θερμής πίστεως και δακρύων εδεήθησαν υπέρ της ιάσεως αυτού.
            Και ώ του θαύματος! Μόλις ο ιερεύς ήρξατο ψάλλων τα τροπάρια και τους λοιπούς ύμνους της Μικράς Παρακλήσεως, ο τέως επικίνδυνος παράφρων εσταύρωσε τας χείρας επί του στήθους, ηκροάτο προσεκτικώς, εποίει από καιρού εις καιρόν το σημείον του Σταυρού, επρόφερε δε ασυναρτήτους μεν λέξεις, αλλά πάντοτε εις την Θεοτόκον αναφερόμενος.
            Μετά το πέρας της Παρακλήσεως εγονυπέτησεν ενώπιον της πανσέπτου Εικόνος και έχυσεν άφθονα και θερμότατα ευγνωμοσύνης δάκρυα δια την θαυμαστήν εκ της φοβεράς παραφροσύνης θεραπείαν του.
             Έκτοτε ουδέποτε πλέον προσεβλήθη υπό του επαράτου πάθους, μετερχόμενος δε το επάγγελμα του εμπόρου αποικιακών και εδωδίμων εν Πειραιεί, μεθ’ ιεράς συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης εκήρυττε το εις αυτόν γενόμενον υπερφυές της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα.
ΤΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΝ ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ
 ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΕΜΜ. ΣΤΑΗΝ ΘΑΥΜΑΤΑ
             Δύο σπουδαιότατα της Παρθένου των Μυρτιδίων θαύματα αναφέρει εν επιστολή του προς τον αοίδιμον Επίσκοπον Κυθήρων Ευθύμιον Καββαθάν, ζητήσαντες σχετικάς πληροφορίας, ο διαπρεπής των Κυθήρων Πολιτευτής, επανειλημμένως διατελέσας Υπουργός και εξ επιφανεστάτης και αριστοκρατικής της Πρωτευούσης των Κυθήρων οικογενείας έλκων την καταγωγήν αείμνηστος Σπυρίδων Εμμ. Στάης.
             Αντί άλλης αφηγήσεως παραθέτομεν ώδε αυτολεξί το απόσπασμα της επιστολής, παραλαμβάνοντες τούτο εκ της εκδόσεως του αειμνήστου Επισκόπου Ευθυμίου Καββαθά.
            … «Δεν επεθύμουν να εγίνετο λόγος περί εμού, διότι δεν αρέσκομαι εις την διαφήμησιν! Εν τούτοις όμως δεν δύναμαι να αποκρύψω, ότι δις πλησίον της Μονής της Μυρτιδιωτίσσης εσώθην ως εκ θαύματος. Το μεν εκ της θλάσεως του κυνηγετικού μου όπλου κατά την σκόπευσιν μεταβληθέντος εις θρύμματα, ων ουδέν με έθιξε, το δε εκ μεγάλης τρικυμίας – αίφνης ενσκηψάσης – η οποία παρέσυρε προς την Αφρικήν μικρόν πλοιάριον εφ’ ου επεβαίνομεν, και το οποίον – μετά δωδεκάωρον πάλην κατά των αγρίων κυμάτων – διεσώθη υπό Ιταλικού ιστιοφόρου μεγάλου, προσδέσαντος και οδηγήσαντος αυτό εις την παραλίαν της Μυρτιδιωτίσσης».
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΗΣ ΣΕΠΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ
            Κατά το δεκαπενθήμερον από 1ης μέχρι 15ης Αυγούστου του έτους 1902 διάστημα διέμενε μετ’ άλλων πολλών Κυθηρίων και ξένων, συμφώνως προς το υπάρχον παλαιότατον έθιμον, εν τω ιερώ των Μυρτιδίων Καθιδρύματι, ο εκ Γυθείου διαπρεπής, δικηγόρος και μεγίστην προς την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα ευλάβειαν τρέφων Ηλίας Θλιβερός μετά της συζύγου του Καλλιόπης.
             Ημέραν τινά εισελθών μόνος εν τω Ναώ, κατειλημμένος υπό αθυμίας και εν βαθυτάτη κατανύξει ενώπιον της σεπτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης προσευχόμενος, είδε το ιερόν Αυτής πρόσωπον να μεταβάλλη αιφνιδίως χρώμα καθιστάμενον ρόδινον, και να παρουσιάζη χαρακτηριστικά προσώπου εκπάγλου καλλονής, ενώ γνωστόν τυγχάνει ότι τα πρόσωπα της Θεοτόκου και του Θείου Βρέφους εν τη σεπτή Εικόνι είναι τελείως μελανά, ουδέν δε χαρακτηριστικόν επ’ αυτών, πλην σχήματος προσώπου, συνήθως διακρίνεται. Εν τω προσώπω της σεβασμίας Εικόνος διεγράφη μειδίαμα αρρήτου γλυκύτητος, οι οφθαλμοί αυτής προσέβλεψαν αυτόν ιλαρώς και μετ’ ολίγα δευτερόλεπτα η οπτασία εξηφανίσθη και το πρόσωπον της ιεράς Εικόνος επανήλθεν εις την προτέραν συνήθη αυτού κατάστασιν.
             Ο ευσεβής Θλιβερός προσεπάθησε να δώση φυσικήν τινά εξήγησιν εις το υπερφυές όραμα, άλλ’ εις μάτην. Ούτε ακτίς ηλίου προσέπιπτε κατά την στιγμήν εκείνην επί της Εικόνος, ούτε άλλο τι φως. Παρεδέχθη όθεν ο πιστός εκείνος της Θεοτόκου θεράπων ότι επρόκειτο περί αληθούς θαύματος.
             Πράγματι το θαύμα τούτο συμβαίνει κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα, είναι ακαριαίον, και προξενεί βαθυτάτην και αναξάλειπτον εντύπωσιν εις πάντας τους κατά καιρούς αξιωθέντας να ίδωσιν αυτό, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, πλην του εν λόγω Ηλία Θλιβερού, και πολλοί Κυθήριοι. Ούτοι πάντες διατηρούσιν ανεξάλειπτον και ζωηροτάτην εκ της υπερφυούς οπτασίας εντύπωσιν, και αποδίδουσιν αυτήν εις Θείαν Χάριν την εν τη Πανσέπτω Εικόνι πλουσίως ενυπάρχουσαν.
            Ο εν λόγω ευσεβής Δικηγόρος και θερμότατος της Θεοτόκου θεράπων Ηλίας Θλιβερός είχε πάντοτε, ως και οι πλείστοι των Κυθηρίων, ως εγκόλπιον μικρόν της πανσέπτου Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπον, θνήσκων δε κατέλειπε δια διαθήκης την εν Γυθείω μεγάλην οικίαν αυτού εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα.
             Προ της εκ Μυρτιδίων αναχωρήσεώς του είχεν ίδει καθ’ ύπνους μελανειμονούσαν σεβασμίαν γυναίκα, ήτις είπε προς αυτόν: «Πήγαινε και θα σε ακολουθώ παντού». Προφανώς η εν ονείρω εμφανισθείσα εις αυτόν μελανειμονούσα και σεβασμία γυνή ήτο αυτή Αύτη η Θεοτόκος, η Οποία προστατεύει  και περισκέπει πάντας τους μετά πίστεως προσερχομένους και θερμώς εξαιτουμένους την Χάριν Αυτής, ευλαβώς δε προσκυνούντας την εν Μυρτιδίοις θαυμαστώς φανερωθείσαν χαριτόβρυτον αυτής Εικόνα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ
ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΑΤΡΙΝΟΥ
             Φθίνοντος του 19ου αιώνος, και έτερον υπερφυές της Θεοτόκου των Μυρτιδίων εσημειώθη θαύμα, το ακόλουθον:
            Ως γνωστόν εν τη Νήσω Χίω υπάρχει ολόκληρος Μονή τιμωμένη επ’ ονόματι της Μυρτιδιωτίσσης, της Οποίας ο Ηγούμενος Χριστόφορος Σερέμελης προέβη εις την έκτην της παλαιάς Ακολουθίας έκδοσιν.
             Πάτες οι εκ της Νήσου Χίου καταγόμενοι, εκ του λόγου τούτου, μεγίστην προς την Μυρτιδιώτισσαν τρέφουσιν ευλάβειαν.
             Μεταξύ τούτων διεκρίνετο ο Αντώνιος Πατρινός, ο οποίος την προς την Μυρτιδιώτισσαν ευλάβειαν και πίστιν παρά της καλής και εναρέτου αυτού μητρός εξ απαλών ονύχων είχε διδαχθή, ιερόν δε της σεπτής Εικόνος έκτυπον αείποτε μαθ’ εαυτού έφερε, το οποίον παρέδωκεν εις αυτόν η ευσεβής και φιλόστοργος μήτηρ του, εις Αίγυπτον προς εμπορίαν απερχόμενον.
             Εν Αιγύπτω ενυμφεύθη καλήν και ενάρετον γυναίκα, έζη δε μετ’ αυτής ανέφελον συζυγικόν βίον, τηρών τας εντολάς του Θεού, και την προς την Μυρτιδιώτισσαν ευλάβειαν.
             Αίφνης η προσφιλής αυτού σύζυγος ησθένησε σοβαρώτατα.
              Ο φιλόστοργος Πατρινός εκάλεσε τους διασημοτέρους της Αιγύπτου ιατρούς παρά το προσκεφάλαιον της βαρέως νοσούσης συζύγου του και γενικώς μετήλθε πάντα τα υπό της Ιατρικής Επιστήμης ενδεικνυόμενα μέσα θεραπείας, άλλ’ εις μάτην. Η κατάστασις αυτής συνεχώς επεδεινούτο, οι δε ιατροί απεφάνθησαν εν τέλει, ότι ουδεμία πλέον υπελείπετο σωτηρίας ελπίς.
             Απελπισθείς όθεν ο ευσεβής Πατρινός παρά των ανθρώπων, προς την ακαταίσχυντον των απηλπισμένων ελπίδα κατέφυγε, και εξαγαγών εκ του κόλπου αυτού το όπερ πάντοτε μεθ’ εαυτού έφερεν Εικονισμάτιον της Μυρτιδιωτίσσης, μετά θερμοτάτης πίστεως και δακρύων ητήσατο της Θεοτόκου το έλεος.
             Αμέσως μετά τούτο, συντελούσης και της πολυημέρου παρά την ασθενή αγρυπνίαν του, κατελήφθη υπό του ύπνου.
            Κατά την ολιγόλεπτον διάρκειαν αυτού είδεν εν ονείρω την Θεοτόκον, φέρουσαν εν αγκάλαις ως βρέφος τον Σωτήρα του Κόσμου, ως εικονίζεται Αύτη εν της υπερφυώς εν Μυρτιδίοις ευρεθείση Εικόνι Αυτής, και λέγουσαν μετά γλυκύτητος προς αυτόν: «Μη φοβάσαι˙ η γυναίκα σου θα γιατρευθή γρήγορα, μόνο πίστευε σε μένα».
             Τόσην υπήρξεν η χαρά, η ελπίς, η παρηγορία και η ενθάρρυνσις αυτού εκ των χαρμοσύνων της Παρθένου λόγων, ώστε όταν αφυπνίσθη, εθεώρει την ασθενούσαν σύζυγόν του ήδη εντελώς ιαθείσαν, μετέδιδε δε την αισιοδοξίαν του και εις τους πέριξ της κλίνης αυτής οδυρομένους συγγενείς λέγων ότι έχει πεποίθησιν, ότι η σύζυγός του θα ιαθή, διότι τούτο είπε καθ’ ύπνους προς αυτόν η Παναγία Μυρτιδιώτισσα.
            Όντως μετ’ ολίγας ημέρας η φερομένη προς θάνατον ασθενής εισήλθεν εις το στάδιον της αναρρώσεως και τέλος κατέστη τελείως, ως και πρότερον, υγιής, εκπληρωθείσης ούτω της καθ’ ύπνους δοθείσης υποσχέσεως της Θεοτόκου, την οποίαν από καρδίας ο ευσεβής Πατρινός ηυχαρίστει και εδόξαζε δια το υπερφυές αυτής θαύμα.
             Ούτος εις ένδειξιν της απείρου ευγνωμοσύνης του αφιέρωσεν εις τον πάνσεπτον των Μυρτιδίων Ναόν πολυτελέστατον κρυστάλλινον Πολυέλαιον, επεσκέφθη τα Κύθηρα και προσεκύνησε την πάντιμον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, πρηνής προ ταύτης επανειλημμένως πεσών, κατεσκεύασε δε δι’ εξόδων αυτού τα εκ πολυτίμου ξύλου στασίδια του Ναού, και διώρθωσεν, επίσης δι’ εξόδων αυτού τας εκ των καταστρεπτικών σεισμών του έτους 1903 προξενηθείσας τω Ναώ των Μυρτιδίων ζημίας, επισκευάσας τα δημιουργηθέντα ρήγματα, και το θραυσθέν εκ της πτώσεως του μαρμαρίνου του Εικονοστασίου Σταυρού αργυρούν πολυκάνδηλον.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΑ ΕΙΣ ΙΕΡΑ Ή ΔΙ’ ΙΕΡΩΝ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΒΡΥΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ ΕΚΤΥΠΩΝ
             Η Θεοτόκος ου μόνον την εν Μυρτιδίοις των Κυθήρων θαυμαστώς ευρεθείσαν πάνσεπτον Αυτής Εικόνα περιέβαλε δια της χάριτος Αυτής, άλλ’ εν τίνι μέτρω και πάντα τα ιερά Αυτής έκτυπα.
             Δεν υπάρχει οικία εις Κυθήριον ανήκουσα, και οπουδήποτε της γης κειμένη, ένθα να μη ευρίσκηται ιερόν της σεπτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπον, υπερβαλλόντως και εξαιρέτως τιμώμενον.
             Εις την ξένην μεταναστεύοντες οι Κυθήριοι απαραιτήτως λαμβάνουσι μεθ’ εαυτών ιερά αντίτυπα της χαριτοβρύτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, δια των οποίων αφ’ ενός μεν την χάριν της Θεοτόκου επισπώνται και παντοίων κινδύνων και λυπηρών διασώζονται, αφ’ ετέρου δε άσβεστον διατηρούσι την προς την γενέτειραν αγάπην και ακοίμητον τον πόθον της εις ταύτην επανόδου.
             Εις πόλεμον απερχόμενοι, και πάλιν το ιερόν αντίτυπον της παντίμου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος φέρουσιν εν τοις κόλποις αυτών, το οποίον γίνεται εις αυτούς ασπίς αλεξίσφαιρος και διάσωσμα παντός κινδύνου.
             Αλλά και θνήσκοντες οι ευσεβείς Κυθήριοι και εκ του ματαίου τούτου κόσμου απερχόμενοι, και πάλιν ιερόν της αχράντου Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπον φέρουσιν επί του στήθους αυτών, ως συνοδείαν πολύτιμον εις τας μακαρίας του υπερπέραν οδούς, ως εφόδιον αιωνίου ζωής, και ως ελπίδα συγχωρήσεως των αμαρτιών αυτών, κατά την φοβεράν ημέραν της Κρίσεως.
Η ΕΚ ΠΥΡΚΑΪΩΝ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΑΣΩΣΙΣ ΙΕΡΩΝ ΕΚΤΥΠΩΝ
ΤΗΣ ΣΕΠΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ
             Πλειστάκις συνέβη εκ πυρκαϊών φοβερών, κατά τας οποίας τα πάντα εγένοντο παρανάλωμα του πυρός, μόνον τα ιερά της σεπτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπα, αν και επί σανίδος γεγραμμένα, να παραμείνωσι ανέπαφα.
            Παραδείγματα τοιούτων θαυμάτων, πλην άλλων, είναι και τα εξής:
             Ότε κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος συνέβη μεγάλη πυρκαϊά, αποτεφρώσασα το εν Πειραεί Καπνοπωλείον του εκ Ποταμού των Κυθήρων καταγομένου Βρεττού Λουράντου, μόνον το ιερόν έκτυπον της σεπτής της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος διεσώθη, εξαχθέν μετά την κατάσβεσιν του πυρός εκ των καπνιζόντων ερειπίων σώον και αβλαβές.
             Επίσης κατά την πυρκαϊάν την επισυμβάσαν εις Κωνστάντζη της Ρουμανίας, κατά την οποίαν απετεφρώθη ολόκληρον το παντοπωλείον του εκ του χωρίου Ντουριάνικα των Κυθήρων καταγομένου Δημητρίου Τζωρτζοπούλου, και πάλιν εξ όλων των πραγμάτων μόνον το ιερόν αντίτυπον της Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης παρέμεινεν απρόσβλητον και εξήχθη ανέπαφον μετά την κατάσβεσιν του πυρός.
ΤΟ ΕΝ ΤΩ ΑΓΙΩ ΟΡΕΙ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΙΕΡΟΥ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ ΑΝΤΙΤΥΠΟΥ
             Παρεμφερές προς τα ανωτέρω είναι και το επόμενον θαύμα, το οποίον μεθ’ ιεράς συγκινήσεως διηγήθη εις τον αοίδιμον Επίσκοπον Κυθήρων Ευθύμιον Καββαθάν ο εκ του χωρίου Φράτσια καταγόμενος και εν τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου εν Αγίω Όρει μονάζων αγιογράφος Παΐσιος Μοναχός.
             Ούτος εξ ευλαβείας προς την Προστάτιδα και Πολιούχον της ιδιαιτέρας Πατρίδος του είχεν αγιογραφήση Εικόνα ομοίαν τη εν Μυρτιδίοις των Κυθήρων θαυμαστώς ευρεθείση, την οποίαν αφιέρωσεν εις τον ναΐσκον του Προφήτου Ηλιού, τον κείμενον επί της κορυφής του όρους «Καρμήλιον», εγγύς της Σκήτης ένθα εμόναζε.
             Κατά την νύκτα της 26ης προς την 27ην Οκτωβρίου του έτους 1905 ισχυρότατος και καταστρεπτικός σεισμός μετέβαλε τον εν λόγω ναΐσκον εις σωρόν ερειπίων, πάντα δε τα εν αυτώ, ήτοι ιερά σκεύη, άγιαι Εικόνες, κανδήλαι κ.λ.π. καταπλακωθέντα υπό των λίθων εθρυμματίσθησαν και κατεστράφησαν, ως απέδειξεν η επιτοπίως γενομένη υπό των Μοναχών έρευνα.
             Άλλ’ ενώ ταύτα πάντα ανευρέθησαν υπό τα ερείπια κατεστραμμένα, μόνον η υπό του Μοναχού Παΐσίου αγιογραφηθείσα και αφιερωθείσα ιερά της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, παρά τας επιμόνους ερεύνας, ουδαμού ανευρέθη, διο και πάντες υπέθεσαν, ότι και αύτη κατεστράφη, και μάλιστα μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε ουδέ ίχνος της να διασωθή.
            Μετά πάροδον αρκετού χρονικού διαστήματος, ότε ήγγιζεν η εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας, ο ρηθείς Μοναχός Παΐσιος, αναμνησθείς ότι κατά την ημέραν ταύτην εν τη προσφιλεί του Πατρίδι τελείται η Λιτανεία της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος και μετάγεται αύτη εκ Μυρτιδίων εις την Πρωτεύουσαν της Νήσου, κατελήφθη υπό αθυμίας δια την καταστροφήν του υπ’ αυτού ποιηθέντος αντιτύπου αυτής.
             Εν τοιαύτη διατελών ψυχική καταστάσει παρέλαβε τρεις εκ των συνασκητών αυτού και ανέβησαν ομού εις την κορυφήν του όρους «Καρμήλιον», ίνα και πάλιν ερευνήσωσι προς ανεύρεσιν του ιερού εκτύπου.
             Αφού εις μάτην επί πολλήν ώρα ηρεύνησαν, επιμελώς ανασκάπτοντες τον σωρόν των ερειπίων, απεφάσισαν όπως παρακαλέσωσι την Θεοτόκον, ίνα αποκαλύψη αυτοίς τον ον εζήτουν πολύτιμον θησαυρόν τον οποίον εζήτουν.
             Και όντως η Θεοτόκος επλήρωσε θαυμαστώς την μετά πίστεως δέησίν των, διότι μικρόν έτι ερευνήσαντες ανεύρον – ώ του θαύματος – το ιερόν της πανσέπτου Αυτής Εικόνος έκτυπον σώον και αβλαβές υπό σωρόν ερειπίων.
             Πλήρης χαράς και ψυχικής ευφροσύνης ηυχαρίστησαν και εδόξασαν την Παρθένον, μετέφερον δε με’ ευλαβείας το ιερόν έκτυπον εις το κελλίον του Μοναχού Παϊσίου.
            Η είδησις μετεδόθη αστραπιαίως εις τας πλησίον κειμένας του Αγίου Όρους Μονάς, προξενήσασα κατάπληξιν και ιεράν συγκίνησιν. Πάντες ύμνουν και εδοξολόγουν την Θεοτόκον, ο δε εκ Σπάρτης καταγόμενος και Επίτροπος της Μονής της Μεγίστης Λαύρας Μοναχός Ιωσήφ, εκόσμησε μεν δια χρυσού πλαισίου το υπό σωρόν ερειπίων άθικτον θαυμαστώς ανευρεθέν ιερόν κειμήλιον, παρεκάλεσε τον Μοναχόν Παΐσιον, όπως αγιογραφήση πανομοιότυπον αυτού, το οποίον απέστειλεν εις τον εν Αμερική μεταναστεύσαντα και εκεί φιλοπόνως εργαζόμενον αδελφόν αυτού Γεώργιον, ως φυλακτήριον εκ των παντοειδών της ξενητείας κινδύνων.
            Άπαντα τα μέχρις ώδε θαύματα παρελάβομεν εκ των παλαιών εκδόσεων, αι οποίαι από της δευτέρας μέχρι της έκτης είναι πιστά αντίγραφα της αρχικής πρώτης εκδόσεως Γεωργίου Καλούτση, εκ της εβδόμης εκδόσεως Καββαθά, ήτις κατά το ιστορικόν μέρος διαφέρει ουσιωδώς των προηγουμένων ως περιέχουσα πολλά νεώτερα θαύματα, ως και εκ διηγήσεως αξιοπίστων και ευσεβών Κυθηρίων, βασιζομένων εις την παράδοσιν από στόματος εις στόμα και από γενεάς εις γενεάν διασωθείσαν.
             Το σύνολον των θαυμάτων, τα οποία η Θεοτόκος δια της εν Μυρτιδίοις των Κυθήρων θαυμαστώς αποκαλυφθείσης ιεράς Αυτής Εικόνος ενήργησεν, είναι αδύνατον να γνωρίζωμεν, δεδομένου ότι ουδέποτε εν τω ιερώ των Μυρτιδίων Καθιδρύματι ελήφθη φροντίς περί καταχωρήσεως των εκάστοτε τελουμένων θαυμάτων εν ιδιαιτέρω Κώδικι υπό των εκάστοτε εφημερίων. Ότι όμως εγένοντο κατά καιρούς και πλείστα έτερα θαύματα, πλην των ενταύθα καταχωρηθέντων, είναι αναμφισβήτητον. Εις πίστωσιν τούτου φέρομεν την εν τη προμετωπίδι της πρώτης εκδόσεως βεβαίωσιν του αντιγραφέως της παλαιάς Ακολουθίας Δομηνίκου Βενερίου, «πλείστοις και εξαισίοις τερατουργήμασιν ευεργετηθέντος παρά της Αυτής Αγίας Εικόνος». Το είδος των πολλών τούτων και εξαισίων τερατουργημάτων, δια των οποίων ευηργετήθη ο εν λόγω Δομήνικος Βενέριος, παραμένει και θα παραμείνη άγνωστον, πάσα δε προς την κατεύθυνσιν ταύτην έρευνα, δεδομένης της παντελούς ελλείψεως γραπτών μνημείων, είναι καταδεδικασμένη εκ των προτέρων εις αποτυχίαν.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1909 ΘΑΥΜΑΤΑ
             Μετά το 1909, κατά το οποίον εγένετο η εβδόμη και τελευταία έκδοσις της Ακολουθίας της Μυρτιδιωτίσσης υπό του αοιδίμου Ευθυμίου Επισκόπου Κυθήρων του Καββαθά, άπειρα υπό της Θεοτόκου ετελέσθησαν θαύματα, εκ των οποίων καταχωρίζομεν ενταύθα τα σπουδαιότερα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΚ ΒΡΟΓΧΟΠΝΕΥΜΟΝΙΑΣ
ΑΣΘΕΝΟΥΝΤΟΣ ΒΡΕΦΟΥΣ
             Κατά μήνα Ιούνιον του 1909 συνέβη το ακόλουθον της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα.
             Ο Ματθαίος Παναγιώτου Αρώνης, της γνωστής της Πρωτευούσης της Νήσου οικογενείας, αδελφός του κυρίου Θεοδώρου Π. Αρώνη, όστις προθύμως και ευγενώς προσφερθείς σπουδαίως συνετέλεσεν εις την αρτιωτέραν εμφάνισιν του παρόντος βιβλίου, ηλικίας τότε 17 μηνών, ησθένησε σοβαρώς εκ βρογχοπνευμονίας.
             Η νόσος εξεδηλώθη δι’ υψηλού πυρετού, εξικνουμένου μέχρι των 40 και 40,5 βαθών και με τα συνήθη της ασθενείας συμπτώματα.
             Αμέσως εκλήθη ο αείμνηστος ιατρός Διονύσιος Γ. Καλούτσης, πατήρ του συγγραφέως του παρόντος βιβλίου, ως και οι αείμνηστοι ιατροί Στέφανος Ν. Νικηφοράκης και Τελέκλητος Ραπτάκης, οι οποίοι εν συμβουλίω συνελθόντες διεπίστωσαν την κρισιμότητα της καταστάσεως του ασθενούντος βρέφους, δεν απέκρυψαν δε ταύτην από τους αγωνιώντας γονείς του.
             Κατά την 14ην από της εκδηλώσεως της νόσου ημέραν η κατάστασις του βρέφους επεδεινώθη. Είχε περιπέσει εις κωματώδη κατάστασιν, ουδεμίαν τροφήν εδέχετο πλέον, είχε κατεξαντληθή εκ του πολυημέρου συνεχούς και υψηλού πυρετού και από στιγμής εις στιγμήν ανεμένετο το μοιραίον τέλος του, δεδομένου ότι ο λεπτοφυής οργανισμός του βρέφους, ήτο αδύνατον κατά την γνώμην των ιατρών να εξέλθη νικητής εκ της σοβούσης κρίσεως της νόσου.
            Κατά την κρίσιμον δια την ζωήν του βρέφους νύκτα της ημέρας εκείνης, ενώ οι ατυχείς γονείς μετά των στενών συγγενών ηγρύπνουν παρά το λίκνον του, κυρία τις εις γειτονικήν διαμένουσα οικίαν, είδε κατ’ ύπνους, ότι ίστατο εις την θύραν της οικίας της, ζητούσα να μάθη αν το ασθενούν βρέφος απέθανεν ή ζη έτι.
            Αίφνης ενεφανίσθη μελανειμονούσα και σεβασμία γυνή οδεύουσα προς το Φρούριον, εστάθμευσεν επ’ ολίγον προ της θύρας ένθα ίστατο η εν λόγω κυρία και είπε προς αυτήν: «Το άρρωστο παιδάκι δεν θα πεθάνη, αλλά θα υποφέρη λίγο» και μετά ταύτα εξηκολούθησε τον προς το Φρούριον δρόμον της.
             Την επαύριον η εν λόγω κυρία ανεκοίνωσε το παράδοξον καθ’ ύπνους όραμα εις την αγωνιώσαν μητέρα του ασθενούντος βρέφους, η οποία μετέβη πάραυτα, κατά γης συρομένη, εις τον εν τω Φρουρίω της Μυρτιδιωτίσσης Ναόν και μετά δακρύων εζήτησε της Θεοτόκου το έλεος.
             Επέστρεψε κατόπιν οίκοι, ένθα εύρε το βρέφος ουχί εις το λίκνον του, άλλ’ εις ετέραν κλίνην και τους συγγενείς ασχολουμένους εις την αλλαγήν των ενδυμάτων του.
             Προς στιγμήν επίστευσεν ότι το μοιραίον είχεν επέλθη και το βρέφος ητοιμάζετο δια τον ενταφιασμόν, ενώ δε ήρχισεν οδυρομένη και κλαίουσα μετά χαράς και εκπλήξεως ήκουσε παρά των εν τη οικία συγγενών ότι κατά την διάρκειαν της εν τω Ναώ της Μυρτιδιωτίσσης απουσίας της, το βρέφος είχε διέλθη νικηφόρως την κρίσιν της ασθενείας και ευρίσκετο ήδη εκτός κινδύνου, περίρρυτον δι’ ιδρώτος και με θερμοκρασίαν 36,5 βαθμών.
            Πλήρεις συγκινήσεως δια το θαύμα και αλλόφρονες εξ υπερβολικής χαράς και ενθουσιασμού οι γονείς του ανελπίστως ιαθέντος βρέφους, από καρδίας εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν την Θεοτόκον, και μέχρι σήμερον ευγνωμονούντες κηρύττουσι την μεγίστην αυτής προς αυτούς ευεργεσίαν.
ΤΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΡΕΟΥΖΑΝ ΝΙΚ. ΤΖΑΝΝΕ ΘΑΥΜΑ
             Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 1911 η Κρέουζα Νικ. Τζάννε, το γένος Κωνσταντίνου Λαζαρέτη, της γνωστής ευγενούς Κυθηραϊκής οικογενείας, προσεβλήθη υπό ανεξηγήτου ασθενείας του αριστερού ποδός.
             Επειδή, αν και καταφυγούσα εις ιατρούς, ουδεμίαν έβλεπεν εν εαυτή εν Κυθήροις βελτίωσιν, ητοιμάσθη να μεταβή εις Αθήνας.
             Καθ’ όλον το διάστημα της ασθενείας, ουδ’ επί στιγμήν έπαυσεν αύτη επικαλουμένη την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων εις βοήθειαν, ενώπιον της Εικόνος της οποίας προτού ασθενήση, είτε εν τω Ναώ αυτής, είτε και εν άλλοις Ναοίς παρέμενε πάντοτε γονυκλινής, καθ’ όλην την διάρκειαν των ιερών Ακολουθιών, εις τας οποίας παρίστατο.
             Ολίγον προ της εκ της οικίας αναχωρήσεώς της, εν μεγίστη απελπισία διατελούσα, εδεήθη μετά περισσοτέρας ή άλλοτε θέρμης, και ητήσατο της Θεοτόκου το έλεος προς θεραπείαν του πάσχοντος ποδός της.
            Αμέσως μετά ταύτα, εξηντλημένη ως ήτο εκ της ασθενείας, κατελήφθη υπό βραχυτάτης διαρκείας ύπνου, διαρκούντος του οποίου είδε κατ’ όναρ, ότι ευρίσκετο πλησίον του εξοχικού παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εν τη ερημία δε εκείνη, ενεφανίσθη ενώπιόν της μελανειμονούσα σεβασμία γυνή, έλαβεν αυτήν εκ της χειρός, έφερεν αυτήν μέχρι της αυλής του εν λόγω εξωκκλησίου και είπε προς αυτήν: «Μη φοβάσαι τίποτα, πολλά θα σου συμβούν, αλλά τίποτα δεν θα πάθης».
            Μετά τούτο η μεν μελανειμονούσα και σεβασμία γυνή εγένετο άφαντος, αυτή δ’ εξυπνήσασα ησθάνθη εις τον πάσχοντα πόδα αυτής εξαιρετικήν υγρασίαν, αλλά και μεγάλην ανακούφισιν.
             Τί είχε συμβή; Το, ως εκ των υστέρων δια θαύματος της Θεοτόκου, το δε εν τω αποστήματι πύον είχεν ολοσχερώς εκρεύσει, και τοιουτοτρόπως εκλιπούσης της αιτίας συνεξέλιπον και πάντα τα εξ αυτής ενοχλήματα.
             Μετ’ ολίγας ημέρας, επουλωθείσης σχεδόν της του αποστήματος οπής η ευσεβής Κρέουζα, φέρουσα μεγάλην λαμπάδα  ανάλογον προς το ανάστημά της, μετέβη εις τον ιερόν των Μυρτιδίων Ναόν, ίνα αποτίση φόρον ευγνωμοσύνης προς την θαυμαστώς θεραπεύσασαν αυτήν Θεοτόκον.
            Μίαν μόνον λύπην είχεν εισέτι εν τη ψυχή η ευλαβής Κρέουζα, ότι δεν θα ηδύνατο, όπως άλλοτε, να γονυπετήση προ της σεπτής της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος. Αλλά και ταύτην αφήρεσεν απ’ αυτής η Κεχαριτωμένη των Μυρτιδίων. Ενώ ίστατο ενώπιον της πανσέπτου Εικόνος, ησθάνθη αίφνης αόρατον χείρα, η οποία έσυρεν αυτήν τρις εκ του ενδύματος προς τα κάτω, με τον σκοπόν να την αναγκάση να γονυπετήση.
            Αψηφούσα όθεν τας συμβουλάς των ιατρών και πάντων των παρισταμένων, εγονυπέτησε προ της σεπτής Εικόνος, ουδενός απευκταίου επακολουθήσαντος, αν και η γονυκλισία παρετάθη επί πολλήν ώραν.
             Ταύτα μετά θερμών ευγνωμοσύνης δακρύων αφηγήθη εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου αυτή αύτη η θαυμαστώς ιαθείσα Κρέουζα Ν. Τζάννε, δοξάζουσα και ευλογούσα την Θεοτόκον δια την μεγάλην ευεργεσίαν, την οποίαν παρ’ αυτής έλαβε.
ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΠΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ
             Ότε κατά το έτος 1915 ο ένδοξος των Ελλήνων Στρατηλάτης ο δαφνοστεφής των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 και 1913 νικητής, ο λαοφιλής των Ελλήνων Βασιλεύς Κωνσταντίνος ο ΙΒ’ βαρέως ησθένησεν, οι ευσεβείς Κυθήριοι απεφάσισαν ν’ αποστείλωσι προς Αυτόν τον πολυτιμότερον αυτών θησαυρόν και την των ιαμάτων άφθονον πηγήν, την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα.
             Μετέβησαν όθεν πανοικεί εις τον εν Μυρτιδίοις Ναόν και εκείθεν ευλαβώς λιτανεύοντες μετέφερον την σεπτήν Εικόνα εις την Πρωτεύουσαν της Νήσου, γονυπετήσαντες δε εν υπαίθρω και ακριβώς εις την πλατείαν του Εσταυρωμένου προ ταύτης, ανέπεμψαν εν συντριβή και κατανύξει τας υπέρ αναρρώσεως, ιάσεως και σωτηρίας του ευσεβούς και αγαπητού αυτών Άνακτος ευχάς.
             Την επαύριον, ακολουθούντων πάντων των της Πρωτεούσης κατοίκων, έτι δε και πολλών επί τούτω εκ χωρίων ελθόντων, μετέφερον εν σεμνή και επιβλητική λιτανεία την πάνσεπτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα  εις Καψάλιον και επεβίβασαν αυτήν του αναμένοντος ατμοπλοίου, του οποίου ο πλοίαρχος, άμα τη προσεγγίσει αυτής, διέταξε μέγαν σημαιοστολισμόν.
             Εν Αθήναις παρέμεινεν η σεπτή Εικών επί τινάς εβδομάδες, ως και αι προς τον αυτόν σκοπόν εις Αθήνας μετενεχθείσαι ιεραί Εικόνες της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, της Χρυσαφιτίσσης της Μονεμβασίας και πολλαί άλλαι, η δε Θεία Χάρις η αείποτε εν ταύταις σκηνούσα συνετέλεσεν εις την κατ’ αρχάς μεν βελτίωσιν της καταστάσεως του Βασιλέως, μετά τινά δε χρόνον εις την εντελή αυτού ίασιν.
             Οι ευσεβείς Κυθήριοι ευγνωμονούντες, κατήλθον εις τον λιμενίσκον των Μυρτιδίων «Λιμνάρια», και υπεδέχθησαν εν πανδήμω συναγερμώ την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα επανακάμπτουσαν, μετέφερον δε αυτήν εις τον εν Μυρτιδίοις Ναόν, δοξάζοντες και ευλογούντες την Θεοτόκον δια την εκ του χείλους του τάφου υπ’ αυτής σωτηρίαν του λαοφιλούς Βασιλέως των.
ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΘΑΥΜΑΤΑ
             Πλείστα όσα είναι τα υπό της Θεοτόκου των Μυρτιδίων τελεσθέντα θαύματα κατά την διάρκειαν των Βαλκανικών, του Ευρωπαϊκού (1914-1948) και του εν Μικρά Ασία Ελληνοτουρκικού πολέμου, εις τους εκ των Κυθηρίων στρατευθέντας.
             Πάντες ούτοι, φέροντες εν τοις κόλποις αυτών ιερόν της πανσέπτου Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπον, συνεχώς επεκαλούντο εις βοήθειαν την Θεοτόκον, και θαυμαστώς διεσώζοντο εκ των του πολέμου κινδύνων, και τότε ακόμη, ότε ουδαμόθεν ελπίς σωτηρίας διεφαίνετο.
             Εκ των πολλών τούτων θαυμάτων ενδεικτικόν της προς τους Κυθηρίους ευνοίας και προστασίας της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θα αφηγηθώμεν ενταύθα εν, το οποίον είχε την καλωσύνην να διηγηθή προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου, ο κατά πάντα αξιόπιστος και αγαπητός αυτού φίλος, εκ Μανιτοχωρίου δε των Κυθήρων καταγόμενος, Σπυρίδων Εμμ. Χάρος.
             Ούτος κατ’ Αύγουστον του έτους 1922 έλαβε μέρος εις την εκ Δορυλαίου προς Σμύρνην υποχώρησιν του Ελληνικού Στρατού.
             Ώφειλε μετ’ άλλων να διαβή ύψωμά τι έναντι του οποίου ευρίσκετο Τουρκικόν πυροβολικόν, η δε διάβασις ήτο κινδυνωδεστάτη, δεδομένου ότι οι Έλληνες στρατιώται επορεύοντο τελείως ακάλυπτοι έναντι των Τούρκων πυροβολητών, οι οποίοι έβαλλον συνεχώς και δια θεριστικών βολών απεδεκάτιζον κυριολεκτικώς αυτούς.
             Ο Σπυρίδων Χάρος, διερχόμενος δια της επικινδύνου ταύτης ζώνης, έσφιγγεν εις το στήθος το ιερόν αντίτυπο, το οποίον όπερ πάντοτε της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος, μεθ’ εαυτού έφερεν και συνεχώς επεκαλείτο την Θεοτόκον εις βοήθειαν, και – ώ του  θαύματος – ενώ πέριξ αυτού οι στρατιώται κατέπιπτον νεκροί ή τραυματίαι, αυτός μόνος διεσώθη, ουδέ την ελαχιστοτέραν αμυχήν φέρων εν τω σώματι αυτού.
             Το υπερφυές τούτο γεγονός δικαίως απέδωκεν εις θαύμα της Θεοτόκου των Μυρτιδίων, την Οποίαν επανελθών εις Κύθηρα, μετά θερμών ευγνομωσύνης δακρύων ηυχαρίστησεν εν τω Ναώ αυτής δια την σωτηρίαν του.
               Η εις τους Κυθηρίους εύνοια και προστασία της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων εξεδηλώθη και κατά το έτος 1918, ότε ενεφανίσθη η φοβερά της Ισπανικής γρίππης επιδημία.
               Ενώ εν άλλαις πόλεσι και Χώραις τα θύματα αυτής ηριθμούντο κατά εκατοντάδας και χιλιάδας, εν Κυθήροις ελάχιστα θύματα εσημειώθησαν.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΥ
             Κατά το έτος 1928 συνέβη το ακόλουθον της Θεοτόκου των Μυρτιδίων θαύμα, τοσούτω μάλλον αξιοσημείωτον, καθ’ όσον συνέβη εις μη Κυθήριον, και το σπουδαιότερον, ουδόλως γνωρίζοντα εις εν Μυρτιδίοις των Κυθήρων ύπαρξιν της πανσέπτου και χαριτοβρύτου Εικόνος Αυτής.
            Το θαύμα συνέβη ως εξής:
             Ενώ ο εκ Μακεδονίας καταγόμενος και πρώην Γυμνασιάρχης Κυθήρων Χριστόφορος Φορόπουλος εφιλοξενείτο μετά της αξιότιμου συζύγου του Παρασκευής και της τριετούς τότε θυγατρός των Ευγενίας εν τη ιερά Γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος Αιγίνης, κατά την αυγήν της Παρασκευής 3ης Σεπτεμβρίου 1928, η θεοσεβής και ευλαβεστάτη, ομότιμος δε και ισαξία κατά την ευλάβειαν και θεοσέβειαν προς τον ενάρετον και ευλαβέστατον σύζυγόν της Παρασκευή Χ. Φοροπούλου, είδε κατ’ όναρ ότι η θεία αυτής Αλεξάνδρα Καμπανάου ήλθεν εις την εν Πειραιεί οικίαν, ένθα κατώκουν προ της εις Αίγιναν μεταβάσεως, επορεύθη εις το δωμάτιον, όπου εντός Εικονοστασίου εφυλάσσοντο τα ιερά Εικονίσματα, και αντικατέστησε την εν τω Εικονοστασίω Εικόνα της Θεοτόκου Πορταϊτίσσης της εν Αγίω Όρει Μονής Ιβήρων, δι’ άλλης μέλαιναν εχούσης μορφήν.
             Εις σχετικήν παρατήρησιν της Παρασκευής Φοροπούλου η εν λόγω θεία απήντησε: «Γνώριζε ότι η Εικών αυτή θα σας σώση».
             Δεν είχε παρέλθη ακόμη ολόκληρος ώρα από του καθ’ ύπνους παραδόξου οράματος και η μικρά Ευγενία ησθένησε με πυρετόν 40,2 βαθμών.
            Οι δυστυχείς γονείς της παρέλαβον αμέσως αυτήν και ήλθον εις Πειραιά, ένθα προσεκάλεσαν πολλούς ιατρούς, μεταξύ των οποίων τους Απόστολον Δοξιάδην, Λεούσην, Ξυδέαν, Χριστόπουλον, Παπαχαραλάμπους και άλλους. Άπαντες ομοφώνως διέγνωσαν κοιλιακόν τύφον, ως και μηνιγγίτιδα βαρείας μορφής, δεν απέκρυψαν δε ότι η ζωή του ασθενούντος παιδίου διέτρεχε τον έσχατον των κινδύνων.
             Προς της κατηγορηματικής ταύτης διαγνώσεως και βεβαιώσεως των ιατρών ο ανάδοχος της ασθενούσης Ιωάννης Μυριαγκόπουλος, Συμβολαιογράφος, κατά το επικρατούν εκεί έθιμον, μετά συντετριμμένης ψυχής, έθεσεν εις την διάθεσιν των ατυχών γονέων πάντα τα δια την κηδείαν και ταφήν της προσφιλούς αυτού αναδεκτής χρήσιμα.
             Παρήλθον από της εκδηλώσεως της νόσου 20 ολόκληροι ημέραι, κατά τας οποίας η κατάστασις της ασθενούσης διαρκώς επεδεινούτο.
             Τέλος, το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου 1928 και ώραν 5ην, ότε εσήμαινον οι κώδωνες του Καθεδρικού εν Πειραιεί Ναού της Αγίας Τριάδος δια τον Εσπερινόν της εν αυτώ παρά της Κυθηραϊκής Αδελφότητος Πειραιώς – Αθηνών λαμπρώς πανηγυριζομένης εορτής της Μυρτιδιωτίσσης, και ενώ η κατάστασις της ασθενούσης ευρίσκετο εις το κρισιμώτερον αυτής σημείον, η μεν δυστυχής αυτής μήτηρ έπεσεν γονυκλινής προ του Εικονοστασίου της οικίας, ο δε αγωνιών αυτής πατήρ μετέβη εις τον ιερόν Ναόν της Αγίας Τριάδος, ήναψε κηρίον, και εγονυπέτησε προ του εκεί φυλασσομένου ιερού της σεπτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης εκτύπου, και μετά δακρύων και θερμής πίστεως αμφότεροι επεκαλέσθησαν εις βοήθειαν την Θεοτόκον, προς σωτηρίαν της κινδυνευούσης μονογενούς θυγατρός των.
            Και ώ του θαύματος! Όταν ο Χριστόφορος Φορόπουλος επέστρεψεν οίκοι, και μετ’ αγωνίας εζήτει πληροφορίας περί της καταστάσεως της ασθενούς, ενεφανίσθη ενώπιόν του ο θεράπων ιατρός Λεούσης, όστις μετά βαθυτάτης εκπλήξεως, άμα δε και συγκινήσεως, είπε προς αυτόν: «Μετά χαράς αναγγέλλω, ότι παρέστην μάρτυς πραγματικού θαύματος. η ασθενής, παρά πάσαν της Επιστήμης πρόβλεψιν, διήλθεν νικηφόρως την κρίσιν της ασθενείας. Ήδη είναι κάθιδρως ως να έχη περιλουσθή δια θαλασσίου ύδατος, ο δε πυρετός της, όστις ως γνωστόν κατά τας 20 ημέρας της ασθενείας εκυμαίνετο μεταξύ 39,5 και 40,2 βαθμών, έχει κατέλθη εις τους 37 βαθμούς. Αν η κατάστασις αύτη διατηρηθή καθ’ όλην την νύκτα, δύναμαι να έχω βασίμους ελπίδας περί της τελείας ιάσεως».
            Ποίος δύναται να περιγράψη την χαράν, τον ενθουσιασμόν, την συγκίνησιν του φιλοστόργου πατρός επί τω ανελπίστω και ευφροσύνω αγγέλματι;
             Ποίος δύναται να παραστήση το μέγεθος της ευγνομωσύνης της τέως αγωνιώσης και απηλπισμένης μητρός προς την πανταχού παρούσαν και πάντας εκ των κινδύνων λυτρουμένην Θεοτόκον των Μυρτιδίων;
             Την επομένην ημέραν 24ην Σεπτεμβρίου, κατά την οποίαν λαμπρώς εωρτάζετο εν Πειραιεί η σεβασμία μνήμη της Πολιούχου και Προστάτιδος των Κυθηρίων, η κατάστασις της ασθενούς εξηκολούθησε ραγδαίως βελτιουμένη.
            Η θερμοκρασία κατήλθεν εις τα φυσιολογικά όρια, ήρχισαν να επανέρχωνται αι κατά το κρίσιμον στάδιον της νόσου ολοτελώς απολεσθείσαι αισθήσεις, δια πρώτην δε φοράν από πολλών ημερών, η ασθενής ήνοιξε τους οφθαλμούς και έλαβε ολίγα κοχλιάρια γάλακτος. Μετ’ ολίγας ακόμη ημέρας εισήλθεν αύτη εις το στάδιον της αναρρώσεως και τέλος ανέλαβε πλήρως.
            Τόσον οι θεράποντες ιατροί, όσον και πάντες οι παρακολουθήσαντες εκ του σύνεγγυς την ασθένειαν, δικαίως απέδωκαν την αισίαν αυτής έκβασιν εις οφθαλμοφανές θαύμα της Θεοτόκου, το οποίον δια του ιερού αντιτύπου της εν Μυρτιδίοις θαυμαστώς ευρεθείσης Εικόνος Αυτής ενήργησεν, εξηγηθέντος ούτω κατά τον σαφέστερον δυνατόν τρόπον του ανωτέρω περιγραφέντος ονείρου της ευσεβούς και εναρέτου κυρίας Παρασκευής Φοροπούλου.
             Εις ένδειξιν βαθυτάτης προς την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων ευγνωμοσύνης οι ευτυχείς γονείς επανελθόντες μετ’ ολίγον εις Αίγιναν ετέλεσαν Λειτουργίαν εν τω εκεί υπάρχοντι της Μυρτιδιωτίσσης Ναώ, ελθόντες δε κατόπιν μεταθέσεως εις Κύθηρα, πλειστάκις μετέβησαν εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα και προσεκύνησαν την πάνσεπτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα. Επίσης κατά το διάστημα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά το οποίον η Αγία Εικών ευρίσκεται εν τω Καθεδρικώ Ναώ του Εσταυρωμένου Χριστού της Πρωτευούσης, απαραιτήτως παρέμενον καθ’ εκάστην και δη κατά τας εσπερινάς ώρας ενώπιον της χαριτοβρύτου Εικόνος εν τω ειρημένω Ναώ, διαρκώς δε κηρύττουσι το εις αυτούς γενόμενον υπερφυές θαύμα, το οποίον εν βαθυτάτη συγκινήσει είχε την καλωσύνην να αφηγηθή προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου ο ευγνώμων και πιστός της Θεοτόκου θεράπων πρώην Γυμνασιάρχης Κυθήρων Χριστόφορος Φορόπουλος.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΠΙΒΑΤΩΝ
ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΘΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΑΠΕΝΤΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
             Κατά το απόγευμα της παραμονής της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του έτους 1932 ομάς εκδρομέων εκ της κωμοπόλεως Μυλοποτάμου επέβη αυτοκινήτου και κατηυθύνθη προς το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα.
            Άμα τη εκείσε αφίξει τινά μόνον εκ των μελών της εν λόγω ομάδος μετέβησαν εις τον Ναόν και ευλαβώς προσεκύνησαν την ιεράν της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, των λοιπών παραλειψάντων το επιβεβλημένον τούτο καθήκον.
             Ολόκληρος η ομάς μετά ταύτα μετέσχε των έξωθι του ιερού περιβόλου τελουμένων επί τη Πανηγύρει διασκεδάσεων και χορών καθ’ όλην την νύκτα, τη δ’ επαύριον, αντί να μεταβή εις την εν τω Ναώ τελουμένην θρησκευτικήν εορτήν, προϋτίμησε να καθίση υποκάτω δένδρου και να μετάσχη πρωϊνού υπαιθρίου γεύματος.
            Μετά τούτο, χωρίς ν’ αναμένη το τέλος της Θείας Λειτουργίας, επέβη του αναμένοντος μεγάλου επιβατικού αυτοκινήτου και ανεχώρησεν εκ Μυρτιδίων.
             Το αυτοκίνητον δεν είχεν ακόμη προχωρήσει πολύ, ότε αίφνης εις την στροφήν εκείνην της οδού, οπόθεν παλαιότερον ο αείμνηστος Επίσκοπος Κυθήρων Ευθύμιος Καββαθάς είχε κρημνισθή μεθ’ ολοκλήρου του διτρόχου του οποίου επέβαινε, χωρίς να τραυματισθή σοβαρώς, έπαθε βλάβην της μηχανής και ήρχισεν οπισθοχωρούν ολοταχώς, εν τέλει δε κατεκριμνίσθη από της οδού εις το κάτωθι αυτής επικλινές έδαφος, δις ανατραπέν, και δεν εσταμάτησε, παρά μόνον όταν προσέκρουσεν επί τινός βράχου.
            Οι εν Μυρτιδίοις πανηγυρισταί, ιδόντες το αυτοκίνητον κρημνηζόμενον και ανατρεπόμενον, εν αγωνία επεκαλέσθησαν εις βοήθειαν την Θεοτόκον υπέρ των επιβατών αυτού, ώρμησαν δε κομίζοντες τα πρόχειρα προς περίθαλψιν των τραυματιών είδη.
            Φθάσαντες εις τον τόπον του δυστυχήματος μετά  μεγάλης εκπλήξεως παρετήρησαν ότι, πλην ελαχίστων μωλώπων, ουδείς εκ των επιβατών του ανατραπέντος αυτοκινήτου είχε πάθει τι το σοβαρόν.
             Εδόξασαν όθεν μετά των ως εκ θαύματος διασωθέντων την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων και εκ βάθους ψυχής ηυχαρίστησαν αυτήν δια το μέγιστον αυτής θαύμα.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΙΑΣΙΣ ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Κ. ΜΑΛΑΝΟΥ
             Μεταξύ των εκδρομέων, οι οποίοι ως εκ θαύματος διεσώθησαν εκ της κατακρημνίσεως και ανατροπής του αυτοκινήτου, περί των οποίων αμέσως ανωτέρω εγένετο λόγος, συγκατελέγετο και η εν Αθήναις μονίμως μετά των γονέων και αδελφών αυτής διαμένουσα και εν Μυλοποτάμω, οπόθεν εκ πατρός έλκει την καταγωγήν, κατά το θέρος του έτους 1932 παραθερίζουσα Ευφροσύνη Κυριάκου Μαλάνου.
             Αύτη, τοσούτον ισχυράν συγκίνησιν και αγωνίαν εδοκίμασε κατά την στιγμήντης κατακρημνίσεως και ανατροπής του αυτοκινήτου, ώστε προσεβλήθη υπό δεινής νευρασθενείας.
             Υπό το κράτος της φοβεράς νόσου η ασθενής περιέπεσεν εις βαθείαν μελαγχολίαν, κατελαμβάνετο υπό επιμόνου και εκνευριστικής κατά τας νύκτας αϋπνίας, έπαθεν ανθρωποφοβίαν, μη ανεχομένη να βλέπη περί εαυτήν ανθρώπους, εκάλυπτε διαρκώς δια των χειρών τους οφθαλμούς και το πρόσωπον, παρουσίαζε επιμόνους και παραλόγους ιδέας, και γενικώς κατάστασιν νοσηράν, προς βελτίωσιν της οποίας εις ουδέν ίσχυσαν τα της ανθρωπίνης Ιατρικής Επιστήμης μέσα, τα οποία αφειδώς παρείχεν εις αυτήν η ευκατάστατος και φιλόστοργος οικογένειά της.
             Κατά το θέρος του έτους 1937 η ασθενής κατελήφθη υπό σφοδροτάτης επιθυμίας να μεταβή εξ Αθηνών εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα και παραμείνη εκεί επί ολόκληρον έτος μόνη, έχουσα ακράδαντον την πεποίθησιν ότι η Θεοτόκος θα ελεήση αυτήν και θα θεραπεύση την δεινώς κατατρύχουσαν αυτήν νευρασθένειαν.
             Οι ατυχείς γονείς συμμορφωθέντες προς την επιθυμίαν της, και πεποιθότες επί την θαυματουργικήν χάριν της Μυρτιδιωτίσσης, έδωκαν την προς τούτο άδειαν και αμέσως η Ευφροσύνη Μαλάνου ανεχώρησεν εις Κύθηρα.
             Εκεί αφιχθείσα κατηυθύνθη αμέσως εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα, ένθα περιεβλήθη, μέλαιναν στολήν και παρηκολούθει ως Μοναχή όλας τας νυχθημερόν τελουμένας ιεράς Ακολουθίας, δεομένη συγχρόνως ενώπιον της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος υπέρ ιάσεως αυτής.
             Από της εις Μυρτίδια αφίξεως παρετήρησε βελτίωσιν της καταστάσεώς της, αφού ήδη από της πρώτης νυκτός το σύμπτωμα της αϋπνίας τελείως εξέλιπεν. Η βελτίωσις σταθερώς εξηκολούθησε και μετά τινάς μήνας η Ευφροσύνη Μαλάνου ησθάνθη εαυτήν οριστικώς απαλλαγείσαν της νευρασθενείας.
             Κατά Σεπτέμβριον του έτους 1938 συνεπληρώθη ολόκληρον έτος από της εις Μυρτίδια αφίξεώς της και απήλθεν εκείθεν τελείως υγιής, δεν παραλείπει δ’ έκτοτε κατ’  έτος επισκεπτομένη το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα και πανταχού κηρύττουσα το εις αυτήν υπερφυές της Θεοτόκου των Μυρτιδίων θαύμα, το οποίον είχε την καλωσύνην να αφηγηθή και προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου.
ΤΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗΝ Ι. ΚΑΣΙΜΑΤΗ ΘΑΥΜΑ
             Η εκ Πελοποννήσου καταγομένη σύζυγος Κυθηρίου και εν Toowoomba της Αυστραλίας μετ’ αυτού εγκατεστημένη Ελένη Ι. Κασιμάτη έπασχεν εκ χρονίου νοσήματος, συνεπεία του οποίου το βάρος του σώματός της έβαινε διαρκώς ελαττούμενον.
             Προ του σοβαρού κινδύνου τον οποίον διέτρεχεν επεκαλέσθη εις βοήθειαν την Θεοτόκον των Μυρτιδίων, δούσα συνάμα την ιεράν υπόσχεσιν να αποστέλλη κατ’ έτος εις τον Ναόν αυτής, εάν ήθελε θεραπευθή, τόσας οκάδας κηρού, όσον και το κατ’ έτος καθ’ ωρισμένην εποχήν βάρος του σώματός της.
            Εθεραπεύθη πράγματι και από του έτους 1938 ήρξατο εκπληρούσα την ιεράν αυτής υπόσχεσιν. Ούτω, κατά το έτος εκείνο, εζύγιζε 32 οκάδας, διο και απέστειλεν εις Μυρτίδια 32 οκάδας κηρού. Κατά το επόμενον έτος το βάρος του  σώματός της ηύξησεν εις 42 οκάδας, διο και επέστειλεν 42 οκάδας κηρού, δοξάζουσα και ευλογούσα την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων δια την εκ του χρονίου νοσήματος ίασιν και δια την πλήρη αποκατάστασιν της υγείας και του σωματικού αυτής βάρους.
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΙΑΣΙΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΛΙΒΕΡΔΙΣΗ
             Κατά τον μήνα Μάϊον του έτους 1932 η εκ Μολάων καταγομένη, σύζυγος ιατρού μονίμως μετ’ αυτού εν Αθήναις εγκατεστημένη, Σοφία Λιβερδίση, ησθένησεν εκ βαρυτάτης νόσου, της οποίας το είδος δεν συνεκράτησεν ο αφηγηθείς το θαύμα εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου εφημέριος Μυρτιδίων αιδεσιμώτατος Γεώργιος ιερεύς Κασιμάτης. Η ασθένεια υπήρξε σοβαροτάτη, εις σημείον ώστε να απελπισθώσι περί της αισίας εκδόσεως αυτής πάντες οι παρακολουθούντες ταύτην ιατροί, μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος της ασθενούσης.
             Ο τελευταίος ούτος, ενώ ηγρύπνει κατά τινά νύκτα παρά το προσκεφάλαιον της εις Νοσοκομείον των Αθηνών νοσηλευομένης προσφιλούς του συζύγου, και, ενώ ανέμενεν από ώρας εις ώραν την επέλευσιν του μοιραίου τέλους αυτής, κατελήφθη υπό του ύπνου.
            Κατά την βραχείαν διάρκειαν αυτού είδεν εν ονείρω μελανειμονούσαν σεβασμίαν γυναίκα, η οποία επλησίασεν εις την κλίνην της ασθενούς, παρηκολούθησε ταύτην δια του βλέμματος, επ’ ολίγον στραφείσα δε είτα προς αυτόν είπεν: «Εγώ είμαι  Μαρία η Κυθηραία˙ έρχομαι από τα Μυρτίδια για να σώσω την άρρωστη γυναίκα σου». Μετά ταύτα εστράφη προς την παρά την κλίνην μικράν τράπεζαν και έδειξε δοχείον πλήρες ατμίζοντος ύδατος λέγουσα:
             «Απ’ αυτό να πιή η άρρωστη και θα γιατρευτή αμέσως».
            Ο σύζυγος της ασθενούς ιατρός, εξυπνήσας μετ’ ολίγον, ανελογίζετο το καθ’ ύπνους παράδοξον όραμα, στραφείς δε προς την παρά την κλίνην μικράν τράπεζαν είδε πράγματι δοχείον πλήρες ατμίζοντος ύδατος, το οποίον προ ολίγου είχε φέρει η νοσοκόμος.
             Έχων απόλυτον πίστιν εις τους λόγους της Θεοτόκου των Μυρτιδίων, την Οποίαν από της εκδηλώσεως της νόσου διαρκώς επεκαλείτο εις βοήθειαν, ήρπασε το δοχείον και έδωκεν εις την ασθενή.
            Αύτη έπιεν ολίγον και – ώ του θαύματος – αμέσως τα συμπτώματα της νόσου υπεχώρησαν και μετά τινάς ημέρας εγένετο τελείως, ως και πρότερον, υγιής.
             Εις ένδειξιν της απείρου ευγνωμοσύνης η υπερφυώς ιαθείσα επεσκέφθη αμέσως το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα, προσεκύνησε μετά δακρύων την πάνσεπτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, αφιέρωσε δε εις ταύτην πολύτιμα δώρα, δοξάζουσα και ευλογούσα την Θεοτόκον δια το εις αυτήν μέγα θαύμα.
             Και ήδη εισερχόμεθα εις την αφήγησιν των θαυμάτων, τα οποία είχον την καλωσύνην να ανακοινώσωσιν εις τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου οι Θεόδωρος Γερακίτης, Ζαφείρω Ανδρουλιδάκη και Αναστασία Βασιλάκη, άπαντες από πολλών ετών μονίμως εν Μυρτιδίοις διαμένοντες, και συνεπώς παραστάντες κατά την τέλεσιν των περισσοτέρων εξ αυτών.
             Εκ των τριών τούτων αξιοπίστων προσώπων και ευλαβεστάτων της Παρθένου των Μυρτιδίων ικετών, η μεν Αναστασία Βασιλάκη διατελεί από πολλών ετών οικονόμος του ιερού των Μυρτιδίων Καθιδρύματος, οι δε Θεόδωρος Γερακίτης και Ζαφείρω Ανδρουλιδάκη, αφιέρωσαν ολόκληρον την ζωήν των εις την Θεοτόκον και μονάζουσιν εν Μυρτιδίοις από πολλών επίσης ετών. Εκ των δύο τελευταίων τούτων, ο Θεόδωρος Γερακίτης ηξιώθη του Μικρού Αγγελικού Σχήματος παρά του Μητροπολίτου Γυθείου, Οιτύλου και Κυθήρων αειμνήστου κυρού Προκοπίου κατά την Θείαν Λειτουργίαν της 24ης Σεπτεμβρίου 1939 εν τω εν Μυρτιδίοις πανσέπτω Ναώ.
             Τα παρά των ευλαβών και αξιοπίστων τούτων προσώπων μαρτυρούμενα θαύματα είναι τα εξής:
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΚΛΑΠΕΝΤΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ
             Κατά το έτος 1931 μυστιριωδώς εξηφανίσθη εκ Μυρτιδίων μεγάλης αξίας τραπεζομάνδηλον, το οποίον είχεν υφάνη, και αφιερώση ευλαβής Κυθηρία κόρη, η εκ Μυλοποτάμου Σταματία Μαγουλά από του έτους 1923.
             Η οικονόμος Αναστασία Βασιλάκη, την οποίαν εβάρυνεν η ευθύνη της εξαφανίσεως, εθορυβήθη μεγάλως, και έσπευσε να γονυπετήση προ της πανσέπτου της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνος και μετά δακρύων να δεηθή υπέρ της ανευρέσεως αυτού.
             Παρήλθον από της εξαφανίσεως 3 ολόκληρα έτη, κατά την διάρκειαν των οποίων δεν έπαυσαν αι γονυκλινείς και θερμαί παρακλήσεις της ατυχούς οικονόμου.
            Τέλος, κατά το έτος 1934, ελήφθη υπό του ιερέως των Μυρτιδίων ανώνυμον ταχυδρομικόν δέμα εξ Αθηνών, περιέχον το εξαφανισθέν τραπεζομάνδηλον. Η οικονόμος έξαλλος εκ χαράς έσπευσε να γονυπετήση και πάλιν προ της χαριτοβρύτου Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης και εκ βάθους ψυχής να ευχαριστήση την Θεοτόκον, αφ’ ενός μεν δια την παρ’ ελπίδα ανεύρεσιν του εξαφανισθέντος, αφ’ ετέρου δε δια την ψυχικήν διόρθωσιν και την ειλικρινή και έμπρακτον μετάνοιαν του εξαφανίσαντος αυτό.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΝ ΣΚΑΝΤΖΙΚΑΝ
             Κατά το έτος 1934 έτερον υπερφυές της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα συνέβη, το εξής:
            Ο συχνάκις, λόγω εμπορικών υποθέσεων επισκεπτόμενος τα Κύθηρα και μετά των Κυθηρίων συναλλασσόμενος, εκ Γυθείου δ’ έλκων την καταγωγήν και εκεί μονίμως εγκατεστημένος Νικόλαος Σκάντζικας, προσεβλήθη υπό βαρείας νόσου, μετά τινάς δε ημέρας εφάνη ότι απεβίωσε, διο και ετέθη υπό των συγγενών του εντός του νεκρικού φερέτρου και εμοιρολογείτο κατά την εν Γυθείω επικρατούσαν συνήθειαν γοερώς εν τω οίκω υπό των οικείων του, ενώ οι κώδωνες του ενοριακού της οικίας αυτού Ναού του Γυθείου, πενθίμως κρουόμενοι, ανήγγελλον εις τους περιοίκους τον θάνατόν του.
            Ούτως είχον τα πράγματα, όταν αίφνης ο ως νεκρός πιστευόμενος Σκάντζικας έδειξε σημεία ζωής.
             Αμέσως και πριν ή τελείως συνέλθη, οι οικείοι και λοιποί αυτού συγγενείς έσβεσαν τας νεκρικάς λαμπάδας, έπαυσαν τους γόους, εξήγαγον αυτόν εκ του φερέτρου και έσπευσαν να προσκαλέσωσιν ιατρόν.
             Προτού ακόμη φθάση ο κληθείς ιατρός, ο Σκάντζικας συνήλθε τελείως και διηγήθη εις τους εκπλήκτους επί τω θαύματι και αλλόφρονας εκ χαράς οικείους και συγγενείς αυτού, ότι ενώ βαθέως εκοιμάτο, ως επίστευε, (κατόπιν επληροφορήθη ότι εθρηνείτο ως νεκρός), είδεν άνωθεν αυτού μελανειμονούσαν, σεβασμίαν κα υπέρκαλλον γυναίκα, η οποία είπε προς αυτόν: «Γιατί ενώ συχνά έρχεσαι στον τόπο μου, δεν ήρθες να με βρης στο σπίτι μου; Δεν ξέρεις ότι μόνο εγώ μπορώ να σε γιατρέψω;» και αφού ελαφρώς ήγγισεν αυτόν δια της χειρός εξηφανίσθη.
            Έκτοτε η υγεία αυτού αποκατεστάθη τελείως, εις ένδειξιν δε της μεγάλης προς την Θεοτόκον των Μυρτιδίων ευγνωμοσύνης του ήλθεν επανειλημμένως εις τον πάνσεπτον εν Μυρτιδίοις Οίκον Αυτής, κομίζων μεγάλας λαμπάδας, αναλόγους προς το ανάστημα αυτού και τα προς τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας Δώρα, πανταχού δε κηρύττει την μεγίστην της Παρθένου εις αυτόν ευεργεσίαν, της εκ νεκρών σχεδόν αυτού αναστάσεως, την οποίαν πλείστοι ευσεβείς του Γυθείου κάτοικοι αντελήφθησαν και μαρτυρούσιν, μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του προ τινός αποβιώσαντος δικηγόρου αειμνήστου Ιωάννου Τσιγκουράκου.
            Το υπερφυές τούτο γεγονός ανεγράφη εις τας εν Γυθείω εκδιδομένας εφημερίδας, ως και εις το υπό ημερομηνίαν 15 Σεπτεμβρίου 1935 φύλλον της εφημερίδος «Η Κυθηραϊκή» του αειμνήστου Ιωάννου Καλοκαιρινού, κατ’ αφήγησιν αυτού τούτου του Νικολάου Σκάντζικα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΙΑΜΑΝΤΟΥΛΑΝ ΒΕΛΛΙΩΤΗ
             Εις την αυτήν περίπου χρονικήν περίοδον ανάγεται και το ακόλουθον της Θεοτόκου των Μυρτιδίων θαύμα:
            Η εκ Βοιών καταγομένη νεάνις Διαμαντούλα Βελλιώτη ωχλείτο επί 3 συνεχή έτη υπό ακαθάρτων και πονηρών πνευμάτων.
             Υπό την επήρειαν αυτών παρουσίαζε την εικόνα παράφρονος, κατελαμβάνετο υπό συχνών κρίσεων, κατά τας οποίας ήτο επικίνδυνος εις τους περί αυτήν, έπασχεν εξ αϋπνίας, όταν δε ωμίλει, δεν ωμίλει αυτή, αλλά τα εν αυτή ακάθαρτα πνεύματα. Ούτω, χωρίς ούτε καν εξ όψεως να γνωρίζη τους ιερείς της νήσου, ηδύνατο να διακρίνη τους εξ αυτών επί σεμνώ και ιεροπρεπεί βίω διακρινομένους λέγουσα ότι τούτους φοβείται και ότι ούτοι δια των ευπροσδέκτων προς Κύριον δεήσεων αυτών είναι σφοδροί αυτής πολέμιοι. Ηδύνατο προσέτι να απαριθμή μετ’ ευχαριστήσεως τα αμαρτήματα των ιερέων, εις τα οποία πράγματι είχον περιπέση ούτοι.
             Εν τοιαύτη ευρισκομένη καταστάσει μετεφέρθη κατόπιν νυκτερινής καθ’ ύπνους θεωρίας εις το εν Μυρτιδίοις ιερόν Καθίδρυμα, ένθα μετά ολιγοήμερον παραμονήν τελείως εθεραπεύθη, και απήλθεν υγιής εις τον οίκον αυτής, δοξάζουσα και ευλογούσα την Κεχαριτωμένην των Μυρτιδίων δια την θαυμαστήν απαλλαγήν αυτής εκ της των ακαθάρτων και πονηρών πνευμάτων επηρείας και την τελείαν και υπερφυά αυτής ίασιν.


ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚ ΚΡΗΤΗΣ ΜΗΝΑΝ ΜΙΧ. ΔΙΑΚΑΚΗΝ
             Την 6ην Αυγούστου του έτους 1935 εν τω ιερώ των Μυρτιδίων Καθιδρύματι συνέβη το ακόλουθον θαύμα:
            Ο εκ «Ρούσσας Εκκλησιάς» Σητεία της Κρήτης καταγόμενος Μηνάς Μιχαήλ Διακάκης είχε προσβληθή κατά το έτος 1909 υπό μηνιγγίτιδος, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε να απομείνη ούτος μετά την εκ ταύτης ίασίν του βραδύγλωσσος εις μέγαν βαθμόν, περιοδικώς δε να προσβάλληται υπό κρίσεων επιληψίας.
             Υπό το κράτος των επιληπτικών προσβολών ο ατυχής Μηνάς ενεφάνιζεν ελεεινόν θέαμα καταπίπτων οπουδήποτε αναίσθητος, εκβάλλων ανάρθρους κραυγάς, δάκνων την γλώσσαν, παραμορφών το πρόσωπον, εξάγων αφρούς εκ του στόματος και καθ’ όλον το σώμα υπό σπασμών συνταρασσόμενος.
            Επειδή αι επιληπτικαί προσβολαί οσημέραι επυκνούντο, η ζωή του ασθενούς είχε καταστή αυτόχρημα μαρτυρική, διο και προς βελτίωσιν της καταστάσεώς του εις πολλούς διακεκριμένους επιστήμονας ιατρούς είχε καταφύγει και πολλά μέσα θεραπείας και φάρμακα είχε μεταχειρισθή, άλλ’ είς μάτην˙ η κατάστασίς του διαρκώς επεδεινούτο, αι επιληπτικαί κρίσεις καθίσταντο προϊόντος του χρόνου επί μάλλον και μάλλον συχνότεραι, το ελάττωμα της βραδυγλωσσίας εχειροτέρευεν, εις τρόπον ώστε να αποβάλη ούτος πάσαν περί θεραπείας αυτού ελπίδα.
             Εν τοιαύτη ευρισκόμενος ελεεινή καταστάσει έσυρε καρτερικώς τα της υπάρξεώς του, αναμένων τον θάνατον ως λυτρωτήν δια να σώση αυτόν εκ του 26ετούς μαρτυρίου του.
             Αίφνης κατά τας τελευταίας ημέρας του Ιουλίου του έτους 1935 είδε καθ’ ύπνους μελανειμονούσαν και σεβασμίαν γυναίκα, ισταμένην επί της τρίτης βαθμίδος μεγαλοπρεπούς μαρμαρίνης κλίμακος και περιστοιχιζομένην υπό τεσσάρων απαστραπτόντων εξ ωραιότητος και φωτεινών Αγγέλων.
             Αφού η αγλαόμορφος αύτη, μελανειμονούσα και σεβασμία γυνή προσητένισεν αυτόν επ’ αρκετήν ώραν με βλέμμα πλήρες οίκτου, γλυκύτητος και συμπαθείας, ήγγισεν αυτόν ελαφρώς εις την χείρα και είπε: «Με γνωρίζεις, Μηνά; Εγώ είμαι η Παναγία που θα σου ξαναδώση την υγεία σου που τόσο επιθυμείς. Πρέπει όμως να έρθης τρεις ημέρες πριν από την εορτή του Σωτήρος στην εκκλησιά μου που βρίσκεται στα Μυρτίδια, και αφού πέσης πολλές φορές εις τα Άγια θα γιατρευτής». Ταύτα ειπούσα εξηφανίσθη εν μέσω φωτεινής νεφέλης, ενώ ο Μηνάς Διακάκης αφυπνίζετο πλήρης γλυκυτάτων ελπίδων.
             Συμμορφούμενος προς την καθ’ ύπνους γενομένην υπόδειξιν της Θεοτόκου μετέβη εις Κύθηρα κατά την 1ην Αυγούστου και κατηυθύνθη αμέσως εις το σεπτόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα, ένθα επανειλημμένως έπαθεν επιληπτικάς κρίσεις, ως μαρτυρούσι πάντες οι κατά την εποχήν εκείνην εν Μυρτιδίοις διαμένοντες. Κατά τας νύκτας εκοιμάτο έξωθι της Πύλης του Ναού, έχων ως μόνον στρώμα εν κλινοσκέπασμα, το οποίον εξ ευσπλαγχνίας παρεχώρησεν αυτώ ελεήμων κυρία, παρηκολούθει δε ανελλιπώς τας νυχθημερόν ακολουθίας δεόμενος συγχρόνως υπέρ ιάσεως και πλήρους θεραπείας αυτού.
            Ανέτειλε, τέλος, η 6η Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και ο δυστυχής Μηνάς, πεποιθώς επί τους λόγους της Θεοτόκου, μετέβη εις τον Ναόν πλήρης πίστεως και ελπίδος.
             Την ώραν κατά την οποίαν ο ιερεύς ανεγίνωσκεν από της Ωραίας Πύλης το Ευαγγέλιον της Λειτουργίας, ο δε πάσχων έκυπτε την κεφαλήν προ αυτού, αίφνης έχασε τας αισθήσεις του και κατέπεσεν εις το έδαφος εις τρόπον ώστε πάντες υπέθεσαν ότι απέθανε προσβληθείς εκ συγκοπής της καρδίας.
             Αλλά τότε συνέβη το θαύμα.
             Ο Μηνάς Διακάκης συνήλθε μετά τινά ώραν και κατ’ αρχάς μεν παρετήρησεν ότι το ελάττωμα της βραδυγλωσσίας είχε τελείως εκλείψει, μετά τινάς δε ημέρας, ότε εις μάτην ανέμενε την συνήθη περιοδικήν της επιληψίας προσβολήν, εβεβαιώθη απολύτως περί της πλήρους και υπερφυούς αυτού ιάσεως.
             Έκτοτε, αν και τοσούτο χρονικόν διάστημα παρήλθεν, ουδέποτε πλέον έσχεν επιληπτικήν προσβολήν, η βραδυγλωσσία του ουδέποτε πλέον ενεφανίσθη και ο πρώην επιληπτικός μετ’ ευγνωμοσύνης απείρου κηρύττει πανταχού το εις αυτόν γενόμενον υπερφυές της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων θαύμα, το οποίον ανέγραψε και η εφημερίς «Κυθηραϊκή» εν τω υπό ημερομηνίαν 15 Σεπτεμβρίου 1935 φύλλω αυτής.
            Κατά το διάστημα της εχρικής Γερμανοϊταλικής Κατοχής οι τότε Επίτροποι του ιερού Καθιδρύματος Μυρτιδίων μη γνωρίζοντες τας διαθέσεις των ξένων κατακτητών και εκ λόγων προνοίας, λίαν δεδικαιολογημένης, παρά το γεγονός ότι εκ των υστέρων απεδείχθη υπερβολική, προήλθον εις την απόφασιν να αποκρύψουν εις μέρος ασφαλές τον πολυτιμότατον των Κυθηρίων θησαυρόν, την πάνσεπτον Εικόνα της Μυρτιδιωτίσσης.
             Πράγματι, ησφάλισαν αυτήν εν τω Ναώ της ευρέσεως, ένθα η Αγία Εικών παρέμεινε κεκρυμμένη, από της ανοίξεως του 1941 μέχρι της 24ης Μαρτίου του έτους 1945.
             Κατά την ημέραν εκείνην, παραμονήν της εορτής του Ευαγγελισμού και παραμονήν επίσης της Κυριακής της Ορθοδοξίας καταλλήλως διαδοθείσης της ειδήσεως συνέρρευσαν εις το ιερόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα άπειρα πλήθη ευσεβών Κυθηρίων με επικεφαλής τον τότε Μητροπολίτην Κυθήρων και μετέπειτα Παροναξίας Σεβασμιώτατον κυρόν Αμβρόσιον και τους πλείστους των αιδεσιμωτάτων ιερέων της Νήσου.
             Πάντες μετ’ ανυπομονησίας ανέμενον την στιγμήν, κατά την οποίαν μετά 4ετίαν ολόκληρον θα αντίκρυζον και πάλιν την ιεράν Εικόνα της Προστάτιδος και Πολιούχου αυτών, την σεπτήν Εικόνα προς την οποίαν τόσον ούτοι, όσον και πάντες οι πρόγονοι αυτών εις στιγμάς δυσχερείς κατέφυγον, την Εικόνα η οποία εδέχθη τας εξομολογήσεις, τας ικεσίας, τα δάκρυα, την αγωνίαν, αλλά και τας θερμοτάτας ευχαριστίας και την ευγνωμοσύνην και την σχεδόν ειπείν λατρείαν γενεών και γενεών Κυθηρίων, την Εικόνα τέλος η οποία αποτελεί το καύχημα των Κυθηρίων, και συνεδέθη τόσον πολύ  με την ζωήν, τας περιπετείας, και γενικώς την ιστορίαν της Νήσου των.
             Πράγματι του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου δόντος το σύνθημα, εν βαθυτάτη συγκινήσει πάντες κατήλθον εις τον Ναόν της Ευρέσεως, ένθα μετ’ ολίγον αντίκρυζον και πάλιν την χαριτόβρυτον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα.
             Ποίος δύναται να περιγράψη το μέγεθος της συγκινήσεως εις την οποίαν πάντες κατελήφθησαν! Τις δύναται να απαριθμήση τας εκφράσεις της  βαθείας ευλαβείας και του απείρου ενθουσιασμού, αι οποίαι ηκούσθησαν! Πάντες με ρίγη συγκινήσεως και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς επανέβλεπον την σεπτήν Εικόνα ως αν επανέβλεπον προσφιλέστατον πρόσωπον κατόπιν μακράς αποδημίας επανακάμπτον.
             Εν μέσω της ιεράς συγκλονιστικής και συγκινητικής ταύτης ατμοσφαίρας η χαριτόβρυτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών ακτιναστράπτουσα και ωσεί μετέχουσα της γενικής αγαλλιάσεως εν πομπή μετηνέχθη εις τον άνωθεν του Ναού της ευρέσεως μεγαλοπρεπή Ναόν, ένθα χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Αμβροσίου και ιερουργούντων πάντων των συρρευσάντων ιερέων ετελέσθη η Ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού της Κυριακής της Ορθοδοξίας και της εορτής του Ευαγγελισμού, κατά την διάρκειαν του οποίου η πάνσεπτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών είχεν εκτεθή εις κοινόν προσκύνημα.
             Την επαύριον μετά την Θείαν Λειτουργίαν η χαριτόβρυτος της Μυρτιδιωτίσσης Εικών, ευλαβώς λιτανευομένη, μετεφέρθη εις την Πρωτεύουσαν της Νήσου εν μέσω πρωτοφανών εκδηλώσεων πίστεως και ευλαβείας, εσυνεχίσθη δε τοιουτοτρόπως το ιερόν έθιμον της λιτανείας της σεπτής Εικόνος, το λόγω της εχθρικής κατοχής επί 4ετίαν όλην διακοπέν, προς άφατον χαράν του ευσεβούς Κυθηραϊκού λαού, ευχομένου από καρδίας, όπως μηδέποτε πλέον παραστή ανάγκη λήψεως προληπτικών μέτρων και μηδέποτε πλέον στερηθή της ψυχικής αγαλλιάσεως η οποία πληροί την καρδίαν αυτού επί τη ενατενείσει του πολυτιμοτάτου θησαυρού της πανσέπτου Εικόνος της Κεχαριτωμένης των Μυρτιδίων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
            Ταύτα είναι τα σπουδαιότερα των υπό της Θεοτόκου των Μυρτιδίων δια της εκεί ευρεθείσης θαυμαστώς πανσέπτου αυτής Εικόνος τελεσθέντων και γνωστών γενομένων θαυμάτων, τα οποία εν τη απείρω αυτής ευσπλαγχνία επεδαψίλευσεν εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας επικαλεσαμένους την Θείαν Αυτής Χάριν και αντίληψιν.
             Αι ευεργεσίαι, τας οποίας η Κεχαριτωμένη των Μυρτιδίων αεννάως παρέχει εις πάντας τους εξαιτουμένους την βοήθειαν Αυτής και τιμώντας το πάνσεπτον αυτής όνομα, εξαιρέτως δε προς τους Κυθηρίους, των οποίων προστάτις και Πολιούχος τυγχάνει, είναι αναρίθμητοι.
            Το πλήθος των αφιερωμάτων και αναθημάτων, τα οποία κοσμούσι τον ιερόν των Μυρτιδίων Ναόν και των οποίων πολλά είναι πολυτιμότατα, η βαθυτάτη προς την Μυρτιδιώτισσαν ευλάβεια των τε Κυθηρίων και των ξένων, η εις πάσας τας βιωτικάς περιστάσεις των Κυθηρίων, είτε ευτυχείς, είτε δυστυχείς, παρ’ αυτών επίκλησις του Παναγίου αυτής ονόματος, η εν πάσι τοις  οίκοις αυτών ύπαρξις ιερών της σεπτής Αυτής Εικόνος εκτύπων, υπερβαλλόντως και εξαιρέτως τιμωμένων, η εν τοις όρκοις παρ’ αυτών χρήσις του σεβασμίου Αυτής ονόματος, η ιερά υποχρέωσις, την οποίαν βαθύτατα αισθάνεται πας Κυθήριος, όπως, είτε εκ της Νήσου αποδημών, είτε εις ταύτην επανερχόμενος, επισκέπτηται το σεπτόν των Μυρτιδίων Καθίδρυμα και προσκυνή την εκείσε εντεθησαυρισμένην πάντιμον της Μυρτιδιωτίσσης Εικόνα, η υπερηφάνεια μετά της οποίας οι Κυθήριοι ομιλούσι περί του εν λόγω πανσέπτου της Νήσου Προσκυνήματος και επιδεικνύουσιν εις τους ξένους τούτο, η πληθύς των καθ’ εκάστην εις αυτό προσερχομένων προσκυνητών, εντοπίων τε και ξένων, επαρκώς αποδεικνύουσι και μαρτυρούσι περί της ευεργετικής και θαυματουργικής χάριτος της Παναγίας των Μυρτιδίων.
             Δεν υπάρχει Κυθήριος μη δονούμενος υπό ισχυροτάτης και ιεράς συγκινήσεως, όταν ακούη προφερόμενον το πάνσεπτον της Μυρτιδιωτίσσης όνομα, ή όταν αντικρύζει την τιμιωτάτην Εικόνα ή τα ιερά ταύτης έκτυπα. Δεν υπάρχει Κυθήριος μη θεωρών την εορτήν της Μυρτιδιωτίσσης ως εορτών εορτήν και πανήγυριν πανηγύρεων. Δεν υπάρχει Κυθηραϊκή Παροικία, είτε εν τω εσωτερικώ, είτε εν τω εξωτερικώ, μη πανηγυρίζουσα την εορτήν της 24ης Σεπτεμβρίου μετ’ Αρχιερατικών Λειτουργιών και πάσης Εκκλησιαστικής λαμπρότητος.
            Ουχί δε μόνον οι Κυθήριοι και αι απανταχού Κυθηραϊκαί Παροικίαι, αλλά και οι ξένοι τιμώσι την Μυρτιδιώτισσαν, και λαμπρώς εορτάζουσι την ιεράν αυτής μνήμην. Ο συγγραφεύς του παρόντος βιβλίου μετά συγκινήσεως είδεν εν τω Καθεδρικώ Ναώ της Ζακύνθου ιερόν της σεπτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπον μετ’ αργυρού περιβλήματος, ερωτήσας δε εβεβαιώθη περί του ότι επισήμως εν Ζακύνθω εορτάζεται η μνήμη αυτής κατά την 24ην Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
             Εν Χίω ολόκληρος Μονή της Μυρτιδιωτίσσης υπάρχει, ιδιαίτερος δε ναός αυτής εν Αιγίνη, ως και ανωτέρω είπομεν. Επίσης εις Σμύρνην υπήρχε ναός της Μυρτιδιωτίσσης εις την συνοικίαν Μερσίγκιοι ή Μερσιλί, ονομασθείσαν ούτω εκ του εν λόγω της Μυρτιδιωτίσσης Ναού. Εν Πόρτ –Σάϊδ της Αιγύπτου η τρισυπόστατος Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία της Μεταμορφώσεως περιλαμβάνει εις το δεξιόν κλίτος παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Μυρτιδιωτίσσης, εις δε το αριστερόν της Ευαγγελιστρίας.
             Ο ανώνυμος μεν, αλλά ευσεβής και αξιόπιστος συγγραφεύς του και ανωτέρω πολλάκις μνημονευθέντος βιβλιαρίου εκδόσεως Αθηνών 1857 αναφέρει εν παραγράφω 3 επί λέξει τα εξής:
            «Και που δεν γεραίρεται της Μυρτιδιωτίσσης το τρισέβαστον όνομα; Εν Κρήτη, εν Σμύρνη, εν Ασία και εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα και περικαλλέστατος ναός ανηγέρθη εις Μπαόγλου, επ’ ονόματι του παναχράντου ονόματός της˙ πάσα η Ορθοδοξία υποβάλλεται τερπομένη εις τους ανθώνας της χάριτος!».
            Επίσης εν παραγράφω 5 ο αυτός συγγραφεύς σχετικώς προς το σέβας των Κυθηρίων προς την Προστάτιδα και Πολιούχον αυτών και προς την εν τοις όρκοις χρησιμοποίησιν του πανσέπτου Αυτής ονόματος, αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:
            «Το σέβας των εγκατοίκων της Νήσου Κυθήρων είναι άπειρον και ανέκφραστον. Πάσα πολύπλοκος διαφορά μεταξύ πολιτών, πολλάκις δε και αυταί των Δικαστηρίων αι αποφάσεις, εκτελούνται και διαλύονται ενώπιον της Αγίας Εικόνος δι’ επακτού όρκου, και ουαί τω ψευδορκούντι! Φρικαλέα τοιούτων ψευδόρκων και επιόρκων ναυάγια αναμετρά πλείστα η Νήσος Κυθήρων. Τέλος, η Αγία αύτη Εικών είναι το λαμπαδούχημα πάσης της Νήσου, η δόξα, το εγκαλλώπισμα τοις ανθρώποις και τοσούτον ισχυροτέρα των νόμων, καθ’ όσον προλαμβάνει τα μυστικά εγκλήματα και παιδεύει τα φανερά».
             Εν Πάρω υπάρχει σεπτόν της ιεράς Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπον εν τη επί τινός όρους κειμένη διαλελυμμένη ήδη ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου, ένθα η εύσημος εορτή της 24ης Σεπτεμβρίου λαμπρώς πανηγυρίζεται. Τούτο ηυδόκησε να ανακοινώση δι’ επιστολής προς τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου η Αυτού Σεβασμιότης ο Μητροπολίτης πρώην Κυθήρων και μετέπειτα Παροναξίας Αμβρόσιος, ο οποίος κατά την 24ην Σεπτεμβρίου 1951 κληθείς ιερούργησεν εν μέσω πυκνοτάτου Εκκλησιάσματος και εις Ον βαθείαν ενεποίησεν εντύπωσιν η προς την Μυρτιδιώτισσαν ευλάβεια των κατοίκων της Πάρου, πλείστας αρτοκλασίας και δώρα προς τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας και λοιπά αφιερώματα προσενεγκόντων.
             Ιερά της πανσέπτου Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης αντίτυπα υπάρχουσι ομοίως εν τοις ιεροίς Ναοίς της Παντανάσσης και του Αγίου Αλεξίου των Πατρών, ως διεβεβαίωσε τον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου ο επ’ αρκετόν εκεί διαμείνας αγαπητός αυτού φίλος Θεόδωρος Π. Αρώνης, επίσης δε εν τοις περισσοτέροις Ναοίς της Νήσου Ύδρας, ως επληροφόρησε τον αυτόν συγγραφέα ο εν Ύδρα εις Διάκονον και Πρεσβύτερον χειροτονηθείς, μετέπειτα δε εφημέριος του εν Κυθήροις Ιερού Προσκυνήματος της Υπεραγίας Θεοτόκου «Αγίας Μονής», και αγαπητός αυτού εξάδελφος ιερομόναχος Προκόπιος Μόρμορης. Ιερά της σεπτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης έκτυπα υπάρχουσιν ωσαύτως εν τοις Καθεδρικοίς, ως και πλείστοις ετέροις Ναοίς των Αθηνών και του Πειραιώς, εν Νέω Φαλήρω μάλιστα και ολόκληρος ναός της Μυρτιδιωτίσσης, παρ΄ ευσεβών οικοδομηθείς Κυθηρίων, υπάρχει ως και εν τοις Ναοίς πολλών άλλων πόλεων και χωρίων και νήσων της Ελλάδος, ακόμη δε και εν τοις πλείστοις των Ναών των Ελληνικών Παροικιών του Εξωτερικού.
              Άπειρα τέλος είναι τα θαύματα, τα οποία η Κεχαριτωμένη των Μυρτιδίων δια της εκεί υπερφυώς αποκαλυφθείσης χαριτοβρύτου Εικόνος αυτής, ή δια των ιερών και πανσέπτων Αυτής εκτύπων ενεργεί, «άτινα εάν γράφηται καθ’ έν» κατά την αθάνατον έκφρασιν του Ηγουμένου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολότου (Ευαγγ. Ιω. 25) «ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία». Αμήν.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ Δ. ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
             Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα υπήρξε η αιτία να φτιαχτούν, επί Αγγλοκρατίας, στα Κύθηρα δρόμοι που ακόμα χρησιμοποιούνται και γεφύρια τετράγερα και περίτεχνα που ακόμα καμαρώνουμε. Και να πως έγινε αυτό. Όταν ήλθε στο νησί, γύρω στα 1820, ο Άγγλος Διοικητής λοχαγός του μηχανικού McPhail, οι Κυθήριοι ζήτησαν την άδεια να φτιάξουν μεγάλο Ναό προς τιμήν της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας. Βέβαια θα προηγείτο η κατασκευή δρόμου. Ο McPhail έδωσε την άδεια και ο δρόμος έγινε με εθελοντική εργασία, καθώς και το υπέροχο γεφύρι και το μικρό «τούνελ’ που απαιτήθηκε, η «Τρύπια Πέτρα» δηλαδή. Με εθελοντική και πρόθυμη εργασία οι Κυθήριοι έχτισαν και τα σχολεία που χρειάζονταν, γιατί η φιλομάθειά τους ήταν μεγάλη. Πλήθος παιδιών, αγόρια και κορίτσια, έμαθαν γράμματα, ακόμα και ενήλικες. Όταν τελείωσαν αυτά τα έργα ο McPhail εκμεταλλεύτηκε την αξιοσύνη των Κυθηρίων να φτιάχνουν δρόμους και να χτίζουν την πέτρα κάνοντας στέρεες καμάρες και επέβαλε καταναγκαστική εργασία (αγγαρεία0 για να γίνουν και άλλοι δρόμοι. Έτσι έγινε ο δρόμος Ποταμού – Χώρας και το γεφύρι του Ποταμού, γιατί ο δρόμος θα συνεχιζόταν μέχρι τη θάλασσα. Και οι δρόμοι Κοντολιανίκων – Μητάτων και Λιβαδιού – Αβλέμονα ξεκίνησαν αλλά δεν ολοκληρώθηκαν, έμεινε όμως «μνημείο» το πέτρινο γεφύρι Κατουνιού. Αυτά τα έργα έγιναν μόνο σε εφτά χρόνια, γιατί το 1827 από διαμαρτυρία των Κυθηρίων, που μετέφερε στον Άγγλο Αρμοστή της Κέρκυρας ο Εμμ. Καλούτσης, η αγγαρεία καταργήθηκε, και ο McPhail δεν ολοκλήρωσε τα σχέδιά του. Οι Κυθήριοι συναίνεσαν για το δρόμο των Μυρτιδίων και για τα σχολεία, μα τους ήταν δυσβάσταχτο να εργάζονται εντατικά και χωρίς αμοιβή για δρόμους και γεφύρια. Όταν έφτασε η είδηση της κατάργησης της αγγρείας άφησαν τα εργαλεία επί τόπου και πήγαν στα σπίτια και τα χωράφια τους. Έμειναν όμως όσα μέχρι τότε έκαναν, που όμοιά τους δεν ξανάγιναν.
             Ο Γάλλος φιλέλληνας Frank Marcet πέρασε το 1826 σε ηλικία 23 ετών από τα Κύθηρα, φέρνοντας χρήματα από τον αγωνιζόμενο Ελληνικό λαό. Συναντήθηκε με τον McPhail, περιόδευσε το νησί και μεταξύ άλλων έγραψε:
             Στις 14 Μαρτίου επισκέφθηκα, μαζί με τον λοχαγό McPhail, τη Μονή Μυρτιδιώτισσας που βρίσκεται σε απόσταση 7 μιλίων από τη Χώρα. Το μοναστήρι αυτό είναι γνωστό σ’ όλο το Αρχιπέλαγος γιατί, πριν από δύο αιώνες περίπου, βρέθηκε εκεί μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας μέσα σε μυρτιές. Οι κάτοικοι πολλών νησιών είπαν στο λοχαγό McPhail, ότι αν ήθελε να χτίσει σ’ αυτό το σημείο μία εκκλησία, θα φρόντιζαν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό με εισφορές. Ο έρανος έχει ήδη αρχίσει και μόνο το Τσιρίγο διέθεσε γι’ αυτόν το σκοπό 4.000 φράγκα. Υπολογίζουν ότι το ποσόν που θα συγκεντρωθεί για την ανέγερση του ναού θα φτάσει, το ολιγώτερο, τις 20.000 φράγκα. Η θρησκοληψία των Ελλήνων είναι τόση μεγάλη ώστε δουλεύουν όλοι δωρεάν, κάτω από την επίβλεψη του Κυβερνήτη, για να φτιάξουν έναν δρόμο από τη Χώρα στο μοναστήρι. Η κατασκευή είναι δύσκολη, γιατί ο δρόμος περνά από βουνά και θα είχε στοιχίσει στην Κυβέρνηση υπέρογκα ποσά, αν η τελευταία δεν ήξερε να επωφελείται από την απλοϊκότητα των κατοίκων.
            Στο μοναστήρι μας υποδέχθηκε ένας γέρος παπάς και μας πρόσφερε ένα ωραίο δείπνο με χαβιάρι, και λαχανικά με λαδολέμονο. Ήταν από τα ωραιότερα φαγητά που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου και που οι Έλληνες συνηθίζουν να τρώνε στη διάρκεια της Σαρακοστής. Ο παπάς νήστευε το λάδι και το τυρί πέντε μέρες την εβδομάδα, γι’ αυτό αρκέσθηκε στο χαβιάρι. Η τήρηση της νηστείας είναι τόσο αυστηρή ώστε, όταν ο παπάς μου έκοψε με το μαχαίρι του ένα μικρό κομμάτι τυρί και ήθελε να χρησιμοποιήσει ξανά το ίδιο μαχαίρι, η υπηρέτρια το πήρε γρήγορα για να καθαρίσει ένα μικρό ψίχουλο τυριού που είχε μείνει πάνω στην κόψη του.
             Από τα Κύθηρα πέρασε το 1827 και ο Άγγλος αξιωματικός του υγειονομικού John Davy.  Αξίζει να αναφερθεί και η δική του μαρτυρία για τον δρόμο και το γεφύρι προς τη Μυρτιδιώτισσα.
            Όταν ο ταγματάρχης McPhail ήταν στο Τσιρίγο πάσχισε με ζήλο να βελτιώσει το νησί και μου ανέφερε ότι η αμορφωσιά κι η άγνοια των κατοίκων ήταν κάτι απίστευτο. Προκειμένου να μεταφέρουν παρά μόνο σωματική εργασία˙ αν είχαν να κόψουν κάποιο βράχο ή να φτιάξουν κάποια καμάρα, έπρεπε να τους καθοδηγεί ο ίδιος με τη βοήθεια ενός εγχειριδίου. Ο ίδιος ο χτίστης που με τις οδηγίες του έχτισε την πρώτη γέφυρα στο Τσιρίγο, δεν είχε ιδέα από κανόνες κατασκευής. Μια νύχτα, λίγο μετά την αποπεράτωση του έργου, σηκώθηκε δυνατός αέρας και το άλλο πρωί βρήκαν το χτίστη, γονατισμένο κοντά στη γέφυρα, να προσεύχεται στην Παναγία για τη σωτηρία της.
Κοσμάς Μεγαλοκονόμος Αναπληρωτής Διευθυντής
Κρατικής Χειρουργικής Κλινικής Ιπποκρατείου Νοσοκομείου Αθηνών.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.      Οι ύμνοι ούτοι, συντεθέντες χάριτι Θεία και ευδοκία της Παναχράντου δια την προστασίαν του λαού εκ της φοβεράς του σεισμού απειλής και λοιπών κινδύνων, υπό του Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ (Ιούνιος 2006), ψάλλονται μετά τα Μεγαλυνάρια της Ιεράς Παρακλήσεως και κατά τας ιεράς λιτανεύσεις της αγίας Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης.
2.      Σημ. επιμελητού της πρώτης εκδόσεως. Συμφώνως προς τας ιδιοχείρους σημειώσεις του αειμνήστου Ιερέως Δανιήλ Βαρυπάτη, διατελέσαντος Εφημερίου της Ι. Μ. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Κυθήρων, ως έτος ευρέσεως της πανσέπτου Εικόνος της Παναγίας της Μυρτιδιωτίσσης θεωρείται το 1446 μ. Χ.




                         πηγή: orp.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου