Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ [Α´]
Παῦλος Μoν. Λαυριώτης
. Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ Πόντου Τραπεζούντα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 927-930. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἀβραάμιος. Ὁ πατέρας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ τὴν Κολχίδα τοῦ Πόντου. Πρὶν γεννηθεῖ, ὁ πατέρας ἀπέθανε καὶ λίγο μετὰ τὴν γέννησή του, καὶ ἡ μητέρα ἀπῆλθε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο.
. Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τέθηκε ὑπὸ τὴν
προστασία συγγενῆς του μοναχῆς, ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν φροντίδα καὶ τὴν
παιδαγωγία αὐτοῦ. Ὅλη δὲ ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μοναχῆς ἐπέδρασε
θετικὰ καὶ καταλυτικὰ στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀβρααμίου.
. Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, παρ’ ὅτι ἦταν παιδί, ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορά
του δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων συνομηλίκων του. Ὁ χαρακτήρας του
δὲν ἦταν ἀπρεπής, ἀπρόσεκτος καὶ ἀγενής. Καταγινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ
τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς πράξεις. Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς προστάτιδάς του
μοναχῆς καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς
αὐτοκρατορικοῦ φορολογικοῦ ὑπαλλήλου ποὺ ἦλθε στὴν Τραπεζούντα γιὰ τὴν
εἴσπραξη τῶν δημοσίων φόρων, ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ
αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α´Λεκαπηνοῦ (920-944).
. Στὴν Πόλη φοιτᾶ στὴν Σχολὴ τοῦ Προέδρου τῶν Σχολῶν τῆς
Πρωτευούσης, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀθανάσιος. Στὴ σχολὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο
καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων τῆς θύραθεν (κοσμικῆς)
παιδείας. Παράλληλα δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικὰ καὶ θρησκευτικά του
καθήκοντα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε τὸν συγγενῆ του στρατηγὸ
Ζεφιναζέρ, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔκτοτε διέμεινε.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
. Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ὁ
Ἀβραάμιος κατέστη κάτοχος καὶ διδάσκαλος πάσης φιλοσοφίας καὶ
ρητορικῆς, ὥστε ἡ φήμη του νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα.
. Ὁ ἐνάρετος καὶ σοβαρὸς βίος του, τὸ πράον τοῦ ἤθους, τὸ γλυκὴ τῆς
ὁμιλίας, ὁ πλοῦτος τῆς γνώσεως, τὸ ἔντιμον καὶ τὸ χρηστὸν τοῦ χαρακτῆρος
του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸν σὲ ὅλους. Ἐξ αἰτίας τῶν χαρισμάτων του, οἱ
μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Σχολῆς, «κοινῇ ψήφῳ», ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν
αὐτοκράτορα νὰ ἐκλεγεῖ διδάσκαλος αὐτῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτοκρατορικὴ
ὑπόδειξη, τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου.
. Ὁ Ἀβραάμιος σύντομα ἀπέδειξε τὶς ἱκανότητές του. Ἀπέκτησε πολλοὺς
μαθητὲς καὶ συγχρόνως τὴν φήμη τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. Γι’ αὐτό, χρόνο μὲ
τὸν χρόνο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ηὔξανε. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμιος ταυτόχρονα
ζοῦσε συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ
ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ συγγενής του στρατηγὸς
Ζεφιναζὲρ ἀναλαμβάνει τὴν ναυτικὴ διοίκηση στὸ Αἰγαῖο καὶ παίρνοντας
μαζί του τὸν Ἀβραάμιο πραγματοποιεῖ περιοδεία στὸ Ἀρχιπέλαγος.
Κατέπλευσαν στὴ νῆσο Λῆμνο, ἀπ’ ὅπου διακρινόταν τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου
ἔμελλε ἀργότερα νὰ ἱδρύσει τὴν Λαύρα. Ἐπανερχόμενος στὴν Πόλη,
συναντᾶται μὲ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ Μαλεΐνον, ἱδρυτὴ καὶ ἡγούμενο τῆς Λαύρας
τοῦ Κυμινά. Τοῦ ἐξομολογεῖται τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσπαστεῖ τὸν μοναχικὸ βίο.
Στὴν Πόλη ἔγινε καὶ ἡ συνάντηση τῶν Ὁσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκᾶ,
μετέπειτα αὐτοκράτορος, καὶ τοῦ Ἀβρααμίου. Ἔτσι κρίνεται ἀπὸ τὸν ὅσιο
Μιχαὴλ ἄξιος νὰ ἀκολουθήσει βίο πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικό, καὶ
ἐπιλέγει τόπο ἐρημικό, ὅπου ἐπιδίδεται σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Βλέποντας ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἄσκηση τοῦ Ἀθανασίου,
προέβλεψε (προεῖδε) τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνει
διάδοχός του στὰ πνευματικὰ χαρίσματα.
ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΥΡΑ ΤΟΥ ΚΥΜΙΝΑ
. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀβραάμιος παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Σχολὴ καὶ μεταβαίνει στὴν λαύρα τοῦ Κυμινᾶ. Γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ὅσιο Μιχαὴλ καὶ κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Μετὰ τὴν κουρά του ὁ Ἀθανάσιος, ἔχοντας ἔμπειρο καὶ διακριτικὸ πνευματικὸ ὀδηγό, ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν. Μέσα σὲ διάστημα τεσσάρων ἐτῶν, κατέκτησε «πᾶσαν ἀσκητικὴν πολιτείαν» καὶ συνέλεξε σὲ βραχὺ χρόνο πλοῦτο ἀρετῶν, ὥστε νὰ καθάρει τὴν διάνοιαν, καὶ νὰ δεῖ «θεία θεωρήματα», ὅπως σημειώνει βιογράφος του.
ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
. Ἀλλὰ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ ἄλλα εἶχε προορίσει ὁ Θεός. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ τὸ ὄρος Κυμινᾶ ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐδῶ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλὰ σκηνώματα τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ γνωρίζει πολλοὺς καὶ ἐναρέτους μοναχοὺς καὶ ἀσκητές. Ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή, τὸν λιτὸ βίο, τὶς πολλὲς στερήσεις. Ἀρχικὰ γίνεται ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα ἁπλὸ γέροντα, χωρὶς νὰ ἀποκαλύψει ποιὸς ἦταν, κοντὰ στὴ Μονὴ Ζυγοῦ.
. Δὲν ἐφανέρωσε τὸ πραγματικό του ὄνομα, ἀλλὰ προσποιήθηκε ὅτι
ὀνομάζεται Βαρνάβας, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος. Ἐπιθυμία του
ἦταν νὰ γνωρίσει τοὺς μοναχούς τοῦ Ὄρους καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα
ὑψηλότερο στάδιο μοναχικοῦ βίου, τοῦ ἐρημίτη. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ
Τυπικό του, τὴν περιοδο αὐτὴ οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἄθω δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανένα
μοναχὸ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης, ἐὰν δὲν εἶχε παραμείνει στὸ Ὄρος δύο ἢ τρία
χρόνια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας ἔλεγχος δι᾽ ὅσους ἤθελαν νὰ
γίνουν ἐρημίτες.
. Ὁ Ἀθανάσιος, ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του νὰ
ὑποταχθεῖ σὲ κάποιο ἀναχωρητή. Ἔτσι ἔκρυβε τὶς γνώσεις του καὶ τὶς
πνευματικές του ἱκανότητες ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντά του, ποὺ ἦταν
ἀμόρφωτος. Ὑποτάσσεται, λοιπόν, σὲ σχεδὸν ἀμόρφωτο γέροντα, παρὰ τοῦ
ὁποίου, ἐκτός τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, «διδάσκεται τὰ ἱερὰ γράμματα».
. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἀθανάσιος δοκιμαζόταν στὸν Ἄθω ὡς ὑποψήφιος ἀσκητής, ὁ
δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, Νικηφόρος Φωκᾶς, τὸν ἀναζητοῦσε.
Βέβαιον εἶναι ὅτι ἔκανε ἔρευνες σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα τῆς Μ. Ἀσίας
χωρὶς ἀποτέλεσμα.Τέλος θυμήθηκε, λέει ὁ βιογράφος του, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος
τοῦ εἶχε μιλήσει για πιθανὴ ἀναχώρηση καὶ τῶν δύο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γράφει
λοιπὸν στὸν κριτὴ-ἔπαρχο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ μεταβεῖ στὸν
Ἄθω πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, περιγράφοντας τὰ προσωπικὰ
χαρακτηριστικά του.
. Ὁ κριτὴς μεταβαίνει στὸ Ὄρος, συναντᾶται μὲ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους
Στέφανο (958-962) καὶ διαβιβάζει τὸ αἴτημα. Ὁ Πρῶτος ὑπόσχεται νὰ προβεῖ
στὴν ἀνεύρεσή του, ἐνῶ ἐπλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ σύναξη τῶν
γερόντων τοῦ Ὄρους γινόταν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο: Τὰ Χριστούγεννα, τὸ
Πάσχα καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Στὶς
συνάξεις, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πρώτου, συμμετεῖχαν οἱ πατέρες οἱ ὁποῖοι
ἀσκοῦνταν στὴν περιοχὴ τῆς Λαύρας τῶν Καρυῶν.
. Κατὰ τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἔγινε ἀπὸ τὸν Πρῶτο
Στέφανο ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἀθανασίου. Ὅλοι οἱ Ἀθωνίτες ξέρουν πλέον ὅτι ὁ
Βαρνάβας εἶναι ἕνας μορφωμένος μοναχός, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν ποιὸς εἶναι
στὴν πραγματικότητα, γιατί ζήτησε ἀπὸ τὸν Πρῶτο νὰ κρατήσει τὸ μυστικό
του, διαφορετικὰ θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν Ἄθω. Ὁ Πρῶτος τοῦ παραχωρεῖ ἕνα
ἀναχωρητικὸ κελλὶ κοντὰ στὶς Καρυές. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαθίσταται ἐκεῖ μὲ
ἕνα μαθητή, ὀνόματι Λουκίτζη καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλλιγράφου.
Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε μέχρι τὸ 959.
. Περὶ τὸ ἔτος 960 ἔρχεται στὸ Ὄρος ὁ ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου καὶ
δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως Λέων Φωκᾶς, μετὰ τὴν νίκη του κατὰ τῶν
Σκυθῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε βέβαια
νὰ συναντήσει τὸν Ἀθανάσιο, ὅπερ καὶ ἔγινε. Τότε λοιπὸν ὅλοι
πληροφοροῦνται ποιὸς ἦταν πραγματικὰ ὁ Βαρνάβας καὶ ποιὲς οἱ σχέσεις του
μὲ τὴν περιφανῆ οἰκογένεια Φωκᾶ. Τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον, ἡ ὅλη
προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τῆς αὐτοκρατορίας
προκάλεσαν αἴσθηση στοὺς Ἀθωνίτες καὶ πολλοὶ παρεκινήθησαν νὰ
προσέλθουν κοντά του.
. Ὁ Ἀθανάσιος θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν προσέλευση καὶ σύγχυση ἔθεσε
σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο, ποὺ εἶχε, ὅταν ἀφίχθη στὸ Ὄρος: νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ
ἐνδότερα τοῦ Ὄρους, στὴν ἡσυχία. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῆς
Συνάξεως, ἀφοῦ ἔμεινε δύο χρόνια στὶς Καρυές, ἔλαβε ἕνα τόπο ἐξαιρετικὰ
ἀπρόσιτο καὶ ἐρημικό, ποὺ λεγόταν Μελανά, στὴν θέση ὅπου ἔκτισε τὴν
Λαύρα. Ἐκεῖ ἔστησε τὴν ἀσκητική του καλύβη, σὰν ἄλλο ἀρετῆς ἐργαστήριον,
καὶ ἐπιδόθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀφοσιωμένος στὶς κατὰ Θεὸν
μελέτες καὶ θεῖες θεωρίες.
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
. Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθυνε τὴν ἐκστρατεία τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ, περὶ τὸ 960, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Οἱ συγκρούσεις ἦταν σκληρὲς καὶ ἀμφίρροπες. Ἡ βυζαντινὴ στρατιὰ ὑπέφερε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν ἔλλειψη τροφῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν στρατὸ τῶν Ἀράβων.
. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Φωκᾶς
ὑπενθύμιζε ὅτι σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν καὶ
πληθυσμοῦ χριστιανικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Ἄραβες ἢ Σαρακηνοί, ἔχοντες ὡς
ὀρμητήριο τὴν Κρήτη, ἔκαναν ἐπιδρομὲς σὲ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, ἀκόμα καὶ τὸ
Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέραν τῶν λαφύρων, εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ
μοναχούς.
. Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικό τοῦ στρατοῦ, ἀπεφάσισε
νὰ ἀποστείλει γράμματα σὲ μοναστήρια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος,
ζητώντας νὰ στείλουν μερικοὺς μοναχοὺς κοντὰ στὸ στρατό. Μεταξὺ τῶν
μοναχῶν, ἔγραψε καὶ στὸν Ἀθανάσιο καὶ στὸν Πρῶτο του Ὅρους. Οἱ Ἀθωνίτες
ἀπάντησαν θετικά. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους,
ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα
μοναχό, τὸ Θεοδοτό.
. Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀντρῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε
δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Ἡ
ἀποστολὴ καὶ παραμονὴ τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κρήτη στέφθηκε μὲ πλήρη
ἐπιτυχία. Ἐπέτυχε νὰ βοηθήσει στὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὴν
ἀπελευθέρωση ὅσων Ἀθωνιτῶν εἶχαν συλληφθεῖ καὶ διασωθεῖ, καὶ τὴν
ἐπανασύνδεση τοῦ φιλικοῦ του δεσμοῦ μὲ τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκά.
. Ἐκεῖ καταστρώθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἰδρύσεως ἑνὸς μοναστηριοῦ στὸν Ἄθω,
ὑπὸ τὴν ἡγουμενία τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο θὰ ἐμόναζε καὶ ὁ Φωκᾶς. Γιὰ
τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ Φωκᾶς πρότεινε στὸν Ἀθανάσιο νὰ τοῦ διαθέσει τὰ χρήματα
ποὺ θὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ οἱ δύο ἄνδρες
ἔμειναν σύμφωνοι περὶ τῆς Μονῆς καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτήν, ὁ μὲν Ἀθανάσιος
ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Φωκᾶς ἐπέστρεψε στὴν Βασιλεύουσα.
Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἀθανάσιος στὸ Ὄρος, ἐσκέπτετο νὰ ἀρχίσει τὴν ἵδρυση τῆς
Λαύρας. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀποστέλλει στὸν Ἄθω τὸν ἔμπιστό
του μοναχὸ Μεθόδιο, μὲ ἐπιστολὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα γιὰ τὴν ἔναρξη
τῶν ἐργασιῶν. Ὁ Μεθόδιος παρέμεινε στὸ κελλὶ τοῦ Ἀθανασίου ἕξι μῆνες καὶ
δὲν ἀνεχώρησε παρὰ ἀφοῦ ἔπεισε τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀρχίσει τὴν κατασκευὴ
τῆς Λαύρας καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀρχίσει οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες.
. Πράγματι ὁ Ἀθανάσιος ἄρχισε μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου, ὅπου
θὰ ἐμόναζε ὁ Νικηφόρος καὶ ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἐν
συνεχείᾳ προχώρησε στὴν ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ καὶ ἄλλων κτισμάτων. Ἐνῶ
λοιπὸν προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ καθολικοῦ καὶ τῶν κελλίων,
ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἡ
εἴδηση αὐτὴ ἐπίκρανε τὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς
Λαύρας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του
νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο.
. Γι’ αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡγουμενία τῆς Λαύρας καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος.
πηγή: christianvivliografia.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου