Περίοδος Δ΄ Ἔτος ΛΕ΄
Φλώρινα ἀριθμ. φύλλου 2063
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Τὰ ἅγια Θεοφάνεια (Ματθ. 3,13-17)
Σάββατο 6 Ἰανουαρίου 2018
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιός] Φλωρίνης, Σάββατο 6-1-1968 πρωί)
Φλώρινα ἀριθμ. φύλλου 2063
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Τὰ ἅγια Θεοφάνεια (Ματθ. 3,13-17)
Σάββατο 6 Ἰανουαρίου 2018
Βαπτιζεται ο Αναμαρτητος
«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16)
Μεγάλη,
ἀγαπητοί μου, καὶ ἐπίσημη ἑορτὴ σήμερα, ἑορτὴ ποὺ παλαιὰ ἦταν
συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Εἶνε μακρὰ ἡ σημερινὴ
ἀκολουθία, ἐν τούτοις εἶνε ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε· ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν
ἐννοῶ θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
* * *
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων
ἀκούσαμε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις
εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες τὸ Θεῖο Βρέφος πῆρε τὸ
ὄνομα Ἰησοῦς. Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ στὴν Αἴγυπτο· εἶνε ὁ
πρῶτος πρόσφυγας. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρῴδης ἐπέστρεψε στὴν ἱερὰ Γῆ, ἀλλὰ
ἐγκαταστάθηκε στὴ Ναζαρὲτ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπωνομάστηκε Ναζωραῖος (Ματθ.
2,23· 26,71 κ.ἀ.). Ὕστερα βλέπουμε τὸ Χριστὸ
σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα του στὰ Ἰεροσόλυμα στὸ ναὸ
τοῦ Σολομῶντος. Καὶ μετά, μὲ ἕνα χρονικὸ ἅλμα, τὸν βλέπουμε ἀπότομα
σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ ἔρχεται ἡ ἀπιστία καὶ
μᾶς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα·
Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ 12 μέχρι 30 ἐτῶν; πῆγε στὶς Ἰνδίες· ἐκεῖ ἔμαθε αὐτὰ ποὺ δίδαξε.
Τί ἀπαντοῦμε; Αὐτὸ εἶνε ψέμα, ἀπ᾽ τὰ χοντρὰ ἐκεῖνα ψέματα τῆς ἀπιστίας. Τὸ διαψεύδουν οἱ ἴδιοι οἱ συμπατριῶτες τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Χριστός, ὅπως εἴπαμε, βρισκόταν στὴ Ναζαρέτ. Τὸ χωριὸ ἦταν μικρὸ καὶ τίποτα δὲν ἔμενε ἄγνωστο. Ἀναφέρω ὡς παράδειγμα, ὅτι κ᾽ ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, ἔφυγα ἀπὸ ᾽κεῖ νέος, καὶ στὸ μεγάλο διάστημα τῆς μετέπειτα περιπετειώδους ζωῆς μου μόνο μία ἢ δύο φορὲς ἐπισκέφθηκα τὸ χωριό. Καὶ ὅμως· ἂν πᾶτε ἐκεῖ, ποὺ μὲ γνώρισαν ὡς παιδί, καὶ ρωτήσετε ὁποιονδήποτε, θὰ σᾶς πῇ καταλεπτῶς ποῦ βρισκόμουν καὶ τί ἔκανα. Δὲν λησμονοῦν στὰ μικρὰ χωριὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φεύγουν, ἀλλὰ μ᾽ ἕνα στοργικὸ βλέμμα παρακολουθοῦν τὰ βήματα ὅλων καὶ ξέρουν ποῦ βρίσκονται. Ἔτσι καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ γνώριζαν πολὺ καλὰ ποῦ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὕστερα πῆγε ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ δίδασκε, οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν κοίταζαν, τὸν ἄκουγαν κ᾽ ἔλεγαν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σχολεῖο; (βλ. Ἰω. 7,15). Οἱ συγχωριανοί του λοιπὸν βεβαιώνουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ λένε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ Ναζαρέτ.
Καὶ ποῦ ἦταν λοιπόν; Ὅπως ὑπῆρξε πρῶτος πρόσφυγας, ἔτσι ἔγινε καὶ πρῶτος ἐργάτης. Τὸν ἤξεραν ὅλοι ὡς «τέκτονα», μαραγκό (Μᾶρκ. 6,3), καὶ «υἱὸν τοῦ τέκτονος» (Ματθ. 13,55). Δούλευε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· κατασκεύαζε ἄροτρα καὶ ἔπιπλα, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτὸς καὶ ἡ ἁγία του Μητέρα. Ἐκεῖ ἐργάστηκε ἀπὸ 12 ἐτῶν, ἀφ᾽ ὅτου τὸν εἶδαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὕστερα ἀπὸ 18 χρόνια, στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὸν βλέπουμε τώρα στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἔρχεται νὰ βαπτισθῇ.
᾽Εδῶ ὅμως γεννᾶται ἄλλη ἀπορία·
Βαπτίζονται οἱ ἁμαρτωλοί, μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος· γιατί νὰ βαπτισθῇ; Ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μικρὰ παιδιά· γιατί βαπτίζονται; τί ἁμαρτίες ἔχουν;
Τὰ μικρὰ παιδιὰ βαπτίζονται ὄχι γιατὶ ἔχουν προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας κάθε παιδάκι ποὺ γεννιέται δὲν εἶνε ἄγγελος, φέρει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, καὶ βαπτίζεται γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτό.
Καλὰ τὰ ἄλλα βρέφη, ἀλλὰ τὸ Θεῖο Βρέφος δὲν γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο· γεννήθηκε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἄρα εἶνε ἀπηλλαγμένο ὄχι μόνο ἀπὸ προσωπικὰ ἁμαρτήματα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ προπατορικό. Τότε γιατί βαπτίσθηκε;
Γιὰ πολλοὺς λόγους, καὶ κυρίως γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ δοθῇ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἄρχιζε τὸ δημόσιο ἔργο του, εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς ὁ ἀπεσταλμένος νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο βεβαιώνει ὄντως, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες· «Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Τὸ λέει μὲ μία λέξι, τὴ λέξι «εὐθύς»· ὅταν δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, βγῆκε ἀμέσως ἀπ᾽ τὸ νερό. Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς.
Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Πρόδρομος καὶ ἔστησε τὸ βῆμα του στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του φυσιογνωμίας καὶ τοῦ ζωηροῦ καὶ ἐπαναστατικοῦ του κηρύγματος, ἔγινε μαγνήτης ποὺ εἵλκυσε κοντά του πλήθη· μικροὶ – μεγάλοι, πλούσιοι – φτωχοί, ἄντρες – γυναῖκες, ἐπίσημοι – ἄσημοι. Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε συνεχῶς. Ὁ καθένας ἔβγαζε τὰ ροῦχα του, ἔμπαινε μέσα στὸ νερὸ γυμνὸς κατάγυμνος, ἐκεῖ ἔμενε καί, βουτημένος μέχρι τὸν ὦμο ὅπως ἦταν, ἔλεγε τ᾽ ἁμαρτήματά του στὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο πνευματικὸ πατέρα. Ἂν εἶχε νὰ πῇ πολλά, ἔμενε περισσότερη ὥρα· ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἄλλος μία ὥρα· οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, περισσότερο. Ἐξωμολογοῦντο κλαίγοντας καὶ ἔσμιγαν τὰ δάκρυα μὲ τὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου.
Πέρασαν ἔτσι χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἕνας μόνο, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μόλις μπῆκε βγῆκε· «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος», λέει. Γιατί βγῆκε; Ἦταν ἀναμάρτητος, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πῇ· τί νὰ πῇ;
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίσθηκε;
Ὁ Χριστὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἕνας ἄγνωστος ἐργάτης. Ποιός τοῦ ἔδινε σημασία; Κανείς. Δὲν ἦταν φαρισαῖος, δὲν ἦταν ἐσσαῖος, δὲν ἦταν ἀρχιερεὺς μὲ λαμπρὴ στολή, δὲν ἦταν ἀξιωματοῦχος. Καὶ ὅμως· ὅταν πῆγε ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη, τότε –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Ἄστραψε φῶς, ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀφοῦ κατέβηκε ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ «ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές» (ἀπολυτ.). Τώρα ὁ Οὐρανὸς τὸν συνιστᾷ ἐν θριάμβῳ πανηγυρικῶς, κι ἀκοῦνε ὅλοι.
Τί ἀπαντοῦμε; Αὐτὸ εἶνε ψέμα, ἀπ᾽ τὰ χοντρὰ ἐκεῖνα ψέματα τῆς ἀπιστίας. Τὸ διαψεύδουν οἱ ἴδιοι οἱ συμπατριῶτες τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Χριστός, ὅπως εἴπαμε, βρισκόταν στὴ Ναζαρέτ. Τὸ χωριὸ ἦταν μικρὸ καὶ τίποτα δὲν ἔμενε ἄγνωστο. Ἀναφέρω ὡς παράδειγμα, ὅτι κ᾽ ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, ἔφυγα ἀπὸ ᾽κεῖ νέος, καὶ στὸ μεγάλο διάστημα τῆς μετέπειτα περιπετειώδους ζωῆς μου μόνο μία ἢ δύο φορὲς ἐπισκέφθηκα τὸ χωριό. Καὶ ὅμως· ἂν πᾶτε ἐκεῖ, ποὺ μὲ γνώρισαν ὡς παιδί, καὶ ρωτήσετε ὁποιονδήποτε, θὰ σᾶς πῇ καταλεπτῶς ποῦ βρισκόμουν καὶ τί ἔκανα. Δὲν λησμονοῦν στὰ μικρὰ χωριὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φεύγουν, ἀλλὰ μ᾽ ἕνα στοργικὸ βλέμμα παρακολουθοῦν τὰ βήματα ὅλων καὶ ξέρουν ποῦ βρίσκονται. Ἔτσι καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ γνώριζαν πολὺ καλὰ ποῦ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὕστερα πῆγε ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ δίδασκε, οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν κοίταζαν, τὸν ἄκουγαν κ᾽ ἔλεγαν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σχολεῖο; (βλ. Ἰω. 7,15). Οἱ συγχωριανοί του λοιπὸν βεβαιώνουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ λένε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ Ναζαρέτ.
Καὶ ποῦ ἦταν λοιπόν; Ὅπως ὑπῆρξε πρῶτος πρόσφυγας, ἔτσι ἔγινε καὶ πρῶτος ἐργάτης. Τὸν ἤξεραν ὅλοι ὡς «τέκτονα», μαραγκό (Μᾶρκ. 6,3), καὶ «υἱὸν τοῦ τέκτονος» (Ματθ. 13,55). Δούλευε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· κατασκεύαζε ἄροτρα καὶ ἔπιπλα, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτὸς καὶ ἡ ἁγία του Μητέρα. Ἐκεῖ ἐργάστηκε ἀπὸ 12 ἐτῶν, ἀφ᾽ ὅτου τὸν εἶδαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὕστερα ἀπὸ 18 χρόνια, στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὸν βλέπουμε τώρα στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἔρχεται νὰ βαπτισθῇ.
᾽Εδῶ ὅμως γεννᾶται ἄλλη ἀπορία·
Βαπτίζονται οἱ ἁμαρτωλοί, μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος· γιατί νὰ βαπτισθῇ; Ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μικρὰ παιδιά· γιατί βαπτίζονται; τί ἁμαρτίες ἔχουν;
Τὰ μικρὰ παιδιὰ βαπτίζονται ὄχι γιατὶ ἔχουν προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας κάθε παιδάκι ποὺ γεννιέται δὲν εἶνε ἄγγελος, φέρει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, καὶ βαπτίζεται γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτό.
Καλὰ τὰ ἄλλα βρέφη, ἀλλὰ τὸ Θεῖο Βρέφος δὲν γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο· γεννήθηκε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἄρα εἶνε ἀπηλλαγμένο ὄχι μόνο ἀπὸ προσωπικὰ ἁμαρτήματα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ προπατορικό. Τότε γιατί βαπτίσθηκε;
Γιὰ πολλοὺς λόγους, καὶ κυρίως γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ δοθῇ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἄρχιζε τὸ δημόσιο ἔργο του, εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς ὁ ἀπεσταλμένος νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο βεβαιώνει ὄντως, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες· «Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Τὸ λέει μὲ μία λέξι, τὴ λέξι «εὐθύς»· ὅταν δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, βγῆκε ἀμέσως ἀπ᾽ τὸ νερό. Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς.
Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Πρόδρομος καὶ ἔστησε τὸ βῆμα του στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του φυσιογνωμίας καὶ τοῦ ζωηροῦ καὶ ἐπαναστατικοῦ του κηρύγματος, ἔγινε μαγνήτης ποὺ εἵλκυσε κοντά του πλήθη· μικροὶ – μεγάλοι, πλούσιοι – φτωχοί, ἄντρες – γυναῖκες, ἐπίσημοι – ἄσημοι. Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε συνεχῶς. Ὁ καθένας ἔβγαζε τὰ ροῦχα του, ἔμπαινε μέσα στὸ νερὸ γυμνὸς κατάγυμνος, ἐκεῖ ἔμενε καί, βουτημένος μέχρι τὸν ὦμο ὅπως ἦταν, ἔλεγε τ᾽ ἁμαρτήματά του στὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο πνευματικὸ πατέρα. Ἂν εἶχε νὰ πῇ πολλά, ἔμενε περισσότερη ὥρα· ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἄλλος μία ὥρα· οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, περισσότερο. Ἐξωμολογοῦντο κλαίγοντας καὶ ἔσμιγαν τὰ δάκρυα μὲ τὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου.
Πέρασαν ἔτσι χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἕνας μόνο, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μόλις μπῆκε βγῆκε· «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος», λέει. Γιατί βγῆκε; Ἦταν ἀναμάρτητος, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πῇ· τί νὰ πῇ;
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίσθηκε;
Ὁ Χριστὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἕνας ἄγνωστος ἐργάτης. Ποιός τοῦ ἔδινε σημασία; Κανείς. Δὲν ἦταν φαρισαῖος, δὲν ἦταν ἐσσαῖος, δὲν ἦταν ἀρχιερεὺς μὲ λαμπρὴ στολή, δὲν ἦταν ἀξιωματοῦχος. Καὶ ὅμως· ὅταν πῆγε ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη, τότε –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Ἄστραψε φῶς, ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀφοῦ κατέβηκε ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ «ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές» (ἀπολυτ.). Τώρα ὁ Οὐρανὸς τὸν συνιστᾷ ἐν θριάμβῳ πανηγυρικῶς, κι ἀκοῦνε ὅλοι.
* * *
Τὴν ἡμέρα αὐτή, ἀγαπητοί μου,
κατὰ τὴ βάπτισι τοῦ Χριστοῦ φανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας
Τριάδος· ὁ Πατὴρ μαρτυρεῖ, ὁ Υἱὸς βαπτίζεται, τὸ Πνεῦμα κατέρχεται καὶ
μένει ἐπάνω σ᾽ αὐτόν (βλ. Ἰω. 1,32-33).
Ἐδῶ διαφέρουμε οἱ ὀρθόδοξοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ θρησκεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἔχουν θεὸ τὸν Ἀλλάχ, οἱ Ἰνδοὶ ἄλλον, οἱ Ἰάπωνες ἄλλον καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανὸς πιστεύει εἰς Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς μίαν Θεότητα ἐν τρισὶ Προσώποις. Ὤ μυστήριο
Ἐδῶ ὅμως ἔρχεται ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ λέει· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Πόσες φορὲς τὸ ἄκουσα αὐτὸ καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ! Κ᾽ ἐσεῖς θὰ τό ᾽χετε ἀκούσει. «Μπόσικα πράγματα», ὅπως εἶπε κάποιος στὸ Μακρυγιάννη χλευάζοντας.
Ὁ ἁγνὸς αὐτὸς ἥρωας δέχτηκε στὸ σπίτι του κάποιον ξένο. Πρὶν καθίσουν στὸ τραπέζι ὁ Μακρυγιάννης ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εὐχήθηκε «ἡ ἁγία Τριὰς νὰ μᾶς σώσῃ». Ὁ Εὐρωπαῖος γέλασε εἰρωνικά. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει· Ὅλα τὰ ἀνέχομαι, μὰ ἀσέβεια στὴν ἁγία Τριάδα δὲν ἐπιτρέπω· σήκω καὶ φύγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, μὴ μοῦ μαγαρίζεις τὸ τραπέζι
Τέτοιοι ἦταν οἱ ἥρωες τῆς φυλῆς, πίστευαν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Σύνταγμά μας –μοναδικὸ στὸν κόσμο– ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Λὲς καὶ εἶνε θεία Λειτουργία.
Ἁγία Τριάς, τὸ μέγα μυστήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεσαι ἂν πιστεύῃς στὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Μὰ οἱ ἄπιστοι ἐπιμένουν· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία;
Τοὺς ἀπαντᾷ ἡ ψυχολογία. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, κυρίως εἶνε ψυχή. Καὶ ἡ ψυχὴ σκέπτεται, αἰσθάνεται, ἐνεργεῖ. Σκέπτομαι ἐνεργῶ, ἰδού ἡ τρίφωτη λαμπάδα. Σκέψις – αἴσθημα – ἐνέργεια εἶνε τὸ τριπλὸ βάθρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶνε μέσα στὴν μία καὶ ἀδιαίρετη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ ψυχὴ λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· κάθε ψυχὴ ἔχει στὸ βάθος της ἐντυπωμένη τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀπαντᾷ καὶ ἡ φυσικὴ μὲ ἕνα καταπληκτικὸ παράδειγμα. Τὸ ἄτομο εἶνε ἕνα. Ἐὰν ὅμως γίνῃ σχάσις τοῦ ἀτόμου, τότε κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἐκλύονται τρεῖς λάμψεις· τὰ τρία γίνονται ἐννέα, τὰ ἐννέα γίνονται εἰκοσιεπτά, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ στὰ ἄψυχα λοιπὸν ἄτομα ὑπάρχει μέσα ἡ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἐδῶ διαφέρουμε οἱ ὀρθόδοξοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ θρησκεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἔχουν θεὸ τὸν Ἀλλάχ, οἱ Ἰνδοὶ ἄλλον, οἱ Ἰάπωνες ἄλλον καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανὸς πιστεύει εἰς Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς μίαν Θεότητα ἐν τρισὶ Προσώποις. Ὤ μυστήριο
Ἐδῶ ὅμως ἔρχεται ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ λέει· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Πόσες φορὲς τὸ ἄκουσα αὐτὸ καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ! Κ᾽ ἐσεῖς θὰ τό ᾽χετε ἀκούσει. «Μπόσικα πράγματα», ὅπως εἶπε κάποιος στὸ Μακρυγιάννη χλευάζοντας.
Ὁ ἁγνὸς αὐτὸς ἥρωας δέχτηκε στὸ σπίτι του κάποιον ξένο. Πρὶν καθίσουν στὸ τραπέζι ὁ Μακρυγιάννης ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εὐχήθηκε «ἡ ἁγία Τριὰς νὰ μᾶς σώσῃ». Ὁ Εὐρωπαῖος γέλασε εἰρωνικά. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει· Ὅλα τὰ ἀνέχομαι, μὰ ἀσέβεια στὴν ἁγία Τριάδα δὲν ἐπιτρέπω· σήκω καὶ φύγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, μὴ μοῦ μαγαρίζεις τὸ τραπέζι
Τέτοιοι ἦταν οἱ ἥρωες τῆς φυλῆς, πίστευαν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Σύνταγμά μας –μοναδικὸ στὸν κόσμο– ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Λὲς καὶ εἶνε θεία Λειτουργία.
Ἁγία Τριάς, τὸ μέγα μυστήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεσαι ἂν πιστεύῃς στὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Μὰ οἱ ἄπιστοι ἐπιμένουν· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία;
Τοὺς ἀπαντᾷ ἡ ψυχολογία. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, κυρίως εἶνε ψυχή. Καὶ ἡ ψυχὴ σκέπτεται, αἰσθάνεται, ἐνεργεῖ. Σκέπτομαι ἐνεργῶ, ἰδού ἡ τρίφωτη λαμπάδα. Σκέψις – αἴσθημα – ἐνέργεια εἶνε τὸ τριπλὸ βάθρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶνε μέσα στὴν μία καὶ ἀδιαίρετη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ ψυχὴ λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· κάθε ψυχὴ ἔχει στὸ βάθος της ἐντυπωμένη τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀπαντᾷ καὶ ἡ φυσικὴ μὲ ἕνα καταπληκτικὸ παράδειγμα. Τὸ ἄτομο εἶνε ἕνα. Ἐὰν ὅμως γίνῃ σχάσις τοῦ ἀτόμου, τότε κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἐκλύονται τρεῖς λάμψεις· τὰ τρία γίνονται ἐννέα, τὰ ἐννέα γίνονται εἰκοσιεπτά, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ στὰ ἄψυχα λοιπὸν ἄτομα ὑπάρχει μέσα ἡ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
* * *
Καὶ τελειώνω, ἀγαπητοί μου,
ὑπενθυμίζοντας τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀνέκδοτο τοῦ ὁμωνύμου μου ἁγίου, τοῦ
ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἐρευνώντας τὸ
μυστήριο τῆς Θεότητος ζαλίστηκε καὶ σταμάτησε. Διδάχθηκε δὲ τότε στὴν
ἀκροθαλασσιὰ ἀπὸ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἦταν ἄγγελος, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς
εἶνε πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιός] Φλωρίνης, Σάββατο 6-1-1968 πρωί)
πηγή: augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου