Ευλογημένη πνευματική περιήγηση

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Οι Έλληνες του εικοσιένα – Κώστα Καιροφύλα.

Στο «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος» του 1931 δημοσιεύθηκε από τον λόγιο και ιστορικό Κώστα Καιροφύλα (1881 – 1961) ένα κείμενο με τις εντυπώσεις του φιλέλληνα Ιταλού δημοσιογράφου Ιωσήφ Πέκκιο, μέλους του Φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου που ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα από της 20ης Απριλίου μέχρι της 11ης Ιουνίου 1825.

 Αποτέλεσμα εικόνας για Οι Έλληνες του εικοσιένα


Ο Πέκκιο σ’ ένα σύγγραμα υπό τον τίτλον: «Έκθεσις των συμβάντων εν Ελλάδι κατά την άνοιξιν του 1825» κατέγραψε μετά από περιοδείες στην Πελοπόννησο, τις εντυπώσεις του αλλά και τις συνεντεύξεις που του παρεχώρησαν οι οπλαρχηγοί και οι μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του αγώνος με τις οποίες ήρθε σε επαφή (Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κίτσο Τζαβέλλα από το Σούλι, γιο του Φώτη Τζαβέλλα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη, τον Πρόεδρο Γεώργιο Κουντουριώτη, την Μπουμπουλίνα, κ.α.)
Επλησίαζεν η εποχή κατά την οποίαν οι Τούρκοι της Ευβοίας συνήθιζον να εισβάλλουν εις την Αττικήν. Επιθυμών λοιπόν να ίδω τας Αθήνας πριν ή ακόμη αρχίσουν αι εχθρικαί αυταί επιδρομαί, δεν έχασα καιρόν και ανεχώρησα δι’ Ύδραν την ιδίαν πρωίαν κατά την οποίαν έμελλε να αρχίση η συζήτησις του νομοθετικού σώματος σχετικώς με την απόλυσιν του Κολοκοτρώνη.
Εναύλωσε ένα καϊκι και εξεκίνησε με δυνατήν τρικυμίαν.

Οι ναύται ετραγουδούσαν επαναστατικά τραγούδια. Ολίγαι ελαίαι και σκόρδα απετέλουν το δείπνον των, διότι ήτο νηστίσιμος ημέρα. «Με τας τεσσάρας Σαρακοστάς τας οποίας επιβάλλει η θρησκεία των, έχουν οι Έλληνες 236 νηστισίμους ημέρας το έτος. Δεν ηξεύρω διά τους άλλους Έλληνας, αλλ’ ο κοινός λαός τηρεί αυστηρώς τας νηστείας. Πολλάκις κι εγώ έπεσα θύμα των νηστειών αυτών και πολλάς ημέρας εστερήθην του ελαφρού και ευγεύστου ελληνικού γάλακτος». Πρώτον προσήγγισαν εις τας Σπέτσας, όπου εύρε τον λαόν πανηγυρίζοντα την νίκην του Μιαούλη, πυρπολήσαντος τον τουρικικόν στόλον εις Μεθώνην.

Μόλις έφθασαν εις τας Σπέτσας, ο Πέκκιο εζήτησε να συναντήση τον γραμματέα της τοπικής Γερουσίας, ο οποίος «ήτο Επτανήσιος ιερωμένος ομιλών καλά την ιταλικήν, σοβαρός και με μορφήν την οποία καθίστα μεγαλοπρεπή μία μακρά και λευκή γενειάς». Τον ερώτησεν αν ήτο αληθής η είδησις ότι ο Μιαούλης επυρπόλησε μέρος του τουρκικού στόλου εις την Μεθώνην.

Ούτος την επιβεβαίωσε και του έδειξε μάλιστα εκεί μερικά από τα μπουρλότα τα οποία έλαβον μέρος. Τότε τον ερώτησε πως οι Σπετσιώται δεν εφοβούντο μήπως οι Τούρκοι εκδικούμενοι καταστρέψουν την νήσον των, όπως τα Ψαρά. Αλλ’ εκείνος του εξήγησεν ότι δεν εφοβούντο διότι οι εχθροί με μικράς δυνάμεις δεν θα ετόλμων να επιτεθούν, αν δε επήρχοντο κατά της νήσου με μεγάλας δυνάμεις θα τους έβλεπαν οι νησιώται και θα τους υπεδέχοντο με μπουρλότα, , ενώ ταυτοχρόνως θα ειδοποιούν τους εις την απέναντι ξηράν, όπως τους αποστείλουν εις βοήθειαν 3-4 χιλιάδας ανδρών. Κατόπιν η συζήτησις περιεστράφη εις την διχόνοιαν των Ελλήνων, και ο σεβάσμιος κληρικός παρετήρησε: «Δεν είναι διόλου παράδοξον αν μεταξύ των Ελλήνων υπάρχει κάποια διχόνοια. Αι διαιρέσεις είναι αναπόφευκτοι εις εν γεννώμενον κράτος.

Οι λαοί οι ευρισκόμενοι εν επαναστάσει διατελούν εις κατάστασιν παροξυσμού, η φρόνησις δεν επανέρχεται παρά μόνον όταν το παραλήρημα παύση. Μήπως και η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν ήρχισε με μίαν αδελφοκτονίαν; Οπωσδήποτε εις την Ελλάδα δεν έγινεν ακόμη κανέν έγκλημα που να ομοιάζη με αυτό. Εις τον ηθικόν, καθώς και εις τον φυσικόν, κόσμον η αρχή των πραγμάτων είναι άμορφος, ατελής και κακόσχημος».

Ενώ ομίλουν επλησίασαν τέσσαρες λεβένται. Ήσαν οι αδελφοί της Μπουμπουλίνας. Τον εκάλεσαν να επισκεφθή την αδελφή των.

«Η νεωτέρα αυτή Αμαζών, (αντικείμενον σατυρών και επαίνων εκ μέρους των Ελλήνων) ήτο 40 ετών, με πρόσωπον ηλιοκαές, μάτια ζωηρά, γεμάται φωτιάν αι κινήσεις της». Τον εδέχθη πανηγυρικώς. Ο Πέκκιο της ανήγγειλεν ότι επίκειται η απόλυσις του Κολοκοτρώνη. «Αν ειν’ έτσι, είπεν εκείνη, θέλω να γυρίσω μαζίτ ου στο στρατόπεδο για να πολεμήσω τους Τούρκους». Αλλ’ η δυστυχής δεν επρόφθασε να πραγματοποιήση τον πόθον της, διότι μετά 15 ημέρας εδολοφονείτο εις το παράθυρό της από τους συγγενείς ενός κοριτσιού, που ο αδελφός της είχεν απαγάγει». Με το καΐκι επήγεν εις την Ύδραν ο Πέκκιο. […]

Ευρίσκει τους Υδραίους σιωπηλούς μάλλον, ευκίνητους, ρωμαλέους. Ολίγοι εγνώριζον ανάγνωσιν και γραφήν, αλλά πολλοί ωμίλουν 2-3 γλώσσας, ιταλικά, γαλλικά, τουρκικά. Επεσκέφθη τον Λάζαρον Κουντουριώτην και του ζήτησε να του επιτρέψη να ιδή τον φυλακισμένον Κολοκοτρώνην. Τον εύρε ανάμεσα από δέκα άλλους συντρόφους του και φρουρούμενον από αρκετούς στρατιώτας, οι οποίοι εφέροντο προς αυτόν μετά σεβασμού. Ιδού η εικών του Κολοκοτρώνη κατά τον Πέκκιο: «Ακτένιστα και α΄σπρα τα μαλλιά του έπιπτον εις αμφοτέρους τους ώμους του και ανακατεύοντο μπροστά με την άτακτον γενειάδα, την οποίαν μετά την αιχμαλωσίαν του είχεν αφήση να αυξήση εις ένδειξιν πένθους και εκδικήσεως. Η μορφή του είναι άξεστος, ρωμαλέα. Τα μάτια του γεμάτα φωτιάν, το πολεμικόν και άγριον πρόσωπόν του ωμοίαζε με γέρικον απότομον βράχον».

Τον ηρώτησε τη νέα γνωρίζει. Όταν ο Πέκκιο του είπεν ότι οι Αιγύπτιοι ητοιμάζοντο να κυριεύσουν το Ναυαρίνον, ο Κολοκοτρώνης απήντησεν ότι διά να νικηθούν οι Αιγύπτιοι δεν εχρειάζοντο παρά άνδρες. Και συνοδεύων τα λόγια με σχετικήν κίνησην προσέθηκε: Για να βαρούν τα τουφέκια! – Ξέρετε ποιος έδωσε τη νίκη στους Αιγυπτίους; παρετήρησε κατόπιν. Η ενότης της διοικήσεώς των, ενώ οι Έλληνες χάθηκαν με τη μανία που έχει καθένας να κουμαντάρη χωρίς να ξέρη!

Ενώ εσήκωνε το χέρι του διέκρινεν εις τον βραχίονά του μίαν ουλήν σπαθιάς. Τον ηρώτησε που έλαβε το τιμητικόν αυτό παράσημον και ο Κολοκοτρώνης απήντησε: «Δεν είνε το μόνο παράσημο που έχω στο κορμί μου». Και του έδειξε μίαν άλλην ουλήν από πυροβολισμόν εις τον άλλον βραχίονα, μίαν τρίτην εις το δεξιόν στήθος και τετάρτην εις την πλευράν. Ομιλών έπαιζε νευρικώς με το κομβολόι του, εσηκώνετο, εκάθητο, ανήσυχος, ταραγμένος, σαν να εφοβείτο κάποιον εχθρόν.
Ο Κολοκοτρώνης αναμφιβόλως δεν είναι κοινός άνθρωπος. Μετ’ ολίγας ημέρας απελύθη και έγινε πανηγυρικώς δεκτός εις Ναύπλιον. Κατά την στιγμήν της συμφιλιώσεώς του με την κυβέρνησιν, απήντησεν αυτοσχεδίως εις τον λόγον τον οποίον εξεφώνησε κάποιος εκ των επισήμων. Εις την άξεστον απάντησίν του είναι αξία σημειώσεως η παράγραφος εις την οποίαν είπε:

– Στο ταξείδι μου από την Ύδρα έως εδώ πέταξα στη θάλασσα κάθε παράπονό μου. Κάμετε το ίδιο και σεις και θάψετε μέσα σε εκείνο το λάκκο τα μίση σας και τας διαφοράς σας. Αυτός θα είνε ο θησαυρός που θα κερδίσετε!

«Ωμίλει την στιγμήν εκείνην εις την πλατείαν του Ναυπλίου, όπου οι κάτοικοι έσκαπταν από πολλών ημερών με την ελπίδα (συχνήν εις την Ελλάδα) ότι θα εύρισκον θησαυρόν τινα».

Από το βιβλίο «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος», εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 279,
Μάρτιος 2016, σελ. 34-35


                               πηγή: orp.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου