Κυριακὴ ΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,1-8)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ο ΙΑΤΡΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ
«Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ,
ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος
περιγράφει ἕνα θαῦμα, ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶνε ἁπλό. Ἀλλὰ ἡ διήγησί του γεννᾷ μιὰ ἀπορία.
Ἂς δοῦμε πρῶτα τὴ διήγησι.
* * *
Στοὺς ἁγίους Τόπους, στὴν ὄχθη
τῆς λίμνης Τιβεριάδος ἢ Γεννησαρέτ, ἦταν χτισμένη μία ὡραία πόλις, ἡ
Καπερναούμ. Ἐκεῖ ζοῦσε ἕνας δραστήριος ἄνθρωπος. Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ
βράδυ ἐργαζόταν καὶ ἔβγαζε τὸ ψωμί του. Ἀλλὰ μιὰ μέρα μούδιασε τὸ δεξί
του χέρι. Δὲν εἶνε τίποτα, εἶπε, θὰ περάσῃ. Μὰ σὲ λίγο μουδιάζει καὶ τὸ
ἄλλο χέρι. Μέχρι τὸ βράδυ εἶχαν παραλύσει καὶ τὰ δυό του χέρια. Κάνει νὰ
τὰ κουνήσῃ, τίποτα. Ὣς τὰ μεσάνυχτα παρέλυσαν καὶ τὰ πόδια του,
παρέλυσε τὸ κορμί του ὅλο. Ἔμεινε πλέον ἀκίνητος, σὰ᾿ νεκρός. Διότι ἡ
ζωὴ εἶνε κίνησις. Ὅλα κινοῦνται· τὸ σκουλήκι σαλεύει πάνω στὴν κοπριά,
τὸ μυρμήγκι κινεῖται μέχρι τὰ μεσάνυχτα, ἡ μέλισσα πετᾷ συνεχῶς ἀπὸ
ἄνθος σὲ ἄνθος, τὰ πουλιὰ ταξιδεύουν χιλιόμετρα σὰν ἀεροπόροι, τὰ
μεγαλύτερα ζῷα ψάχνουν γιὰ τροφή· τὰ πάντα κινοῦνται, μικρὰ καὶ μεγάλα.
Καὶ τὰ ἄψυχα ἀκόμη, καὶ οἱ οὐράνιες σφαῖρες, τὰ ἄστρα, οἱ κομῆτες, οἱ
γαλαξίες, ὅλα κινοῦνται μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Νά κι ὁ πλανήτης μας·
φαίνεται ἀκίνητος, ἐν τούτοις αὐτὴ τὴν ὥρα τρέχει πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ
πύραυλο μέσα στὸ διάστημα.
Ζωὴ ἴσον κίνησις. Ἕνας μόνο δὲν ἐκινεῖτο· ὁ παράλυτος. Πόσο μεγάλη εὐεργεσία εἶνε ἡ κίνησις ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός! Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα, ποὺ δὲν ἤμουν ἐπίσκοπος καὶ δὲν εἶχα τὰ μεγάλα, τὰ τρομερὰ αὐτὰ βάρη, ποὺ μὲ πικραίνουν ἡμέρα καὶ νύχτα, ἀλλὰ ἤμουν ἕνας ταπεινὸς ἱεροκήρυκας μέσα στὴν Ἀθήνα, μιὰ μέρα ἐπισκέφθηκα τὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων. Πῆγα ἀπὸ θάλαμο σὲ θάλαμο. Φρίκη!… Ἐκεῖ βρῆκα καὶ ἕναν πολὺ νέο. Μοῦ λέει ἡ νοσοκόμα· Τὸν βλέπεις; ἦταν πρῶτος ποδοσφαιριστής, νικητὴς σὲ πολλοὺς ἀγῶνες. Τώρα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ κουνήσῃ τὰ δάχτυλά του νὰ πιάσῃ τὸ πιρούνι – τὸ κουτάλι· ἐγὼ τὸν ταΐζω… Τί συμφορά, τί μεγάλο κακό!
Μεγάλο δῶρο εἶνε ἡ κίνησις. Μοῦ τό ᾿πε ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου· τὸν ἐρώτησε κάποιος ἄπιστος· ―Γιατρέ, σύ, ἐπιστήμων διεθνοῦς φήμης, πιστεύεις; ―Πιστεύω. ―Ἔχεις ἀποδείξεις; ―Ἔχω. ―Ποιά ἀπόδειξι; ―Νά, τὸ χέρι μου ποὺ κινεῖται! Τίποτα δὲν εἶνε τυχαῖο· ὅλα ἔχουν μεγαλεῖο. Καὶ μόνο τὸ ὅτι κινεῖς τὰ δάχτυλά σου καὶ κινεῖσαι ὅλος καὶ περπατᾷς φτάνει ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός…
Πόσο πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό! Πρέπει ν᾿ ἀῤῥωστήσουμε, νὰ πέσουμε παράλυτοι στὸ κρεβάτι, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν εὐεργεσία του. Δόξα νά ᾿χῃ λοιπὸν ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ἂς ἐπανέλθουμε στὸν παράλυτο τοῦ εὐαγγελίου.
Νεκρὸς ἄταφος ἦταν. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θὰ μεταχειρίστηκε ὅ,τι μποροῦσε· γιατρούς, ἰαματικὰ λουτρά, φάρμακα παντὸς εδους. Τοῦ κάκου· καμμία βελτίωσις, καμμία θεραπεία. Ἀπελπισμένος, περίμενε τὸ θάνατο ὡς λυτρωτὴ τῶν πόνων του. Ἀλλ᾿ αφνης μέσ’ στὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας ἔλαμψε ἥλιος. Ἄκουσε τὸ ὄνομα κάποιου, ποὺ ἦρθε στὴν Καπερναούμ. Ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶνε «τῷ πνεύματι ζέων», ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος (Ῥωμ. 12,11). Μόλις τὸ ἄκουσε εἶπε· Αὐτὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά! ἀλλὰ πῶς θὰ πάω κοντά του;… Πόδια εἶχε, καὶ πόδια δὲν εἶχε.
Τέσσερις σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι φάνηκαν πρόθυμοι. Τὸν πῆραν μὲ τὸ κρεβάτι ὅπως σηκώνουν τοὺς νεκρούς, καὶ τὸν πῆγαν σ᾿ ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἐκεῖ, μέσα κ᾿ ἔξω, γινόταν συνωστισμός. Δὲν ἄνοιγαν δίοδο. Ἡ πίστι ὅμως τῶν τεσσάρων καὶ τοῦ παραλύτου ἦταν μεγάλη. Κι ὅταν πιστεύῃ κανείς, ὑπερπηδᾷ ὅλα τὰ ἐμπόδια. Γιὰ σέ, Χριστέ, τολμῶ τὸ πᾶν, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (πρβλ. Φιλ. 4,13). Καὶ αὐτοὶ δὲν ἀπελπίστησαν. Τί ἔκαναν; Ἔβαλαν σκάλα, ἀνέβηκαν στὴ στέγη, ἀφαίρεσαν τὰ κεραμίδια, κι ἀφοῦ ὑπολόγισαν τὸ μέρος τὸν κατέβασαν. Καὶ νά ὁ παράλυτος ἐμπρὸς στὸ Χριστό! Ἦρθε ἡ μεγάλη στιγμή.
Ὅλοι περίμεναν ν᾿ ἀκούσουν ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε συνήθως ὁ Χριστός, τὸν παντοδύναμο λόγο του· νὰ τοῦ πῇ «Γίνε καλά, ἔγειρε …καὶ περιπάτει» (Ἰωάν. 5,8). Δὲν τοῦ τὸ εἶπε. Νά ἡ ἀπορία. Εἶπε κάτι ἄλλο. Τί εἶπε· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Περίεργο πρᾶγμα· θά ᾿λεγε κανεὶς ὅτι τὸν κοροϊδεύει. ―Ἐγὼ ἦρθα νὰ θεραπευθῶ, κ᾿ ἐσὺ μοῦ λὲς «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»;
Καὶ ὅμως· τίποτε ἄσκοπο στὸ Χριστό· κάθε λόγος του ἔχει σημασία. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Μηδέν εἶνε ὅσοι λέγονται ψυχίατροι χωρὶς νὰ πιστεύουν σὲ ψυχὴ καὶ Θεό. Ἂν ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ψυχιάτρου, εἶνε αὐτοί. Σῶσε μας, Θεέ μου, ἀπὸ τέτοιους ψυχιάτρους καὶ γιατροὺς τοῦ αἰῶνος τούτου! Ἰατρὸς σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ εἶνε ἕνας καὶ μόνο· ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι τὸν λέμε στὴ θεία λειτουργία· «…ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (θ. Λειτ. Χρυσ., εὐχὴ κεφαλοκλ.). Γιατρὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ σωστὴ διάγνωσι. Ὁ πυρετός, τὸ ῥῖγος, ὁ ἐμετὸς κ.τ.λ. εἶνε συμπτώματα ἑκατὸ ἀσθενειῶν· ἀλλὰ ἀπὸ ποιά πάσχει ὁ ἀσθενής; Ἐδῶ εἶνε ἡ ἱκανότης τοῦ ἰατροῦ. Ὁ Χριστός, χωρὶς ἀκτῖνες Ῥαῖντγκεν καὶ ἀξονικὲς τομογραφίες, εἶδε μέσα στὰ βάθη τοῦ παραλύτου καὶ διέκρινε, ὅτι ἡ μὲν ἀσθένειά του αὐτὴ εἶνε σύμπτωμα· ἡ βαθυτέρα δὲ αἰτία τῆς ἀσθενείας του εἶνε κάποια ἁμαρτία του. Γι᾿ αὐτὸ κοίταξε πρῶτα τὸ σοβαρώτερο, τὴν ἁμαρτία, καὶ εἶπε «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Παιδί μου, ἡ ἁμαρτία σ᾿ ἔφερε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι.
Ζωὴ ἴσον κίνησις. Ἕνας μόνο δὲν ἐκινεῖτο· ὁ παράλυτος. Πόσο μεγάλη εὐεργεσία εἶνε ἡ κίνησις ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός! Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ εὐλογημένα, ποὺ δὲν ἤμουν ἐπίσκοπος καὶ δὲν εἶχα τὰ μεγάλα, τὰ τρομερὰ αὐτὰ βάρη, ποὺ μὲ πικραίνουν ἡμέρα καὶ νύχτα, ἀλλὰ ἤμουν ἕνας ταπεινὸς ἱεροκήρυκας μέσα στὴν Ἀθήνα, μιὰ μέρα ἐπισκέφθηκα τὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων. Πῆγα ἀπὸ θάλαμο σὲ θάλαμο. Φρίκη!… Ἐκεῖ βρῆκα καὶ ἕναν πολὺ νέο. Μοῦ λέει ἡ νοσοκόμα· Τὸν βλέπεις; ἦταν πρῶτος ποδοσφαιριστής, νικητὴς σὲ πολλοὺς ἀγῶνες. Τώρα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ κουνήσῃ τὰ δάχτυλά του νὰ πιάσῃ τὸ πιρούνι – τὸ κουτάλι· ἐγὼ τὸν ταΐζω… Τί συμφορά, τί μεγάλο κακό!
Μεγάλο δῶρο εἶνε ἡ κίνησις. Μοῦ τό ᾿πε ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου· τὸν ἐρώτησε κάποιος ἄπιστος· ―Γιατρέ, σύ, ἐπιστήμων διεθνοῦς φήμης, πιστεύεις; ―Πιστεύω. ―Ἔχεις ἀποδείξεις; ―Ἔχω. ―Ποιά ἀπόδειξι; ―Νά, τὸ χέρι μου ποὺ κινεῖται! Τίποτα δὲν εἶνε τυχαῖο· ὅλα ἔχουν μεγαλεῖο. Καὶ μόνο τὸ ὅτι κινεῖς τὰ δάχτυλά σου καὶ κινεῖσαι ὅλος καὶ περπατᾷς φτάνει ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός…
Πόσο πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό! Πρέπει ν᾿ ἀῤῥωστήσουμε, νὰ πέσουμε παράλυτοι στὸ κρεβάτι, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν εὐεργεσία του. Δόξα νά ᾿χῃ λοιπὸν ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ἂς ἐπανέλθουμε στὸν παράλυτο τοῦ εὐαγγελίου.
Νεκρὸς ἄταφος ἦταν. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θὰ μεταχειρίστηκε ὅ,τι μποροῦσε· γιατρούς, ἰαματικὰ λουτρά, φάρμακα παντὸς εδους. Τοῦ κάκου· καμμία βελτίωσις, καμμία θεραπεία. Ἀπελπισμένος, περίμενε τὸ θάνατο ὡς λυτρωτὴ τῶν πόνων του. Ἀλλ᾿ αφνης μέσ’ στὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας ἔλαμψε ἥλιος. Ἄκουσε τὸ ὄνομα κάποιου, ποὺ ἦρθε στὴν Καπερναούμ. Ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶνε «τῷ πνεύματι ζέων», ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος (Ῥωμ. 12,11). Μόλις τὸ ἄκουσε εἶπε· Αὐτὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά! ἀλλὰ πῶς θὰ πάω κοντά του;… Πόδια εἶχε, καὶ πόδια δὲν εἶχε.
Τέσσερις σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι φάνηκαν πρόθυμοι. Τὸν πῆραν μὲ τὸ κρεβάτι ὅπως σηκώνουν τοὺς νεκρούς, καὶ τὸν πῆγαν σ᾿ ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἐκεῖ, μέσα κ᾿ ἔξω, γινόταν συνωστισμός. Δὲν ἄνοιγαν δίοδο. Ἡ πίστι ὅμως τῶν τεσσάρων καὶ τοῦ παραλύτου ἦταν μεγάλη. Κι ὅταν πιστεύῃ κανείς, ὑπερπηδᾷ ὅλα τὰ ἐμπόδια. Γιὰ σέ, Χριστέ, τολμῶ τὸ πᾶν, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (πρβλ. Φιλ. 4,13). Καὶ αὐτοὶ δὲν ἀπελπίστησαν. Τί ἔκαναν; Ἔβαλαν σκάλα, ἀνέβηκαν στὴ στέγη, ἀφαίρεσαν τὰ κεραμίδια, κι ἀφοῦ ὑπολόγισαν τὸ μέρος τὸν κατέβασαν. Καὶ νά ὁ παράλυτος ἐμπρὸς στὸ Χριστό! Ἦρθε ἡ μεγάλη στιγμή.
Ὅλοι περίμεναν ν᾿ ἀκούσουν ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε συνήθως ὁ Χριστός, τὸν παντοδύναμο λόγο του· νὰ τοῦ πῇ «Γίνε καλά, ἔγειρε …καὶ περιπάτει» (Ἰωάν. 5,8). Δὲν τοῦ τὸ εἶπε. Νά ἡ ἀπορία. Εἶπε κάτι ἄλλο. Τί εἶπε· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Περίεργο πρᾶγμα· θά ᾿λεγε κανεὶς ὅτι τὸν κοροϊδεύει. ―Ἐγὼ ἦρθα νὰ θεραπευθῶ, κ᾿ ἐσὺ μοῦ λὲς «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»;
Καὶ ὅμως· τίποτε ἄσκοπο στὸ Χριστό· κάθε λόγος του ἔχει σημασία. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Μηδέν εἶνε ὅσοι λέγονται ψυχίατροι χωρὶς νὰ πιστεύουν σὲ ψυχὴ καὶ Θεό. Ἂν ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ψυχιάτρου, εἶνε αὐτοί. Σῶσε μας, Θεέ μου, ἀπὸ τέτοιους ψυχιάτρους καὶ γιατροὺς τοῦ αἰῶνος τούτου! Ἰατρὸς σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ εἶνε ἕνας καὶ μόνο· ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι τὸν λέμε στὴ θεία λειτουργία· «…ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (θ. Λειτ. Χρυσ., εὐχὴ κεφαλοκλ.). Γιατρὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ σωστὴ διάγνωσι. Ὁ πυρετός, τὸ ῥῖγος, ὁ ἐμετὸς κ.τ.λ. εἶνε συμπτώματα ἑκατὸ ἀσθενειῶν· ἀλλὰ ἀπὸ ποιά πάσχει ὁ ἀσθενής; Ἐδῶ εἶνε ἡ ἱκανότης τοῦ ἰατροῦ. Ὁ Χριστός, χωρὶς ἀκτῖνες Ῥαῖντγκεν καὶ ἀξονικὲς τομογραφίες, εἶδε μέσα στὰ βάθη τοῦ παραλύτου καὶ διέκρινε, ὅτι ἡ μὲν ἀσθένειά του αὐτὴ εἶνε σύμπτωμα· ἡ βαθυτέρα δὲ αἰτία τῆς ἀσθενείας του εἶνε κάποια ἁμαρτία του. Γι᾿ αὐτὸ κοίταξε πρῶτα τὸ σοβαρώτερο, τὴν ἁμαρτία, καὶ εἶπε «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Παιδί μου, ἡ ἁμαρτία σ᾿ ἔφερε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι.
* * *
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς
διδάσκει, νὰ μὴ βλέπουμε μόνο τὴν ἐπιφάνεια. Ὄχι τὴν ἐπιφάνεια! Ὅλα τὰ
πράγματα ἔχουν βάθος, μεγάλο βάθος. Ὅποιος βλέπει τὴν ἐπιφάνεια τῆς
θαλάσσης, θὰ πῇ· Δὲν ὑπάρχει κανένα ψάρι. Ἂν ὅμως βυθιστῇ μὲ σκάφανδρο
στὰ βάθη, ὤ! «ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων»
(Ψαλμ. 103,25). Θάλασσα ἀπύθμενος, λέει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, εἶνε καὶ ἡ
καρδιά μας. Τὸ βάθος της μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ καὶ τὸ ἐρευνᾷ, καὶ
βρίσκει τὸν καρκίνο της, τὴν ἁμαρτία.
Τὸ συμπέρασμα· Ἀφαίρεσε τὴν ἁμαρτία, καὶ τότε δὲ᾿ θὰ ὑπάρχῃ καμμία ἀσθένεια. Σᾶς φαίνεται παράξενο αὐτό; Ἡ πεῖρα καὶ ἡ ἱστορία βεβαιώνουν, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα ποὺ γεννᾷ ὅλα τὰ κακά. Θέλετε παραδείγματα; Λέει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἡ γαστριμαργία εἶνε θανάσιμο ἁμάρτημα. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε γαστρίμαργοι. Στὴν Ἀθήνα ὅμως ἔγινε συνέδριο καρδιολόγων γιὰ τὰ κρούσματα καρδιοπαθείας σὲ παιδιά, καὶ ἀπεφάνθησαν, ὅτι μιὰ αἰτία εἶνε τὸ πολὺ φαΐ. Τώρα τὸ ἕνα παιδὶ τρώει γιὰ πέντε. Ἄλλο· μᾶς συμβουλεύει ἡ Ἐκκλησία μας «Μὴ μοιχεύσῃς» (Μᾶρκ. 10,19· Λουκ. 18,20· Ἰακ. 2,11· βλ. Ἔξ. 20,13· Δευτ. 5,18), ὄχι μοιχεία-πορνεία. Περιφρονοῦν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργοῦν σχέσεις. Νά ὅμως τώρα ἦρθε ἡ τιμωρία, ἡ τρομερὰ ἀσθένεια τοῦ ἔητζ. Διότι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23). Ἄλλη ἁμαρτία εἶνε ἡ βλασφημία. Σήμερα πολλοὶ προσβάλλουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα». Ἔννοια τους ὅμως· γι᾿ αὐτὸ κάθε τόσο ξεσποῦν θεομηνίες, γι᾿ αὐτὸ θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι καὶ τὸ νερὸ τὸ νεράκι. Ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶνε ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναστάτωσι στὸ φυσικὸ κόσμο, ἡ ἐπανάστασι τῶν στοιχείων τῆς φύσεως ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὅτι ἡ γῆ ἔγινε κόλασι.
Τί νὰ κάνουμε; Ν᾿ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε παρήγορο, πολὺ παρήγορο. Μᾶς λέει· Κι ἂν ἀκόμα διαπράξῃς ἁμαρτήματα, μὴν ἀπελπιστῇς. Νὰ πλησιάσῃς τὸ Χριστὸ ὅπως ὁ παράλυτος καὶ οἱ τέσσερις ἐκεῖνοι ἄντρες. Μὲ μετάνοια, πίστι καὶ ἀγάπη νὰ ὁμολογήσῃς τὴν ἁμαρτία σου· νὰ πῇς τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Μὴν κάνῃς ψεύτικη ἐξομολόγησι. Διότι τώρα ἡ ἐξομολόγησι ποὺ κάνουμε εἶνε ψεύτικη, «ψιλικατζίδικο» ἔγινε ἡ ἐξομολόγησι· τὰ μεγάλα καὶ βαρειὰ καὶ βαθειὰ δὲν τὰ λέμε. Κοροϊδεύουμε τὸν πνευματικό μας πατέρα. Ἐὰν λοιπὸν ἐξομολογηθῇς μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, τότε ὁ Χριστός, ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος καὶ πανοικτίρμων Κύριος, θὰ σοῦ πῇ καὶ θὰ τ’ ἀκούσῃς – δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια· θὰ αἰσθανθῇς μέσα σου περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ μιὰ μυστικὴ φωνὴ σὰν αὔρα τοῦ οὐρανοῦ, σὰν ζέφυρος νὰ πνέῃ μέσα στὰ φυλλώματα τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ σοῦ λέῃ· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Τὸ συμπέρασμα· Ἀφαίρεσε τὴν ἁμαρτία, καὶ τότε δὲ᾿ θὰ ὑπάρχῃ καμμία ἀσθένεια. Σᾶς φαίνεται παράξενο αὐτό; Ἡ πεῖρα καὶ ἡ ἱστορία βεβαιώνουν, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα ποὺ γεννᾷ ὅλα τὰ κακά. Θέλετε παραδείγματα; Λέει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἡ γαστριμαργία εἶνε θανάσιμο ἁμάρτημα. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε γαστρίμαργοι. Στὴν Ἀθήνα ὅμως ἔγινε συνέδριο καρδιολόγων γιὰ τὰ κρούσματα καρδιοπαθείας σὲ παιδιά, καὶ ἀπεφάνθησαν, ὅτι μιὰ αἰτία εἶνε τὸ πολὺ φαΐ. Τώρα τὸ ἕνα παιδὶ τρώει γιὰ πέντε. Ἄλλο· μᾶς συμβουλεύει ἡ Ἐκκλησία μας «Μὴ μοιχεύσῃς» (Μᾶρκ. 10,19· Λουκ. 18,20· Ἰακ. 2,11· βλ. Ἔξ. 20,13· Δευτ. 5,18), ὄχι μοιχεία-πορνεία. Περιφρονοῦν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργοῦν σχέσεις. Νά ὅμως τώρα ἦρθε ἡ τιμωρία, ἡ τρομερὰ ἀσθένεια τοῦ ἔητζ. Διότι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23). Ἄλλη ἁμαρτία εἶνε ἡ βλασφημία. Σήμερα πολλοὶ προσβάλλουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα». Ἔννοια τους ὅμως· γι᾿ αὐτὸ κάθε τόσο ξεσποῦν θεομηνίες, γι᾿ αὐτὸ θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι καὶ τὸ νερὸ τὸ νεράκι. Ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶνε ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναστάτωσι στὸ φυσικὸ κόσμο, ἡ ἐπανάστασι τῶν στοιχείων τῆς φύσεως ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὅτι ἡ γῆ ἔγινε κόλασι.
Τί νὰ κάνουμε; Ν᾿ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε παρήγορο, πολὺ παρήγορο. Μᾶς λέει· Κι ἂν ἀκόμα διαπράξῃς ἁμαρτήματα, μὴν ἀπελπιστῇς. Νὰ πλησιάσῃς τὸ Χριστὸ ὅπως ὁ παράλυτος καὶ οἱ τέσσερις ἐκεῖνοι ἄντρες. Μὲ μετάνοια, πίστι καὶ ἀγάπη νὰ ὁμολογήσῃς τὴν ἁμαρτία σου· νὰ πῇς τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Μὴν κάνῃς ψεύτικη ἐξομολόγησι. Διότι τώρα ἡ ἐξομολόγησι ποὺ κάνουμε εἶνε ψεύτικη, «ψιλικατζίδικο» ἔγινε ἡ ἐξομολόγησι· τὰ μεγάλα καὶ βαρειὰ καὶ βαθειὰ δὲν τὰ λέμε. Κοροϊδεύουμε τὸν πνευματικό μας πατέρα. Ἐὰν λοιπὸν ἐξομολογηθῇς μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, τότε ὁ Χριστός, ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος καὶ πανοικτίρμων Κύριος, θὰ σοῦ πῇ καὶ θὰ τ’ ἀκούσῃς – δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια· θὰ αἰσθανθῇς μέσα σου περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ μιὰ μυστικὴ φωνὴ σὰν αὔρα τοῦ οὐρανοῦ, σὰν ζέφυρος νὰ πνέῃ μέσα στὰ φυλλώματα τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ σοῦ λέῃ· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 10-7-1988)
πηγή: augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου