Κυριακή ΣΤ' Ματθαίου: Ομιλία περί του παραλύτου τον οποίον κατέβασαν από
την στέγη (Ιωάννης Ξιφιλίνος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)
(Ματθ. θ’ 1-8)
Οι ψυχές όσων μιμούνται θεοφιλώς την φιλοπονία και εργατικότητα των
μελισσών, ελκύονται από την γλυκύτητα των θείων λόγων και δρέπουν από
αυτούς χρήσιμα και ωφελιμότατα πράγματα, πετώντας όπως εκείνες επάνω από
τους λειμώνες και συλλέγοντας από όλα τα αμάραντα βότανα και τα άνθη
ό,τι χρησιμώτερον υπάρχει εκεί. Και από άλλους μεν λόγους συλλέγουν το
άνθος της σωφροσύνης· από άλλους δε το της δικαιοσύνης· από άλλους το
της φρονήσεως· από άλλους το της ανδρείας· από αλλούς το άνθος της
συμπαθείας και της φιλανθρωπίας προς τους ομοδούλους· το της πραότητος
και της επιεικείας από εδώ, το της υπομονής και της καρτερίας στα δεινά
από εκεί. Και γενικώς, απανθίζοντας από παντού όλα όσα συντελούν στην
σωτηρίαν της ψυχής, τα εναποθέτουν στην κυψέλη της καρδίας, τα
κατεργάζονται και παρασκευάζουν εκεί το «υπέρ μέλι και κηρίον γλυκάζον»
μέλι των αρετών.
Αυτούς, λοιπόν, ας μιμούμεθα και εμείς, αδελφοί μου, και όταν
προσερχώμεθα στον θείο και περικαλλή αυτόν λειμώνα, την Εκκλησίαν, ας μη
χρησιμοποιούμε την εδώ προσέλευσί μας σαν αφορμή για συζητήσεις μεταξύ
μας, αλλά να περιεργαζώμεθα τις θείες Γραφές, οι οποίες αναγιγνώσκονται
για την σωτηρία μας, και να ζητούμε το ψυχικόν όφελος που πηγάζει από
αυτές, επιμελώς, με μεγάλην προσοχή και εξεταστικήν διάθεσι. Με τον
τρόπον αυτόν, άλλοτε νουθετούμενοι περί αυτής της αρετής, άλλοτε
διδασκόμενοι περί εκείνης, μίαν άλλη φορά ακούγοντας παραινέσεις για
κάποιαν άλλη, και συνεχώς μέσα σ’ αυτό το κλίμα παιδαγωγούμενοι και
γυμναζόμενοι, θα ημπορέσωμε να κατορθώσωμε κι εμείς τις αρετές και να
προσφέρωμε στον Θεόν την γλυκύτητα και τον φωτισμόν που γεννάται από
αυτές μέσα στις ψυχές μας, σαν μέλι και κηρήθρα. Διότι πάντοτε η Θεία
Γραφή τα θεοφιλή και σωτήρια διδάσκει και προβάλλει, και τίποτε δεν
υπάρχει μέσα σ’ αυτήν που να μη συντελή στην ωφέλεια της ψυχής. Επειδή
λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, ας μάθωμε από τα λόγια του σημερινού
Ευαγγελίου πόσο μεγάλο κακόν είναι η αμαρτία, και ότι βλάπτει πάρα πολύ
την ψυχή, αλλά είναι και η βασική αιτία των περισσοτέρων σωματικών
νοσημάτων.
Η υπόθεσις έχει ως εξής: «Τω καιρώ εκείνω εμβάς ο Ιησούς εις πλοίον
διεπέρασε, και ήλθε εις την ιδίαν πόλιν. Και ιδού προσέφερον αυτώ
παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον».
Εξέρχεται ο Κύριος από την χώρα των Γεργεσηνών, επειδή οι ίδιοι τον
παρεκάλεσαν. Εφοβήθησαν οι Γεργεσηνοί, αφού έχασαν τους χοίρους, μην
πάθουν και καμμίαν άλλη ζημία. Γι’ αυτό και παρακαλούν τον Χριστόν και
ζητούν να απομακρυνθή από την περιοχή τους· άλλωστε δεν ήσαν άξιοι της
Δεσποτικής διδασκαλίας. Ο δε Χριστός δεν αντεστάθη, αλλά με επιείκεια
και πραότητα ανεχώρησε· διότι όπου ο βίος είναι χοιρώδης και
απεξενωμένος από το καλό, ο Χριστός δεν παραμένει εκεί. Άφησε όμως
αυτούς που ελευθερώθησαν από τα δαιμόνια και εκείνους που έβοσκαν τους
χοίρους να ομιλούν και να ανακηρύττουν οι ίδιοι τα θαυμαστά γεγονότα.
«Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον». Επειδή
εθεωρήθη ανίκανος η τέχνη των ιατρών να θεραπεύση την παράλυσι,
μετέφεραν τον παράλυτο οι οικείοι του προς τον υψηλόν επισκέπτη και
ουράνιον ιατρόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Πολλοί από αυτούς που
διαβάζουν απλώς και ανεξετάστως τις Θείες Γραφές, νομίζουν ότι ο
παράλυτος που αναφέρουν οι τέσσερις ευαγγελισταί είναι ένας και ο αυτός.
Ωρισμένοι μάλιστα επικρίνουν τους Ευαγγελιστάς, ότι αντιμάχονται και
διαφωνούν μεταξύ τους. Δεν συμβαίνει όμως αυτό· μη γένοιτο. Διότι μία
είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενήργησε μέσα τους· όπου δε η
χάρις του Αγίου Πνεύματος, εκεί αγάπη, χαρά, ειρήνη· και όπου ειρήνη,
φυγαδεύεται από εκεί κάθε μάχη και εναντίωσι, και εξαφανίζεται κάθε
αμφιβολία και διαφωνία. Πράγματι και ο τόπος, και ο χρόνος και ο καιρός,
και η ημέρα, και ο τρόπος της θεραπείας και ωρισμένα άλλα δεικνύουν σ’
εκείνους που κάπως προσέχουν ότι άλλος είναι αυτός ο παράλυτος και άλλος
ο αναφερόμενος από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστήν και Θεολόγον. Επειδή
εκείνος μεν θεραπεύεται στα Ιεροσόλυμα, ενώ αυτός στην Καπερναούμ·
εκείνος κοντά στην κολυμβήθρα, αυτός σε κάποια μικράν οικία, όπως λέγουν
ο Λουκάς και ο Μάρκος. Και εκείνος μεν ο παράλυτος έλαβε την ίασι κατά
την διάρκεια μιας εορτής· αυτός όμως όχι σε εορτή, αλλά κάποιαν άλλην
ημέρα. Εκείνος υπέφερε τριανταοκτώ έτη από την ασθένεια, ενώ γι’ αυτόν
τίποτε παρόμοιο δεν λέγει ο Ευαγγελιστής. Και εκείνος μεν εθεραπεύθη την
ημέρα του Σαββάτου, ενώ αυτός άλλην ημέρα. Διότι, εάν και αυτός είχε
θεραπευθή την ημέρα του Σαββάτου, δεν θα το είχε αποσιωπήσει ο
Ευαγγελιστής, ούτε οι Ιουδαίοι θα είχαν μείνει ήσυχοι. Αυτός μεν ο
παράλυτος φέρεται στον Χριστόν βασταζόμενος· ενώ προς εκείνον έρχεται ο
ίδιος ο Χριστός· και εκείνος μεν ο παράλυτος δεν είχε κανέναν να τον
βοηθήση (διότι έλεγε, «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω»), ενώ αυτός είχε πολλούς
γνωστούς, οι οποίοι τον εσήκωσαν και τον μετέφεραν. Αλλά και ο τρόπος
της θεραπείας φαίνεται διαφορετικός στον καθένα. Εκείνου μεν ο Χριστός
πριν από την ψυχήν εθεράπευσε το σώμα· διότι αφού πρώτα εθεράπευσε την
παράλυσί του, τότε είπε: «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε». Δεν
συνέβη όμως το ίδιο και εδώ, αλλά πρώτα του εχάρισε την υγεία της ψυχής,
λέγοντας: «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και τότε διώρθωσε την σωματική
του παράλυσι. Και σε αυτόν μεν τον παράλυτον οι Γραμματείς και οι
Φαρισαίοι εσιώπησαν στην άλλη περίπτωσι όμως αντέδρασαν, εκδιώκοντας και
γογγύζοντας και κατηγορώντας. Άλλος λοιπόν είναι ο παράλυτος αυτός,
και άλλος εκείνος, όπως σαφώς απεδείχθη από όσα ελέχθησαν.
«Και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ». Έγινε όντως
δεκτή από τον αγαθόν ιατρό και Σωτήρα μας η πίστις εκείνων που έφεραν
τον παράλυτο, επειδή είναι γνώστης των καρδιών. Λέγουν δε ωρισμένοι ότι
ο Κύριος είδε την πίστι όχι του παραλυτικού αλλά των μεταφορέων του.
Πράγματι, μερικές φορές θεραπεύονται κάποιοι από την πίστι των άλλων,
όπως συμβαίνει με το βάπτισμα που δίδεται στα παιδιά· διότι εκεί ενεργεί
η πίστις των γονέων που τα προσφέρουν. Όπως επίσης έγινε και με την
Χαναναία· επειδή επίστευσεν αυτή, εθεραπεύθη η θυγατέρα της. Και με την
πίστι του εκατοντάρχου ανέστη ο δούλος του. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν,
λέγουν ότι εθεραπεύθη και εδώ ο παράλυτος από την πίστι αυτών που τον
έφεραν ενώπιον του Χριστού. Αλλά όχι, δεν συνέβη το ίδιο. Διότι λέγει:
«Ιδών την πίστιν αυτών» όχι μόνον των μεταφορέων, αλλά και του
παραλύτου. Διότι δεν σώζεται κάποιος με την πίστιν άλλου, εκτός εάν
ευρίσκεται σε πολύ πρώιμον ηλικία, όπως συμβαίνει με τα παιδιά, όπως
είπαμε, ή σε μία πολύ προχωρημένη ασθένεια, όταν οι προσβεβλημένοι από
αυτήν δεν έχουν πλέον επικοινωνία με το περιβάλλον και γι’ αυτό
αδυνατούν να πιστεύσουν, όπως συνέβη με την θυγατέρα της Χαναναίας. «Η
θυγάτηρ μου», έλεγεν εκείνη, «κακώς δαιμονίζεται», και «πολλάκις μεν
πίπτει εις το ύδωρ, πολλάκις δε εις το πυρ».
Η δαιμονιζομένη, λοιπόν, η οποία δεν είναι σε θέσι να έχη τον έλεγχο του
εαυτού της, πώς θα ημπορούσε να πιστεύση; Το ίδιο και με τον
εκατόνταρχο· ο δούλος του ευρίσκετο στην οικία κατάκοιτος, και ούτε καν
εγνώριζε ποιος επί τέλους ήταν ο Χριστός. Πώς λοιπόν θα επίστευε σε
κάποιον που αγνοούσε; Σε εκείνες λοιπόν τις περιπτώσεις σώζεται κάποιος
και με την πίστιν άλλου, εδώ όμως δεν ημπορούμε να το ισχυρισθούμε αυτό,
αλλά και ο παράλυτος επίστευσε αδιστάκτως, και αυτό γίνεται φανερό από
πολλά. Αναλογίσου πόσο δύσκολον είναι κάποιος, ενώ είναι άρρωστος, να
πάθη τόσα πολλά και να υπομένη. Γνωρίζετε οπωσδήποτε ότι οι ασθενείς
είναι τόσο μικρόψυχοι και δυσανασχετούν τόσο, ώστε και στο κρεββάτι
ευρισκόμενοι να προβάλλουν αντίστασι στις θεραπείες και να δακρύζουν και
να θεωρούν πολλές φορές καλλίτερο να υποφέρουν τους πόνους των
ασθενειών, παρά να υπομένουν την κακουχία και την αηδία που προξενούνται
από τα διάφορα βοηθήματα. Αυτός δε ο παράλυτος και από την οικία του
εδέχθη να εξέλθη, και μέσα από την αγορά να περάση σηκωτός εκαρτέρησε,
και δεν απέφυγε να γίνη αντιληπτός από όλους. Διότι οι άρρωστοι συνήθως
δεν θέλουν να έχουν μάρτυρες του νοσήματός τους, και πολλοί προετίμησαν
να αποθάνουν καλλίτερα από την αρρώστια τους, παρά να αποκαλύψουν στους
άλλους την συμφορά τους. Αλλά ο παράλυτος αυτός δεν έκαμε έτσι, ούτε
είπε γογγύζοντας σ’ αυτούς που τον μετέφεραν: Τί είναι αυτό; Γιατί
θορυβείσθε; Γιατί βιάζεσθε; Ας περιμένωμε με υπομονή να υποχωρήση το
πλήθος και τότε να προσέλθωμε στον ιατρόν ιδιαιτέρως και να τον
ενημερώσωμε για την φοβεράν ασθένειά μου. Διότι τί θα ωφελήση, την
στιγμή που θα μας βλέπουν όλοι, να παρουσιάσωμε ενώπιον τους την συμφορά
μου; Τίποτε από αυτά δεν είπε, αλλά εθεώρησε κόσμημα και καλλωπισμόν το
να κάμη τόσους πολλούς μάρτυρες της ασθενείας και της θεραπείας του.
Δεν είναι μόνον αυτά που φανερώνουν την πίστι του παραλύτου, αλλά και τα
λόγια του Χριστού. Διότι όταν του τον έφεραν και του είπε: «Τέκνον,
αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», δεν ηγανάκτησε, δεν δυσανασχέτησε
καθόλου, δεν είπε προς τον αγαθόν ιατρό: «τί είναι αυτό, Κύριε, από άλλο
πάθος ήλθα εγώ να θεραπευθώ, και συ άλλο θεραπεύεις. Αυτό είναι
υπεκφυγή και πρόφασις και ένδειξις αδυναμίας, την οποία προσπαθείς να
αποκρύψης με αυτόν τον τρόπο. Συγχωρείς αμαρτίες που δεν φαίνονται;»
Τίποτε παρόμοιο δεν είπε ούτε εσκέφθη, αλλ’ ανέμενε πιστεύοντας ότι η
συμπάθεια του αγαθού ιατρού θα τον θεραπεύση και όλα θα τα διορθώση.
Δεικνύοντας δε ο Κύριος ότι η πίστις είναι αυτή που αφανίζει την
αμαρτία, είπε στον παράλυτο: «Θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι
σου».
Όπως βλέπουμε, δεν προχωρεί αμέσως ο Δεσπότης στην ίασι της παραλύσεως,
αλλά θεραπεύει πρώτα αυτό που δεν φαίνεται, την ψυχήν δηλαδή,
συγχωρώντας του τα αμαρτήματα, πράγμα που τον μεν παράλυτον έσωζε, ενώ
στον Κύριο δεν προξενούσε πολλήν δόξα· διότι δεν ήθελε να κάμη κάτι για
επίδειξι και ανθρωπαρέσκεια. Και πρώτα μεν συγχωρεί στον άρρωστο τις
αμαρτίες του, μετά δε την συγχώρησι θεραπεύει το σώμα, διδάσκοντας έτσι
ότι τα περισσότερα νοσήματα προξενούνται από τις αμαρτίες και πρέπει
πρώτα να θεραπευθή το αίτιο. Παραλλήλως, με τον τρόπον αυτόν αποδεικνύει
ότι είναι Θεός και ενεργεί τα πάντα εξουσιαστικώς, όπως θέλει. Διότι η
θεραπεία των σωματικών ασθενειών ανήκει μόνον στον Θεό. Γι’ αυτό και
στον παράλυτον εκείνον που ήταν κοντά στην κολυμβήθρα, έλεγε: «Ίδε,
υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον τι σοι γένηται». Πηγή και
ρίζα και μητέρα όλων των κακών είναι η αμαρτία. Αυτή παραλύει τα σώματά
μας, αυτή προκαλεί τις ασθένειες· και αυτό φανερώνοντας ο Κύριος, σ’
αυτόν μεν τον παράλυτον έλεγε: «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», σε
εκείνον δε που ήταν τριανταοκτώ χρόνια κατάκοιτος έλεγε: «Ίδε υγιής
γέγονας· μηκέτι αμάρτανε».
Από την αρχή της κτίσεως η νόσος αυτή επήλθε στο σώμα του Κάιν ως
αποτέλεσμα των αμαρτιών. Διότι το σώμα του παρελύθη μετά την
αδελφοκτονία και «ην στένων και τρέμων επί της γης». Και το να τρέμη
κανείς δεν είναι τίποτε άλλο από την παράλυσι. Διότι όταν αδυνατίση η
δύναμις που οικονομεί τον οργανισμό και δεν ημπορεί να βαστάζη πλέον όλα
τα μέλη, τα αφήνει έρημα από την θεία πρόνοια, και έτσι εκείνα, αφού
χαλαρώνουν, τρέμουν και αιωρούνται ανεξέλεγκτα. Αυτό εφανέρωσε και ο
θείος Παύλος ελέγχοντας για κάποιες αμαρτίες τους Κορινθίους και
λέγοντας: «διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται
ικανοί». Και ο Χριστός γι’ αυτό είπε: «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»,
για να μάθομε ότι ως Θεός επισκέπτεται σιωπηλώς και ανεπαισθήτως τα
ανθρώπινα και παρακολουθεί την οδό της ζωής του καθενός. Διότι όπως έχει
γραφή: «Ενώπιόν εισι των του Θεού οφθαλμών οδοί ανδρός, εις δε πάσας
τας τροχιάς αυτού σκοπεύει». Επειδή δε ο Θεός είναι αγαθός και θέλει
όλοι να σωθούν, πολλές φορές παραχωρεί να περιπέσουν οι άνθρωποι σε
ασθένειες, ώστε οι κατεχόμενοι από αυτές με την συντριβή να καθαίρωνται
από τις αμαρτίες. Έτσι έχει λεχθή και με το στόμα του Ιερεμίου: «Πόνω
και μάστιγι παιδευθήση, Ιερουσαλήμ». Και ο Παροιμιαστής λέγει: «Υιέ, μη
ολιγώρει (περιφρονής) παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου (λιποψυχής) υπ’
αυτού ελεγχόμενος· ον γάρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν,
ον παραδέχεται». Ο Χριστός λοιπόν κόπτει πρώτα την ρίζα του σωματικού
πάθους, δηλαδή την αμαρτία. Διότι, όταν αυτή αφαιρεθή, κατ’ ανάγκην
απομακρύνεται μαζί της και η νόσος. Και λέγοντας: «τέκνον, αφέωνταί σοι
αι αμαρτίαι σου», εξυψώνει και το φρόνημα του παραλύτου και διεγείρει
την καταβεβλημένη του ψυχή. Διότι ο λόγος έγινε έργον και εισερχόμενος
στην συνείδησί του ήγγισε την ιδία την ψυχή του και εξέβαλε από αυτήν
κάθε ίχνος αγωνίας. Επειδή τίποτε δεν προκαλεί τόσην δειλία και φόβο,
όσον η συναίσθησις των αμαρτημάτων και πάλι τίποτε δεν παρέχει τόσην
ηδονή και δεν προξενεί τόσο θάρρος, όσο το να μη σε ελέγχη για τίποτε η
συνείδησις. Ονομάζει δε «τέκνον» ο Κύριος τον παράλυτο, ή επειδή είναι ο
Δημιουργός του, ή επειδή επίστευσε, ή επειδή επρόκειτο να του δώση την
άφεσι των αμαρτημάτων διότι όπου συμβαίνει άφεσις αμαρτημάτων, εκεί και
υιοθεσία. Έτσι λοιπόν και εμείς, αδελφοί μου, δεν ημπορούμε να ονομάσωμε
πατέρα τον Θεόν, έως ότου καθαρισθούμε από τα αμαρτήματα στην
κολυμβήθρα του Βαπτίσματος. Όταν λοιπόν ανέλθωμε από εκεί, έχοντας
αποθέσει το πονηρόν εκείνο φορτίο, τότε λέγομε το «Πάτερ ημών, ο εν τοις
ουρανοίς».
«Και ιδού τινες των Γραμματέων είπον εν εαυτοίς· ούτος βλασφημεί».
Εσκανδαλίζοντο οι Γραμματείς και εθορυβούντο, έλιωναν από φθόνο και
βασκανία· διότι πολλές φορές είδαν τον Χριστό να φυγαδεύη εξουσιαστικώς
ασθένειες και να εκδιώκη δαίμονες και να επιτιμά τους ανέμους και την
θάλασσα, και να τα διαπράττη αυτά υπερανθρώπως. Αλλά εκείνοι οι απειθείς
και αγνώμονες, ενώ ενόμιζαν ότι εκδικούνται προς χάριν του Θεού, το
έκαμαν αυτό, επειδή προσεβάλοντο τα πάθη τους· και επιβουλευόμενοι τις
ευεργεσίες των άλλων, ταράσσονται και αγανακτούν και γογγύζουν και
επινοούν βλασφημίες κατά του Σωτήρος και Δεσπότου: «Ιδών δε ο Ιησούς τας
ενθυμήσεις αυτών είπεν· ίνα τί υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις
υμών;». Ιδού ότι ο Χριστός εδώ δεικνύει και άλλο αναντίρρητο και
φανερόν σημείο της θεότητός του και της ισότητος προς τον Πατέρα. Επειδή
η γνώσις των διαλογισμών των καρδιών ανήκει μόνον στον Θεόν, ομοίως και
η άφεσις των αμαρτιών. Διότι έχει γραφή: «Συ επίστασαι καρδίας
μονώτατος»· και πάλιν: «Ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός», και αλλού:
«Ο μεν άνθρωπος όψεται εις πρόσωπον, ο δε Θεός όψεται εις καρδίαν».
Λέγει λοιπόν ο Χριστός στους Γραμματείς ως αναμφίβολον το «ίνα τί
ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών» επειδή εθεώρησαν αδύνατον το να
συγχωρή αμαρτίες, και δεν το εδέχθησαν.
Με αυτό που είπε επιβεβαίωσε και εκείνο, και τρόπον τινά είπε προς τους
Γραμματείς ότι όντως κανείς δεν ημπορεί να συγχωρή αμαρτίες, εκτός μόνον
από ένα, αυτόν που βλέπει τις ενθυμήσεις των ανθρώπων. «Τί γαρ
ευκοπώτερον ειπείν, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειραι και
περιπάτει;». Επειδή με θεωρείτε βλάσφημο, λέγει, για το ότι συγχωρώ
αμαρτίες και κάμνω τον εαυτόν μου ίσον με τον Θεόν, αποκριθήτε μου,
ποίον είναι ευκολώτερο και ευχερέστερο στην πράξι, το να ειπώ αυτό, το
«αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» ή να ειπώ «έγειραι και περιπάτει;». Ήσαν
δε, και τα δύο αυτά για τα οποία τους ερώτησε, δυνατά μεν για τον Θεό,
για δε τον άνθρωπον αδύνατα· διότι και το να συγχωρή αμαρτίες είναι
μόνον του Θεού, ομοίως δε και το να εγείρη ως εξουσιαστής και να
θεραπεύση πλήρως τον παράλυτο· επειδή η τιμωρία κάποιου δούλου που
αμαρτάνει δεικνύει εξουσίαν Δεσποτική· όταν μάλιστα αυτός που τιμωρεί
είναι ο Θεός, είναι επόμενο να στρέφεται πάλι προς φιλανθρωπίαν και να
απαλλάσση από την μάστιγα· όταν δε απομακρύνεται η μάστιγα, οπωσδήποτε
συγχωρείται και η αμαρτία εξ αιτίας της οποίας έχει παραχωρηθή η πληγή.
Εάν δε ο Κύριος θεραπεύει, αυτός βεβαίως ήταν και που επαίδευσε· και εάν
παιδεύη, είναι φανερόν ότι έχει την εξουσία να απαλλάξη από την
παιδαγωγική μάστιγα, επομένως και από το πλημμέλημα για το οποίον αυτή
παρεχωρήθη. «Ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου επί της
γης αφιέναι αμαρτίας». Για να γνωρίσετε, λέγει, ότι αυτός που σας
φαίνεται άνθρωπος, έχει εξουσίαν Θεϊκήν, παρατηρήσετε και αντιληφθήτε το
κρυπτόν και αφανές από το φανερόν. Διότι ενώ είμαι Θεός Λόγος, έγινα
άνθρωπος για λόγους οικονομίας, ζω δε και συναναστρέφομαι στην γη και
χαρίζω άφεσιν αμαρτιών σε όσους με πιστεύουν. Γι’ αυτό είπε «επί της
γης», για να δείξη ότι αν και εφάνη στην γη, είναι κατά φύσιν Θεός, και
για να μάθωμε ότι οι αμαρτίες συγχωρούνται στην γη. Διότι όσον είμεθα
ακόμη στην γη, αδελφοί μου, ημπορούμε να εξαλείψομε τις αμαρτίες μας·
όταν όμως φεύγωμε από εδώ, δεν έχουμε πλέον την δυνατότητα να
εξομολογηθούμε στον Θεόν και να επιτύχωμε έτσι την άφεσι των αμαρτιών,
διότι η θύρα πλέον έκλεισε οριστικώς. «Τότε λέγει τω παραλυτικώ·
εγερθείς άρον την κλίνην σου και ύπαγε εις τον οίκον σου. Και εγερθείς
απήλθεν εις τον οίκον αυτού». Επειδή η μεν συγχώρησις των αμαρτιών δεν
ημπορούσε να αποδειχθή φανερώς, ενώ το να εγείρη εξουσιατικώς τον
παράλυτον ήταν κάτι που αποτελούσε οφθαλμοφανή απόδειξι, καταφεύγει ο
Χριστός σ’ αυτή την οφθαλμοφανή ως τεκμήριο και φανέρωσι της αφανούς.
Πληροφορεί έτσι με αυτήν την φανεράν απόδειξι και περί εκείνης, ότι
δηλαδή εκείνος που ημπόρεσε να κάμη αυτό, είναι σε θέσι να κάμη και
εκείνο. Και για επιβεβαίωσι και πληροφορία της συσφίγξεως του
παραλυμένου σώματος, τον προσέταξε να φορτωθή το κρεββάτι, για να μην
νομίση κάποιος ότι αυτό που συνέβη ήταν φαντασία. Αποστέλλει δε ο Κύριος
τον παράλυτο στον οίκο του, αφ’ ενός μεν για να μη προξενήση στον
εαυτόν του έπαινο με την παρουσία και την θέαν εκείνου, αφ’ ετέρου δε
για να έχη αυτόπτες μάρτυρες της θεραπείας αυτούς τους ίδιους που
υπήρξαν και αναντίρρητοι μάρτυρες της ασθενείας, και έτσι να γίνη σ’
αυτούς αφορμή πίστεως. «Ιδόντες δε οι όχλοι εθαύμασαν, και εδόξασαν τον
Θεόν, τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις». Εθαύμασαν μεν οι
όχλοι για το ότι εθαυματούργησεν ως Θεός, ενόμιζαν όμως ότι είναι
άνθρωπος, ο όποιος είχε υπερανθρώπινη εξουσία.
Και εμείς, αδελφοί μου, που είμεθα παράλυτοι και έχουμε τις δυνάμεις της
ψυχής ανενέργητες, έχουμε την δυνατότητα να θεραπευθούμε και να
σταθούμε όρθιοι, αρκεί μόνον να έχωμε την προαίρεσι και την θέλησι.
Διότι και τώρα ευρίσκεται ο Χριστός στην ιδικήν του πόλι, την
Καπερναούμ, εννοώ στον οίκο της παρακλήσεως, που είναι η Εκκλησία· διότι
οίκος του Παρακλήτου είναι η Εκκλησία. Είμεθα δε και εμείς παράλυτοι
ψυχικώς, ακίνητοι δηλαδή και ανενέργητοι προς το καλόν αλλ’ εάν η
μετάνοια και η εξομολόγησις μας εγείρουν και μας οδηγήσουν στον Κύριον,
τότε θα ακούσωμε την γλυκεία και παντοδύναμο φωνή του να μας λέγη:
«Τέκνα, αφέωνται υμίν αι αμαρτίαι». Επειδή τότε γινόμεθα υιοί του Θεού,
όταν επιστρέφωμε προς Αυτόν με καθαράν μετάνοια και εξομολόγησι. Τότε
ακριβώς και θα θεραπευθούμε και θα «άρωμεν τον κράββατόν» μας, δηλαδή το
σώμα και θα το κινητοποιήσομε προς εργασίαν των εντολών. Διότι δεν
αρκεί μόνο να εγερθούμε από την αμαρτίαν ή και να καταλάβωμε ότι
αμαρτάνουμε, αλλά πρέπει να «άρωμεν και τον κράββατον», δηλαδή το σώμα
και να το ενεργοποιήσωμε στην εργασία του καλού και της αρετής.
(11ος αιών - Migne, P.G., τόμ. 120, στ. 1245, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον")
πηγή: kirigmata.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου